Σ.Σ: Η συνέντευξη που ακολουθεί έγινε αρχικά για λογαριασμό του περιοδικού Δίφωνο, αλλά δεν κατάφερε να δημοσιευτεί για πολύ συγκεκριμένους και πολύ θεμιτούς λόγους που φυσικά δεν έχουν καμία σχέση με κακές προθέσεις, εμπάθειες και άλλα ευφάνταστα. Οι λόγοι ήταν κυρίως πρακτικοί και με βρήκαν σύμφωνο. Τη δημοσιεύω εδώ (σε παγκόσμια πρώτη που λένε), μιας και θεωρώ ότι δεν υπάρχει λόγος να δεσμευτεί άλλο. Η κουβέντα μας έγινε στο καφέ Άλεγκτον στον Κεραμεικό τον Δεκέμβριο του 2009 με αφορμή τη ζωντανή ηχογράφηση που έκαναν οι δύο παρέα με τη Σωτηρία Λεονάρδου η οποία κυκλοφόρησε με τον τίτλο Sing City.
Ο Βασίλης Γισδάκης και ο Στέλιος Μποτωνάκης είναι από τις περιπτώσεις των καλλιτεχνών που δεν ευτύχησαν τίποτα λιγότερο στην μέχρι τώρα πορεία τους από την ίδια την καλλιτεχνία. Ο πρώτος, ένας μελωδικός ερμηνευτής που ξεκίνησε την πορεία του πλάι στον Μάνο Χατζιδάκι και συνεχίζει ακάθεκτος με το ήθος και τη συνέπεια που διδάχτηκε. Ο δεύτερος, ένας εσωστρεφής και σκοτεινός τραγουδοποιός που φτιάχνει τραγούδια με ήχο τραχύ, για να τα ερμηνεύσει δυναμικά με τη μπάσα, χαρακτηριστική φωνή του. Οι δυο τους ένωσαν τις δυνάμεις τους με την Σωτηρία Λεονάρδου, στο Κύτταρο της οδού Ηπείρου, για να μας παρουσιάσουν το Sing City, έναν δίσκο περίτεχνα φτιαγμένο από τα υλικά μιας πόλης που δεν γαλήνεψε ποτέ.
Από τη μια ο Βασίλης Γισδάκης, ένας λυρικός και μελωδικός τραγουδιστής, από την άλλη ο Στέλιος Μποτωνάκης, ένας εσωστρεφής και σκοτεινός τραγουδοποιός. Δεν σας φόβισε λίγο η ιδέα να βρεθείτε στην ίδια σκηνή;
Β.Γ: Όλα ξεκίνησαν από έναν φίλο, ο οποίος μου πρότεινε να ακούσω τις μουσικές του Στέλιου από την δεύτερη δισκογραφική δουλειά του, τα Πρόσωπα. Μου άρεσε πάρα πολύ κι έτσι επιδίωξα να γνωριστώ μαζί του. Πιστέψαμε ότι αν ενωθούν οι δύο φωνές που φαινομενικά έχουν μεγάλη απόσταση, θα βγει κάτι πολύ ενδιαφέρον.
Σ.Μ: Τη φωνή του Βασίλη εγώ την άκουσα κατευθείαν ζωντανά, χωρίς να μεσολαβήσει δίσκος. Ήρθε στο σπίτι μου και τραγουδήσαμε. Ποτέ δεν φοβηθήκαμε την απόσταση που λες, γιατί όταν γνωριστήκαμε είδαμε ότι η διαφορετικότητά μας μάς έφερνε από μόνη της πολύ κοντά. Αν ακούσεις τον δίσκο, θα καταλάβεις ότι ο Βασίλης ροκάρει πολύ περισσότερο από εμένα, πράγμα που δεν το περίμενα να σου πω την αλήθεια. Να όμως που συνέβη και το αποτέλεσμα είναι καταπληκτικό. Δείχνει θα έλεγα πως είχε κι άλλες ερμηνευτικές δυνατότητες από αυτές που ξέραμε.
