Φωτογραφίες: Βάσια Αναγνωστοπούλου
Η Nefeli Walking Undercover ή αλλιώς η Νεφέλη Λιούτα μπήκε στη ζωή μας πριν δύο χρόνια προτείνοντας καινούργιο ήχο σε ήδη αγαπημένα τραγούδια. Ο πρώτος προσωπικός δίσκος -που ολοκληρώθηκε πριν λίγο καιρό- έγινε η αφορμή για να την συναντήσουμε στο σπίτι της στη Νέα Φιλαδέλφεια και να την γνωρίσουμε.
Δεν θυμάμαι πού και πώς γνωρίσαμε ως κοινό τη Νεφέλη. Από την άποψη ότι για όσους από εμάς κινούνται στο χώρο του τραγουδιού δεν υπάρχει ένα σταθερό σημείο που να ορίζει την είσοδό της στα μουσικά δρώμενα. Καθένας βέβαια έχει τη δική του μικρή προσωπική συγκυρία: άλλος την πέτυχε χαζεύοντας στο myspace, άλλος σε συναυλίες εναλλακτικών σχημάτων, άλλος διαβάζοντας εσώφυλλα δίσκων στα οποία έπαιξε βιολί... το θέμα είναι ότι από τότε που άρχισαν οι πρώτες δημόσιες αναφορές στο όνομά της έχουν περάσει δύο χρόνια, κάποιο νερό έχει κυλίσει στο αυλάκι, ένας δίσκος κυκλοφορεί παντελώς ελεύθερος ανάμεσά μας με τον τρόπο του κι ένας μεγάλος διαγωνισμός την έχει αναδείξει νικήτρια. Τι άλλο; “Είμαι δύο χρόνια μεγαλύτερη, είμαι ακόμα φοιτήτρια στη Νομική αλλά έχω τελειώσει το βιολί κι έχω πάρει το δίπλωμα κι εργάζομαι σαν δασκάλα βιολιού, χρωστάω πολλά μαθήματα και μάλιστα με πετυχαίνεις σε περίοδο εξεταστικής. Επίσης βγήκε ο πρώτος μου δίσκος, τα Μολύβια Κομάντος, ο οποίος δεν ξέρω κατά πόσο θεωρείται “κυκλοφορία”, έχω κάνει παραπάνω λάιβ, έχω μακρύνει τα μαλλιά μου... Δεν ξέρω αν έχει αλλάξει κάτι άλλο ουσιαστικό.”
Ξεκίνησε κάνοντας διασκευές σε γνωστά κομμάτια και ανεβάζοντάς τα στο myspace. Ένα κορίτσι σχεδόν ταγμένο στο να αλλάζει τα μουσικά όργανα και τις λειτουργίες τους και να δίνει άλλο χρώμα σε μελωδίες που είχαν ήδη κατασταλάξει μέσα μας προϊόντος του χρόνου. Εν αρχή ην η ενοχρήστρωση λοιπόν; “Στο δικό μου κεφάλι ναι. Νομίζω ότι ο τρόπος που διαλέγω όργανα σε ένα κομμάτι σχετίζεται με το στίχο και ο στίχος με τα όργανα. Δίπλα σου βρίσκεται μια καλίμπα, ένα κρουστό όργανο το οποίο περίμενα ένα μήνα να έρθει από το εξωτερικό ώστε να μπορέσω να γράψω ένα τραγούδι που αναφέρεται στις φυλακές- εξού και ο μεταλλικός ήχος. Στην πραγματικότητα δεν ξέρω αν το όργανο έφερε στο νου μου το τραγούδι ή το τραγούδι περίμενε το όργανο για να μπορέσει να βγει. Συμβαίνει πολύ συχνά, από τα τραγούδια του δίσκου τουλάχιστον το ένα τρίτο γράφτηκε με αυτό τον τρόπο, όπως το Ρε και το Μι απ’ την Ηρεμία.“
Κάποτε Nefeli Walking Undercover πλέον Nefeli the Songwriter; “Όχι, ακόμα under cover είμαι, απλώς πλέον σημαίνει και άλλα πράγματα, όχι μόνο ότι κάνω διασκευές. Με βολεύει γιατί μπορεί να είμαι η Νεφέλη Λιούτα που σπουδάζει στη Νομική όμως ταυτόχρονα γράφω τραγούδια κυκλοφορώντας υπό κάλυψη. Εν τω μεταξύ τα κάνω όλα μαζί: και ξενόγλωσσα γκρουπ και ελληνικά τραγούδια, απλώς για τα δικά μου τραγούδια διαλέγω την ελληνική γλώσσα αφενός γιατί δεν έχω ούτε λεξιλόγιο, ούτε προφορά στα αγγλικά, αφετέρου τα βιώματά μου είναι συνδεδεμένα με καθαρά ελληνικές κουβέντες και ιστορίες. Ίσως βέβαια ξεκίνησε και από την ανάγκη την ώρα του λάιβ να μπορεί να με κατανοήσει ο κόσμος που έχω καλέσει, ο μπαμπάς μου ας πούμε. Πώς θα μπορέσει να νιώσει τη σχετική συγκίνηση με ξένο στίχο; Εξάλλου μπαμπάς και μαμά είναι οι πρώτοι ακροατές.”
