Δύο από τα βασικά γνωρίσματα του Γιώργου Νταλάρα είναι η ακούραστη δραστηριότητά του στο χώρο του τραγουδιού κι η δυναμική προσωπικότητά του, ιδιότητες που κάνουν τον Λευτέρη Παπαδόπουλο να χαρακτηρίζει – σε συνέντευξή του – τον μεγάλο μας ερμηνευτή, ως “τολμηρό, που ανοίγει δρόμους”! Και φυσικά τα δυο αυτά κυρίαρχα χαρακτηριστικά συνδυάζονται, όλα αυτά τα χρόνια, με τη μεγάλη φωνή, την καλλιτεχνική ποιότητα, την επιτυχία, την πρωτοτυπία, την πρωτοπορία, την προσφορά και την διάρκεια. Αν ο χρόνος είναι, όπως λένε όλοι, ο δικαιότερος κριτής, τότε ο Γιώργος Νταλάρας έχει κριθεί στη συνείδηση των Ελλήνων, ως κορυφαίος ερμηνευτής! Φέτος ο Γιώργος Νταλάρας έβγαλε καινούριο προσωπικό δίσκο («Με το ’να πόδι στ’ άστρα») - ο οποίος ήδη έγινε χρυσός - ενώ, από τις 16 Νοέμβρη θα εμφανιστεί στο «Παλλάς», σ’ ένα μουσικοθεατρικό πρόγραμμα, σε σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή, το οποίο θα διατρέχει όλη την 40χρονη δισκογραφία του, γι’ αυτό και θα ’χει και τον χαρακτηριστικό τίτλο «Όλα από την αρχή»!
Με αφορμή, τόσο το νέο του δίσκο, όσο και τις παραστάσεις του στο «Παλλάς», ο Γιώργος Νταλάρας μίλησε στον «ΟΡΦΕΑ», αποκλειστικά για μουσική και για τραγούδια. Μας ανέλυσε τον καινούριο του δίσκο, μας περίγραψε το περιεχόμενο των παραστάσεών του κι αναφέρθηκε σε θέματα της ερμηνευτικής τεχνικής του και της μουσικής αισθητικής του. Απάντησε ακόμα, με την ντομπροσύνη και το θάρρος που τον διακρίνει, και σε διάφορα κριτικά επιχειρήματα που εκφράζονται κι εμείς – κάνοντας τον “δικηγόρο του διαβόλου” – του τα θέσαμε. Ο Γιώργος Νταλάρας λοιπόν με τα δυο πόδια στον «ΟΡΦΕΑ»! Και θα το εξομολογηθούμε! Προσπαθήσαμε να κάνουμε μια συνέντευξη ακραιφνώς “νταλαρική”! Γιατί, πιστεύουμε ακράδαντα ότι ο Γιώργος Νταλάρας συναρπάζει όχι μόνο σαν τραγουδιστής, αλλά και σαν συνομιλητής!
Τ.Κ.: Πάντα, ανάμεσα στις πολυποίκιλες μουσικές αναζητήσεις σας, κάνατε και δίσκους με λαϊκά τραγούδια, που τα χαρακτήριζαν οι κλασικές φόρμες κι ενορχηστρώσεις, όπως, για παράδειγμα, τα τραγούδια του Νικολόπουλου ή του Ζήκα. Τόσο όμως στον προηγούμενο προσωπικό σας δίσκο με πιο εξωστρεφή τραγούδια(«Στα τραγούδια που σου γράφω»), όσο και στον πρόσφατο(«Με το ’να πόδι στ’ άστρα»), παρατηρείται μια προσέγγιση σ’ έναν ήχο – με σαφή, φυσικά, τα λαϊκά στοιχεία – αλλά πιο σημερινό κι εναρμονισμένο με την τρέχουσα αντίληψη περί λαϊκού τραγουδιού. Τι επιδιώκετε να προσφέρετε καλλιτεχνικά με το νέο σας cd και πως θα χαρακτηρίζατε τα καινούρια σας τραγούδια;