Β.Γ: Η πρώτη συνεργασία μας ήταν σε ένα αφιέρωμα στον Μάνο Λοΐζο, που τραγουδήσαμε παρέα με την Μαρία Λούκα. Μετά από αυτό θελήσαμε να έρθουμε πιο κοντά καλλιτεχνικά κι αυτό είναι κάτι που αποτυπώνεται στο Sing City. Φυσικά καθοριστικό και πρωταγωνιστικό ρόλο στον δίσκο παίζει η Σωτηρία Λεονάρδου, μία από τις σημαντικότερες ερμηνεύτριες και προσωπικότητες που έχουμε στην Ελλάδα.
Πώς γνωριστήκατε μαζί της;
Β.Γ: Μετά από τη συνεργασία για τον Μάνο Λοΐζο, βρεθήκαμε σε ένα αφιέρωμα στην μελοποιημένη ποίηση. Εκεί γνωρίσαμε τη Σωτηρία. Καταλάβαμε ότι ταιριάζουνε τα χνώτα μας και ότι πέρα από μεγάλη ερμηνεύτρια είναι και υπέροχος άνθρωπος· ΑΝΘΡΩΠΟΣ με κεφαλαία.
Σ.Μ: Για να εξηγούμαστε, η Σωτηρία δεν στάθηκε καταλύτης για τη συνεργασία με τον Βασίλη.
Β.Γ: Η Σωτηρία πρόσφερε απλόχερα την παρουσία της στο πρόγραμμα και ήταν συγκλονιστική. Είπαμε, είναι μεγάλη προσωπικότητα, την αγαπάμε και την σεβόμαστε πολύ.
Σ.Μ: Θα έλεγα ότι σε κάποια πράγματα τη θεωρούμε και δασκάλα μας.
Η πόλη είναι τόσο σκοτεινή όσο παρουσιάζεται στον δίσκο σας;
Σ.Μ: Η πόλη έχει πάρα πολλές οπτικές γωνίες. Εξαρτάται από πού θα την κοιτάξεις.
Β.Γ: Πιστεύω ότι είναι ένας δίσκος ο οποίος καταρχήν αντιπροσωπεύει την πόλη. Έχει όλον τον δυναμισμό της, όλες τις εντάσεις της, όλη τη δράση και την αντίδρασή της. Στην επαρχία για παράδειγμα, τα πράγματα είναι πιο αγνά από όλες τις απόψεις.
Σ.Μ: Και πιο χαλαρά…
Β.Γ: Αρκετά πιο χαλαρά θα έλεγα.
Σ.Μ: Πιο βαρετά;
Β.Γ: Εξαρτάται…
Σ.Μ: Τώρα με το διαδίκτυο οι αποστάσεις μικραίνουν.
Β.Γ: Έχει να κάνει και με τι άνθρωπος είσαι. Εγώ για παράδειγμα είμαι ένας άνθρωπος της φύσης που όμως αγαπάει τη δουλειά που κάνει. Η δουλειά μου όμως επιτάσσει να βρίσκομαι στην Αθήνα. Αυτό το πράγμα δημιουργεί μια μεγάλη σύγκρουση μέσα μου και πρέπει να έχω έναν τρόπο να ισορροπώ.
Μέσα από το τραγούδι υποθέτω.
Β.Γ: Μέσα από την γενικότερη τοποθέτησή μου απέναντι στα πράγματα. Και μέσα από το τραγούδι, ως κομμάτι της ζωής μου.
Σ.Μ: Σχετικά με τη ζωή στην Αθήνα, είναι γεγονός ότι μπορείς να βρεις πολύ ωραία πράγματα να κάνεις, όμως χρειάζεσαι πολύ χρόνο για να τα πραγματοποιήσεις. Και χρόνος δεν υπάρχει, κακά τα ψέματα. Όταν θες να πας στη θάλασσα για ένα μπάνιο το καλοκαίρι και χρειάζεσαι, ούτε λίγο ούτε πολύ οχτώ ώρες, δεν είναι ό,τι πιο εύκολο. Είναι τέτοιος ο τρόπος ζωής και τόσοι πολλοί οι άνθρωποι που ζούνε γύρω μας που όπως καταλαβαίνεις υπάρχει πρόβλημα.
Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε το Sing City ένα εναλλακτικό soundtrack για την πόλη που ζούμε;
Σ.Μ: Μερικά πράγματα γίνονται ερήμην μας λόγω συνθηκών. Αν συμβαίνει αυτό που λες, τότε έχουμε πετύχει και κάτι παραπάνω.
Β.Γ: Εγώ θεωρώ ότι ο δίσκος όντως θα μπορούσε να έχει μια τέτοια λειτουργία. Είναι κάτι εναλλακτικό σε κάθε περίπτωση. Όμως θέλω να τονίσω ότι δεν στοχεύουμε σε καμία αποκλειστικότητα. Κάποιος μπορεί να θέλει περπατώντας ή οδηγώντας να ακούσει ποπ, δεν είναι κακό. Εξαρτάται από τον ακροατή.
Σύμφωνοι.
Β.Γ: Θέλω να προσθέσω ότι είναι από τα λίγα άλμπουμ το οποίο ακούω με ευχαρίστηση από την αρχή μέχρι το τέλος. Μιλάω και από την πλευρά του καλλιτέχνη ως ακροατής. Ξέρεις, όταν ακούμε οι ίδιοι τα τραγούδια που έχουμε ηχογραφήσει ή τις δουλειές που έχουμε κάνει, συνήθως μας πιάνει μια καχυποψία. Ένα αίσθημα ότι αυτό που κάναμε δεν είναι καθόλου καλό και μας κυριεύει μια τάση να θέλουμε να το διορθώσουμε. Εδώ δεν μου συμβαίνει αυτό.
Σ.Μ: Συμφωνώ. Αυτό που συνέβη πάνω στη σκηνή ήταν μια παρέα όπου όλοι γουστάραμε πολύ αυτό που κάναμε. Αυτή η αίσθηση που είχαμε, του συγκροτήματος συνέβαλε καθοριστικά. Καθένας έβαλε ένα κομμάτι από τον εαυτό του.
Β.Γ: Τώρα που το σκέφτομαι, το Sing City είναι η απόλυτη έκφραση των ιδεών μας και της προσωπικότητάς μας. Προσωπικά τουλάχιστον με εκφράζει απόλυτα.
Για εσάς τι είναι τελικά αυτή η πόλη;
Β.Γ: Οι μοναδικές ημέρες που έχω αγαπήσει πραγματικά την Αθήνα είναι οι ημέρες που βρέχει. Τότε και μόνο τότε γίνεται μια καθαρή πόλη, από όλες τις απόψεις. Νιώθω ότι έρχεται η βροχή και καθαρίζει τις βρωμιές μας, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Σ.Μ: Είναι παράλληλα ευκαιρία πολλών πραγμάτων και αποξένωση. Πρέπει να βρεις σε ποιες καταστάσεις θα μπεις και ποιές θα παρακάμψεις. Πρέπει να βρεις τα σημεία τομής όλων αυτών που θέλεις να πετύχεις.
Β.Γ: Είναι ένα μέρος που όσα όνειρα δημιουργεί, άλλα τόσα καταργεί.
Παρατήρησα ότι ο δίσκος δεν περιέχει ντουέτα. Μόνο το πρώτο τραγούδι ερμηνεύετε και οι τρεις μαζί και το Ζεϊμπέκικο Μπλουζ που ο Στέλιος το λέει παρέα με τη Σωτηρία Λεονάρδου.
Σ.Μ: Το πρόγραμμα ήταν άλλο τόσο στην πραγματικότητα αλλά όπως καταλαβαίνεις δεν μπορούσαν να χωρέσουν όλα μέσα σε έναν δίσκο, παρόλο που ήταν διπλός. Ακούστηκαν πολλά τραγούδια ακόμα, αρκετά από αυτά ερμηνευμένα σε ντουέτα, αλλά δεν συμπεριλήφθηκαν τόσο λόγω χώρου, όσο και λόγω αισθητικής αυτού που θέλαμε να πετύχουμε.