Φέρνοντας στο νου μου ξανά τα τραγούδια της από τα Μολύβια Κομάντος μέχρι το Spedale και μάλιστα όντας μέσα στο χώρο που γράφτηκαν, σκέφτομαι (καταχρηστικά) πώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το ύφος των τραγουδιών της σε δύο λέξεις. Κι ενώ ετοιμάζομαι να βαφτίσω τον δίσκο της “γήινο” και “χειροποίητο”, εκείνη απαντά με μια δυσανάλογα ξαφνιασμένη αθωότητα για τα δεδομένα της ερώτησης “Δεν το έχω σκεφτεί. Μάλλον πρόκειται για πειραματική φολκ. Είναι λίγο εγωιστικά φτιαγμένος ο δίσκος, στην αρχή τον έφτιαξα σε αυτό το δωμάτιο. Αφιέρωνα περίπου μια μέρα για να γραφτεί κάθε κομμάτι, συνήθως από τις έντεκα το πρωί μέχρι τις τρεις το μεσημέρι. Σιγά- σιγά, αναλόγως τα αντικείμενα που είχα μέσα στο δωμάτιό μου, πρόσθετα ήχους, κυρίως κρουστά γιατί δεν έχω ντραμς. Έτσι το Ρε και το Μι απ’ την ηρεμία γράφτηκε χτυπώντας την ντουλάπα και το πάτωμα. Εκείνη εκεί την τσαγιέρα την έχω χρησιμοποιήσει σε ένα ακυκλοφόρητο κομμάτι χτυπώντας τη με ένα μεταλλικό μαχαίρι. Σταδιακά γράφτηκαν κάπου δέκα κομμάτια τα οποία διατηρώντας τις ενορχηστρώσεις μου πήγα και τα έγγραψα στο στούντιο του Ottomo και αποτέλεσαν το υλικό για τον δίσκο. Αυτά συνέβησαν το καλοκαίρι του 2010. Έπειτα έφτιαξα το εξώφυλλο για το οποίο χρησιμοποίησα σακούλες από τον μανάβη για να έχει αυτό το ωραίο καφέ χρώμα, χαρτί εφημερίδας, ξύσματα από μολύβι και κλωστή. Τέλος τον ανέβασα ολόκληρο στο Bandcamp. Η αλήθεια είναι ότι έκανα μια πολύ μικρή έρευνα σχετικά με τις εταιρίες, θα μπορούσα να έχω υπάρξει λίγο πιο πιστή στο ζήτημα αυτό, όμως με έπιασε ο εγωισμός και σταμάτησα. Στο Bandcamp πωλείται η ψηφιακή έκδοση του δίσκου προς 3 ευρώ η ελάχιστη τιμή. Έχουν βρεθεί και άνθρωποι που έχουν δώσει και παραπάνω. Το μεγαλύτερο ποσό που έχει δοθεί για τον δίσκο μου είναι τα 25 ευρώ και... δεν ήταν ο μπαμπάς μου ούτε κάποιος συγγενής.”