Γ.Ν.: «Ξέρω τι εννοείτε. Πιο απλά, υπήρξαν δίσκοι στους οποίους ακολούθησα την κλασική φόρμα του λαϊκού τραγουδιού, κάτι που δε θα σταματήσω να το κάνω όταν τα τραγούδια το απαιτούν, και άλλοι, στους οποίους έκανα μια προσπάθεια να διασκευάσω τον ήχο τους. Σε καμία περίπτωση όμως δε σκέφτηκα έναν ήχο εναρμονισμένο με την τρέχουσα αντίληψη περί λαϊκού τραγουδιού. Και δεν το λέω αυτό για να αποποιηθώ κάποια ευθύνη. Μιλάω μουσικά. Αν ακούσετε λαϊκά τραγούδια από διαφορετικούς δίσκους μου τα μπουζούκια δεν παίζουν πάντα με τον ίδιο τρόπο, ούτε η μπότα, ούτε η ρυθμική αγωγή είναι ίδια. Αυτό όμως το έκανα πάντα. Ας πούμε ο δίσκος του Χρήστου Νικολόπουλου “Μη μιλάς” είχε τέτοια στοιχεία που λέτε, ενώ ο δίσκος “Ο Τραγουδιστής” ήταν αμιγής λαϊκός δίσκος. Τώρα όσον αφορά τον τελευταίο “Με το ‘να πόδι στ’ άστρα” σαφώς δεν δούλεψα όπως στα “Έρημα χωριά” που ήταν έντονο το παραδοσιακό στοιχείο στις ενορχηστρώσεις, και αυτό γιατί ήθελα να κάνω έναν καθημερινό λαϊκό δίσκο, που ταίριαζε με την άποψη των συνθετών, που οι περισσότεροι είναι νέοι. Δική μου επιλογή ήταν, δεν μου την επέβαλε κανείς, όπως και το να επέμβω περισσότερο στο κομμάτι το στιχουργικό. Είμαι ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα, και μουσικά και από την αποδοχή που είχε από το κοινό. Πάντα βεβαίως με το σκεπτικό ότι κάνουμε ένα δίσκο με σύγχρονα λαϊκά τραγούδια. Δεν είπαμε ότι εφηύραμε και την πυρίτιδα.».
Τ.Κ.: Είστε ο πιο χαρακτηριστικός “τραγουδιστής των συνθετών”, όπου οι περισσότεροι δίσκοι σας είναι κύκλοι τραγουδιών των σημαντικότερων συνθετών μας (Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Μαρκόπουλος, Κουγιουμτζής, Λοΐζος, Καλδάρας, Άκης Πάνου, Μικρούτσικος, Νικολόπουλος κ.ά.). Την τελευταία όμως 10ετία, οι περισσότεροι δίσκοι σας με νέο υλικό – με κάποιες εξαιρέσεις (Μπρέγκοβιτς, Κούρτι) στο ενδιάμεσο – είναι πολυσυλλεκτικοί («Η άσφαλτος που τρέχει», «Στα τραγούδια που σουγράφω», «Με το ’να πόδι στ’ άστρα»). Αυτή η πολυσυλλεκτικότητα των προσωπικών δισκογραφικών δουλειών σας είναι συνειδητή επιλογή, διότι δεν υπάρχει πλέον ο δημιουργός εκείνος που θα μπορούσε να δώσει έναν κύκλο 12 καλών τραγουδιών και να στηρίξει τον προσωπικό δίσκο ενός μεγάλου ερμηνευτή όπως εσείς ή είναι, απλά, θέμα συγκυρίας ;
Γ.Ν.: Και ελπίζω να συνεχίσω να είμαι ο χαρακτηριστικός τραγουδιστής των συνθετών. Γιατί και οι συνθέτες που αναφέρετε συνεχίζουν να γράφουν πολύ καλά, και υπάρχουν και άλλοι που δεν έχω συνεργαστεί με τους οποίους θα έκανα ευχαρίστως μια ολοκληρωμένη δουλειά. Από την άλλη, ναι. Μπροστά στους τόσους κύκλους τραγουδιών που έχω κάνει, που και που οι πολυσυλλεκτικοί δίσκοι έχουν το προσόν ότι προωθούν κάποιους νέους συνθέτες που αν θέλετε δεν έχουν την πείρα ή ακόμη και το ταλέντο “να συντάξουν” δέκα τραγούδια μιας ολοκληρωμένης δουλειάς. Είναι κάτι άλλο που έχω παρατηρήσει στους νέους συνθέτες, ακόμα και στους πολύ ταλαντούχους: δεν ξέρουν να “διαβάζουν” καλό στίχο ή επηρεάζονται ίσως και από τις εταιρείες και από το άγχος του σουξέ. Έτσι λοιπόν οι πολυσυλλεκτικοί δίσκοι, τόσο λίγοι μπροστά στο υπόλοιπο υλικό μου, γίνονται γι’ αυτό το λόγο και βεβαίως έπονται και συνεργασίες με συνθέτες. Σας ετοιμάζουμε εκπλήξεις.
Τ.Κ.: Στο νέο σας δίσκο “συστεγάζονται” μεγάλα ονόματα του τραγουδιού(Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μάνος Ελευθερίου, Λίνα Νικολακοπούλου κ.ά.) μαζί με τους πρωτοεμφανιζόμενους Γιώργο Τσεπίλη, Κωνσταντίνο Βελλιάδη και Νικόλα Κουμπιό. Ποια ήταν τα καλλιτεχνικά στοιχεία αυτών των τριών νέων δημιουργών που σας άρεσαν και για τα οποία τους επιλέξατε;
Γ.Ν.: Ο Γιώργος Τσεπίλης με συγκίνησε εδώ και καιρό όταν άκουσα κάποια τραγούδια του. Πιστεύω ότι είναι ιδιαίτερο ταλέντο και ιδιαίτερη προσωπικότητα. Έχει άποψη για την μουσική και διαχειρίζεται πολύ καλά αυτό που λέμε έθνικ στοιχείο, επιρροές δηλαδή που αφομοιώνει με πολύ καλή αισθητική στα τραγούδια του. Ο Βελλιάδης μου έστειλε απλά το demo του. Ξεχώρισα το τραγούδι μέσα από πολλά άλλα. Με συγκίνησε και με κέρδισε. Ήταν ένα πολύ ωραία δομημένο τραγούδι, πολύ τρυφερό, πολύ αγνό και είχε πολύ καλό στίχο. Τι άλλο να ζητήσεις; Τον Νικόλα, (Κουμπιό) τον ήξερα πολύ καλύτερα. Είναι πιτσιρικάς, έχει ταλέντο και επιπλέον έχει και ένα άλλο προσόν. Διαβάζει εύκολα και ξεχωρίζει τον καλό στίχο. Στη σειρά, ας πούμε του Άξιου λόγου, έχει γράψει ένα υπέροχο τραγούδι του Μάνου Ελευθερίου.».
Τ.Κ.: Ανάμεσα στους δημιουργούς που συμμετέχουν στο δίσκο ξεχωρίζει το όνομα του Μιχάλη Χατζηγιάννη, του οποίου ερμηνεύετε δυο τραγούδια. Καταγράφτηκαν απόψεις που έλεγαν ότι ακούγοντας κανείς τα τραγούδια αυτά, έχει την εντύπωση ότι πειραματιζόσαστε και δοκιμαζόσαστε, προσεγγίζοντας ερμηνευτικά, το μουσικό ύφος του Χατζηγιάννη. Δηλαδή, για να το μεταφέρω πιο ξεκάθαρα, λένε πως δεν έγραψε ο Χατζηγιάννης δυο τραγούδια για τον Νταλάρα, αλλά ο Νταλάρας τραγούδησε δυο τραγούδια του Χατζηγιάννη. Είναι έτσι; Κι αν ναι, σε τι ακριβώς στοχεύετε;
Γ.Ν.: Μα τι απόψεις είναι αυτές; Δεν στοχεύω πουθενά. Και δεν μασάω τα λόγια μου. Δεν ξέρω τι λένε και τι πιστεύετε εσείς. Για μένα ο Χατζηγιάννης αντικειμενικά είναι και καλός τραγουδιστής και καλός μουσικός. Είπα δύο τραγούδια του Χατζηγιάννη γιατί τα έγραψε για μένα και γιατί μου αρέσαν, όπως τραγούδησα δέκα τραγούδια του Dasho Kurti γιατί μου αρέσαν. Και επειδή είμαι μουσικός πάνω από όλα, και δεν ακκίζομαι με την αφεντιά μου, τραγουδάω το κάθε τραγούδι με το ύφος και την τεχνική που του ταιριάζει και το αναδεικνύει. Και αυτό που άλλους μπορεί να τους ξενίζει, και δικαίωμά τους, για μένα είναι μεγάλο προσόν. Αυτή την ευελιξία την μουσική, τη θεωρώ μεγάλο προτέρημα. Τι έπρεπε δηλαδή; Να τραγουδήσω τα τραγούδια του Χατζηγιάννη με τον τρόπο που τραγουδάω τον Κάβουρα; Τα Latin τα τραγουδάω όπως τραγουδάω το ρεμπέτικο; Στα τραγούδια με τις συμφωνικές ορχήστρες τραγουδάω όπως τραγουδάω το “Μοναχογιός ο Κωνσταντής” στο δίσκο του Αηδονίδη; Αυτό έλειπε. Εγώ ο ίδιος είμαι που τραγουδάω, και στο κάθε τραγούδι τραγουδάω με τον τρόπο που αναδεικνύεται το τραγούδι και η μουσική του.