Για να λέμε την πάσα αλήθεια, δεν γνωρίζω πολλούς που προτιμούν να πληρώσουν οποιοδήποτε αντίτιμο για μουσική, από το να την κατεβάσουν ή να την ακούσουν online όταν τους δίνεται η ευκαιρία. Οι ρομαντικοί της παραδοσιακής μεθόδου φέρουν μια γοητεία στις πράξεις τους, αλλά είναι ελάχιστοι. Ωστόσο ποιο μπορεί να είναι το κίνητρο να κατεβάσει κάποιος τον δίσκο πληρώνοντας τα απαραίτητα 3 ευρώ την ώρα που έχει δωρεάν πρόσβαση και μάλιστα με τις ευλογίες της δημιουργού; “Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κανένας λόγος να το κατεβάσει αν μπορεί να το ακούσει online. Ιδανικά θα ήθελα να του το έδινα εγώ, χέρι με χέρι και να το έχει με το εξώφυλλο. Όμως δεν έχω βρει ακόμα τον τρόπο να μπορεί να γίνει αυτό νόμιμα, με αποδείξεις κλπ. Αν βρισκόμουν εγώ στη θέση του ακροατή και μου άρεσε η δουλειά, θα το αγόραζα συμβολικά για να δείξω ότι αναγνωρίζω αυτό που έχει κάνει. Ο δίσκος κατά τα άλλα δεν κυκλοφορεί στα δισκοπωλεία. Γενικά είμαι και δεν είμαι υπέρ της ελεύθερης κυκλοφορίας της μουσικής. Από τη μία δίνει κανείς περισσότερη προσοχή σε πράγματα που αγοράζει, από την άλλη αν δεν έχεις την οικονομική δυνατότητα είναι όμορφο να μπορείς να βρεις τη μουσική δωρεάν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση νομίζω ότι το συμβολικό ποσό των 3 ευρώ είναι κάτι που μπορείς να το δώσεις παίρνοντάς το από το κομπόδεμά σου.”
Η συζήτηση από το κομπόδεμα περνάει στα πρακτικά και από τα πρακτικά στην επικαιρότητα. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να μην γίνει αναφορά; Στον τοίχο της υπάρχει γραμμένη η φράση “κάθε άνοιξη φυτρώνουν venceremos”. “Είναι στίχος του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Venceremos σημαίνει “θα νικήσουμε” και χρησιμοποιείται όπως νομίζει ο καθένας. Μάλλον χρειαζόμαστε περισσότερες ανοίξεις ακόμα και στους χειμώνες για να υπάρχει συχνότερα το Venceremos στη ζωή μας.”
Είναι λοιπόν από εκείνους που θα ψηφίσουν αυτή την Κυριακή. “Φυσικά. Όλα γίνονται σε πολύ σύντομο χρόνο, οι προηγούμενες εκλογές, οι επόμενες που είναι μεθαύριο και είμαστε όλοι βουτηγμένοι στις καταστάσεις και μάλιστα γεμάτοι αμφιβολίες: τι να ψηφίσουμε, θα κάνουμε καλά που θα ψηφίσουμε αυτό που αποφασίσαμε; Νομίζω ότι τώρα που οι εποχές είναι πιο δύσκολες και πιο μπερδεμένες, αν έχεις μια ιδεολογία στην οποία πιστεύεις, στήριξέ την. Πάντως σωτηρία υπάρχει, αλλιώς όλες τις άλλες φορές που χρειάστηκε, θα είχαμε τερματίσει τον κόσμο με ένα κουμπί.”
Έχοντας ακούσει τον δίσκο και διαβάσει το σχετικό σημείωμα που λέει “Στη μνήμη αυτών που έφυγαν και στο εδώ αυτών που μένουν”, θα έλεγα να κλείσουμε με μια ευχή για τα παιδιά και τις γιαγιάδες. «Παράξενο που το λες, είναι οι αγαπημένες μου κατηγορίες ανθρώπων. Να είναι κοντά μας γιατί είναι οι πιο αθώες ηλικίες. Χρειαζόμαστε την παιδικότητα και τις ιστορίες και των δύο».
--->Επισκεφθείτε την στο http://www.myspace.com/nefeliathens
--->Τον δίσκο “Μολύβια Κομάντος” ακούστε και κατεβάστε εδώ: http://nefeliwalkingundercover.bandcamp.com/
*Πρώτη δημοσίευση Metropolis
τεύχος #990