Τ.Κ.: Στο καινούριο σας cd συναντάμε και το όνομα του Κυριάκου Παπαδόπουλου, ενός συνθέτη που, κυρίως, έχει συνεργαστεί με τραγουδιστές ενός διαφορετικού ύφους και προφίλ από το δικό σας. Πως προέκυψε η συνεργασία σας;
Γ.Ν.: Μου έφερε τις μουσικές του και εντυπωσιάστηκα. Όπως αντιλαμβάνεστε εγώ δεν έχω ιδεοληψίες και στεγανά. Γνώρισα ένα γλυκύτατο πλάσμα σεμνό, Ποντιακής καταγωγής, με φλέβα λαϊκού μουσικού. Φροντίσαμε το στίχο στα τραγούδια, που για μένα είναι η μεγάλη αναστολή, τα είπαμε και αυτό ήταν όλο.
Τ.Κ.: Εντύπωση προκάλεσε σε αρκετούς – κι από ήχο κι από στίχο - το τραγούδι «Μη ξεχνάς το φαντάρο». Εκφράστηκαν απόψεις ότι δεν θα έπρεπε ο Νταλάρας να ερμηνεύσει ένα τέτοιου ύφους και είδους τραγούδι. Είναι ο “φαντάρος” ένα σκωπτικό τραγούδι; Ένα τραγούδι με χιουμοριστική διάθεση; Κι αν έτσι είναι, γιατί θα πρέπει να “απαγορεύεται” στον Νταλάρα να τραγουδήσει κάτι πιο εύθυμο, που, όμως, κι αυτό, κρύβει μέσα του αλήθεια;
Γ.Ν.: Ν’ αγιάσει το στόμα σας. Ξέρετε αυτό το τραγούδι είναι περίεργο. Δεν το ήθελε κανείς. Ούτε οι συνεργάτες μου στην εταιρεία που συνήθως είναι πιο ελαστικοί στην κρίση τους. Εγώ επέμενα να μπει αυτό το τραγούδι. Εμείς οι πιο παλιοί που έχουμε κάνει αρκετά χρόνια στρατό, τη νιώθουμε λίγο καλύτερα αυτή την ιστορία. Οι πιο καινούργιοι μπορεί να μην καταλαβαίνουν αυτή την αγωνία του στρατού, αλλά για μένα ήταν αγνό τραγουδάκι, χαριτωμένο, είχε πλάκα και με τέτοια νοοτροπία το ερμήνευσα.
Τ.Κ.: Ευχάριστη έκπληξη αποτέλεσε για πολλούς, το τραγούδι «Η αιτία είσαι εσύ». Παρότι έχει μια αρκετά μοντέρνα ενορχήστρωση, άρεσε, κι ιδιαίτερα το ρεφρέν του, όπου το χαρακτήρισαν “κολλητικό”, δηλαδή, ότι σου μένει στη μνήμη και τραγουδιέται. Τελικά, υπάρχουν κάποια, ανυπέρβλητα, προσωπικά όρια, όσον αφορά την τέχνη σας, ή, είστε έτοιμος να δοκιμάσετε, χωρίς ταμπού, τα πάντα;
Γ.Ν.: Ασφαλώς και δεν είμαι έτοιμος να δοκιμάσω τα πάντα και ασφαλώς δεν έχω ταμπού. Τι εννοώ με αυτό; Δεν θα δοκίμαζα πράγματα που πιστεύω ότι δεν μου ταιριάζουν αισθητικά ή μουσικά. Υπάρχουν δηλαδή δύο κατηγορίες τραγουδιών που δε θα έλεγα. Αυτά που είναι σαχλά από στίχο ή από μουσική, και μερικά τραγούδια πολύ ωραία μεν που όμως δεν μου πηγαίνουν μουσικά. Υπάρχουν, ας πούμε, τραγούδια στην τζαζ που θαυμάζω που δε θα τα τραγουδούσα γιατί αισθάνομαι αμήχανα. Και αυτό είναι μια γενικότερη ιδεολογία ξέρετε. Δεν μου αρέσουν τα στενά ρούχα και στενά παπούτσια, θέλω να νιώθω τα δικά μου… Με άλλα λόγια να έχω τη δική μου έκφραση. Δοκιμάζω πολλά πράγματα, αλλά πιστεύω ότι δεν ταιριάζουν όλοι σε όλα. Δε θα τραγουδούσα εύκολα ένα τραγούδι τζαζ, πολύ ευχαρίστως όμως θα έπαιζα σε ένα τέτοιο τραγούδι. Το τραγούδι του Κουμπιού μου άρεσε, γι’ αυτό και το τραγούδησα.
Τ.Κ.: Λατρέψαμε τα «Λυπημένα Φεγγάρια», ένα τραγούδι γραμμένο σε μουσικό δρόμο ουσάκ, με ανατολίτικο πάθος και καημό που ταιριάζει “γάντι” στη φωνή σας και το ερμηνεύετε υπέροχα, όπως ανάλογα έχετε στο παρελθόν τραγουδήσει κι άλλα, συγγενούς ύφους, τραγούδια(«Με τελείωσες», «Φωτιά χιονίζει ο ουρανός», «Έβγαλα τα μέσα έξω»). Θα ήθελα να θέσω ένα ερώτημα που αφορά μια τεχνική παράμετρο : τα «Λυπημένα Φεγγάρια» έχουν ενορχηστρωθεί με κυρίαρχο τον, ηλεκτρικό, ήχο των πλήκτρων(φυσικά υπάρχουν και το βιολί, το ούτι και το νέϊ), εσείς ποια όργανα νομίζετε ότι πρέπει να κυριαρχούν σ’ αυτά τα τραγούδια, τα ακουστικά ή τα ηλεκτρικά;
Γ.Ν.: Πολύ χαρά μου δίνετε που ξεχωρίσατε αυτό το τραγούδι. Φοβάμαι όμως ότι το ξεχωρίσαμε εγώ και εσείς και ο συνθέτης βέβαια που το έγραψε. Και μπράβο του που έχει τέτοια ευαισθησία να γράφει τέτοια τραγούδια. Όσον αφορά τον ήχο, μου αρέσουν τα ηλεκτρικά όργανα, τα πλήκτρα, κυρίως όμως σαν πλάτες. Δίνουν μια δυναμική στα σύγχρονα τραγούδια. Δεν μου αρέσει όμως η μίμηση. Το να μιμούνται ηλεκτρικά όργανα τα φυσικά. Αντίθετα μ’ αρέσει πολύ η συνύπαρξη ακουστικών και ηλεκτρικών οργάνων, αλλά ψάχνω εξοντωτικά τον ήχο στα ηλεκτρικά όργανα. Είναι αστείο, αλλά μεγάλοι μουσικοί όπως ο Νίκος Ζέρβας, έχουν να το λένε. Όταν τους ζητάω συνεχώς και άλλα πράγματα “δύο χεράκια έχουμε Γιώργο”, μου λένε. Είναι το αστείο τους.
Τ.Κ.: Ποιο είναι το δικό σας πιο αγαπημένο τραγούδι από το νέο σας δίσκο και ποιο είναι εκείνο που σας προκάλεσε περισσότερο το ενδιαφέρον ερμηνευτικά;
Γ.Ν.: Το πιο ενδιαφέρον ερμηνευτικά, συμφωνώ μαζί σας, ήταν το “ Σε φεγγάρια λυπημένα”. Όμως δεν είναι κανένα τραγούδι που μου άρεσε λιγότερο. Τα διάλεξα όλα με το χέρι στην καρδιά. Σε άλλα υπερτερεί η μουσική και σε άλλα ο στίχος.
Τ.Κ.: Δημοσιοποιήθηκε από τις εκδόσεις “ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ” ότι θα κυκλοφορήσει, στη σειρά βιογραφίες-αυτοβιογραφίες, το βιβλίο «ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΑΡΑΣ» σε επιμέλεια του Θανάση Νιάρχου. Τι ακριβώς θα περιλαμβάνει αυτή η έκδοση;
Γ.Ν.: Δεν ξέρω. Αλήθεια σας λέω. Έχω παραδώσει ένα μεγάλο όγκο υλικού και αρχείου στο Θανάση Καστανιώτη, και βέβαια στο Θανάση Νιάρχο που επιμελείται με πολύ μεγάλη φροντίδα την έκδοση, αλλά ακόμα δεν έχω δει τη δουλειά μονταρισμένη. Τους εμπιστεύομαι όμως πολύ.
Τ.Κ.: Από τις 16 του Νοέμβρη ξεκινούν οι μουσικές παραστάσεις σας, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Όλα από την αρχή», στο «Παλλάς». Ποια είναι η καλλιτεχνική πρόταση που θα κάνετε και που θα δίνει “αιτία” στην επιστροφή σας αυτή; Ποιοι θα είναι οι υπόλοιποι συντελεστές που θα συμμετάσχουν μαζί σας στις εμφανίσεις σας αυτές;
Γ.Ν.: Δε θα κάνω καλλιτεχνική πρόταση. Δεν παρουσιάζω κάποιο ανέκδοτο υλικό. Ο λόγος είναι ότι μετά από πολύ καιρό παίζω στην Αθήνα, σε συναυλίες, σε θεατρικό χώρο που είναι τις τελευταίες δεκαετίες σχεδόν ο φυσικός μου χώρος. Η βάση είναι το υλικό που έχω ερμηνεύσει με αρκετά τραγούδια διασκευασμένα. Το κομμάτι της σκηνοθεσίας έχει αναλάβει ο Σταμάτης Φασουλής, και αυτό μου δίνει όχι μόνο χαρά αλλά και μεγάλη ασφάλεια. Τη σκηνογραφία έχει κάνει ο Γιώργος Γαβαλάς και τους φωτισμούς ο Λευτέρης Παυλόπουλος. Τραγουδούν: η Δέσποινα Ολυμπίου που μου έκανε φοβερή εντύπωση με την ωριμότητά της και την εργατικότητά της - να σκεφτείτε ότι δε λέει κανένα δικό της τραγούδι, σε μια εποχή δύσκολη, που η ίδια έχει μεγάλες επιτυχίες υπηρετώντας την παράσταση - ακόμη έχουμε τρεις εξαιρετικούς τραγουδιστές, την Ασπασία Στρατηγού, το Ζαχαρία Καρούνη και τον Μανώλη Πασχαλίδη, δεκατέσσερις εκλεκτούς πραγματικά μουσικούς που τους τρελάναμε μαζί στις πρόβες. Στις ενορχηστρώσεις συνεργαστήκαμε με τον Κώστα Γανωσέλλη ενώ το κινηματογραφικό υλικό και το υλικό του βίντεο επιμελήθηκε ο Αλέξανδρος Γραμματόπουλος με την ομάδα του, και έκανε εξαιρετική δουλειά. Συμμετέχουν οκτώ ηθοποιοί και αρκετοί άλλοι συντελεστές, μια και είναι μια πολύ μεγάλη παραγωγή.
Τ.Κ.: Τη σκηνοθεσία αυτών των παραστάσεών σας την έχει αναλάβει ο Σταμάτης Φασουλής. Πως προέκυψε αυτή η συνεργασία και τι προσμένετε εσείς από τη σκηνοθετική ματιά ενός ευφυή σκηνοθέτη όπως είναι ο Φασουλής;
Γ.Ν.: Δεν προσμένω, είμαι σίγουρος ότι η δουλειά του είναι εξαιρετική ήδη από αυτά που έχουμε συζητήσει. Ξέρω την αγάπη του και το σεβασμό του στο Ελληνικό τραγούδι. Ξέρω επίσης ότι ένας ευφυής άνθρωπος με το ταλέντο και την πείρα του Σταμάτη δε διακατέχεται από την τάση να εκφράσει κουλτουριάρικες απόψεις επί σκηνής. Αγαπάει την ουσία του τραγουδιού, συγκινείται και ο ίδιος, γι’ αυτό η παρέμβασή του είναι πάντα ειλικρινής και συναισθηματικά φορτισμένη. Και βεβαίως η συνεργασία προέκυψε σα συνέχεια της φιλικής μας σχέσης και των προηγούμενων συνεργασιών μας. Θέλω να μείνω εδώ ιδιαίτερα και να θυμίσω τη διακριτική αλλά καθοριστική σκηνοθετική του παρέμβαση στις παραστάσεις για τονΤσιτσάνη στο Μέγαρο.
Τ.Κ.: Επιστρέφετε σ’ ένα θεατρικό-συναυλιακό χώρο ύστερα από αρκετά χρόνια. Αν δει κανείς, ιστορικά, τη διαδρομή των ζωντανών εμφανίσεών σας, είναι η εξής : λαϊκά κέντρα – μπουάτ – θεατρικοί/συναυλιακοί χώροι – μουσικές σκηνές («Ιερά Οδός» - «Ζυγός») – το πείραμα της «Αρένας» κι η φετινή επιστροφή στο «Παλλάς». Έχετε πλέον κατασταλάξει στο ποιος είναι ο “χώρος του Νταλάρα”;
Γ.Ν.: Ασφαλώς και έχω κατασταλάξει εδώ και δεκάδες χρόνια. Οι συναυλίες, οι συναυλίες στο θέατρο. Ίδιο συναίσθημα χαράς μου πρόσφεραν ίσως οι μπουάτ στην Πλάκα, το “Θεμέλιο” και η “Διαγώνιος” πριν πολλά χρόνια.
Τ.Κ.: Τις συναυλίες τις κάνουν, και, τα τραγούδια. Είστε ο καλλιτέχνης του μεγάλου ρεπερτορίου και των πασίγνωστων διαχρονικών επιτυχιών. Υπάρχουν όμως και πολλά τραγούδια σας που θα τα χαρακτήριζα “ξεχασμένα διαμάντια”. Για να σας κάνω την ερώτηση με μερικούς απ’ τους τίτλους αυτών των διαμαντιών : Υπάρχει περίπτωση να ακούσουμε στο «Παλλάς» το «Μου ’δωσε ο Πλάστης την καρδιά» του Κουγιουμτζή, το «Απ’ τη συνοικία» του Λοΐζου , τον «Σκλάβο» του Μαρκόπουλου, το «Λέγε» του Θεοδωράκη ή τις «Μακρινές τις θάλασσες» του Νικολόπουλου, το «Τι να τα κάνεις τα φτερά» του Γκάρτζου και το «Εγώ είμαι γιος της Κοκκινιάς» του Στέλιου Βαμβακάρη;
Γ.Ν.: Θέλετε να είμαι ειλικρινής; Κανένα τραγούδι από αυτά δεν έχω στο πρόγραμμα και λυπάμαι πολύ γι’ αυτό. Έχω βέβαια άλλα. Θα προσπαθήσω όμως μετά τις πρώτες παραστάσεις ν’ αλλάζω μερικά τραγούδια. Είχα, ξέρετε, τεράστιο πρόβλημα. Ετοιμάσαμε ένα πρόγραμμα με πολύ τσιγκουνιά, κόβοντας τραγούδια με το χέρι στην καρδιά, που ήταν τεσσερισήμισι ώρες. Μετά το κάναμε τέσσερις παρά τέταρτο, τρεισήμισι, τρεις παρά τέταρτο και τώρα προσπαθούμε μήπως το κόψουμε κανένα πεντάλεπτο ακόμα μήπως προλαβαίνει ο κόσμος το μετρό. Ήταν ειλικρινά το πιο δύσκολο κομμάτι της προετοιμασίας.
Τ.Κ.: Κύριε Νταλάρα, εν κατακλείδι, θα ξαναζήσουμε στο Παλλάς συγκινήσεις ανάλογες μ’ αυτές του θρυλικού, εφ’ όλης της ύλης, προγράμματός σας στον «ΟΡΦΕΑ» ;
Γ.Ν.: Ελπίζω, αν βοηθήσετε και εσείς λιγάκι.