Με τα τραγούδια σας απευθύνεστε σε ένα συγκεκριμένο κοινό ή υιοθετείτε το δόγμα «όσοι πιστοί προσέλθετε»;
Σ.Μ: Μου φαίνεται ανόητο να επιλέγει κανείς το κοινό του. Εγώ γράφω κάποια τραγούδια, ομολογουμένως κάπως σκληρά, αλλά δεν μπορώ να πω ότι αποκλείω κάποιους ανθρώπους ή ομάδες ανθρώπων. Απευθυνόμαστε στην ψυχή όλων, λέγοντάς τους πως η μουσική μας ενώνει. Όλοι από τα ίδια συστατικά αποτελούμαστε, όπως και τα ακόρντα που χρησιμοποιούμε βγαίνουν από τις ίδιες ν.
Β.Γ: Εγώ κάθε φορά που τραγουδάω έχω σαν σκέψη έναν ακροατή που θα κατανοήσει το μήνυμα και θα μου επιστρέψει κάτι δικό του, ίσως έναν προβληματισμό. Θέλω να γίνεται κάτι σαν διάλογος.
Βασίλη στο myspace σου είδα μια φωτογραφία από το χωριό σου στην Κέρκυρα η οποία είχε ως λεζάντα «Αυτό είναι το λιμάνι μου». Ποια η σχέση σου με τη γενέθλια γη;
Β.Γ: Σίγουρα αυτός είναι ένας τόπος που σίγουρα θέλω να επιστρέψω. Εκεί είναι οι μνήμες μου και οι γονείς μου. Από κει και πέρα όταν πηγαίνω εκεί για πολύ καιρό, αρχίζουν και μου λείπουν τα πράγματα που κάνω στην Αθήνα καθώς και οι άνθρωποι.
Εσύ Στέλιο κατάγεσαι από την Κρήτη…
Σ.Μ: Εγώ γεννήθηκα στην Αθήνα αλλά όλα μου τα καλοκαίρια τα πέρασα στην Κρήτη. Έχω κρατήσει στη μνήμη μου τις καταστάσεις αυτές του παρελθόντος, παρόλο που τίποτα δεν είναι όπως παλιά· οι εποχές και οι άνθρωποι έχουν αλλάξει. Μέσα μου όμως πάντα θα υπάρχει το 1982 για να καταφεύγω. Η σκέψη μου πάντα επιστρέφει εκεί.
Στον Θεό πιστεύετε;
Β.Γ: Τον θεό τον ερμηνεύει κανείς όπως θέλει. Εγώ δεν πιστεύω ότι υπάρχει θεός γιατί δεν πιστεύω ότι υπάρχει ο θάνατος με την παραδοσιακή έννοια. Δεν υπάρχει τίποτα πάνω στη γη που πεθαίνει και χάνεται. Απλά όλα αλλάζουν μορφή. Το μόνο που με φοβίζει με το θέμα του θανάτου είναι ότι θα χάσω όλα αυτά που βλέπω τώρα.
Σ.Μ: Έχει να κάνει κάπως με τη στιγμή που εξετάζουμε το θέμα. Μπορεί όταν συμβεί κάτι κακό και με πάρει από κάτω, να πω μέσα στην δυστυχία μου ότι δεν υπάρχει θεός. Μετά από καιρό μπορεί όλα να είναι καλά στη ζωή μου, να συμβεί ένα ωραίο γεγονός και να πω ότι τελικά υπάρχει. Προσωπικά πιστεύω ότι υπάρχει μια ανώτερη δύναμη, όχι όμως με τη μορφή της θείας δίκης αλλά με την ουσία της νομοτέλειας του σύμπαντος.
Βασίλη σε ενοχλεί που όταν αναφέρονται στο όνομα σου, σε συστήνουν πάντα ως τον τελευταίο ερμηνευτή του Μάνου Χατζιδάκι;
Β.Γ: Τώρα πια όχι. Αυτό με ενοχλούσε όταν με περιόριζε, όταν μου στένευε τους ορίζοντες.
Τι μεσολάβησε;
Β.Γ: Ειλικρινά, το Sing City. Ο τρόπος που ερμηνεύω εδώ δεν έχει καμία σχέση με την Χατζιδακική ερμηνεία.
Σ.Μ: Χαίρομαι πολύ με αυτό που λέει ο Βασίλης. Δυστυχώς στην Ελλάδα είναι πολύ εύκολο να σου κολλήσουν μια ταμπέλα την οποία θα κουβαλάς για χρόνια και θέλει πολλή δουλειά και πείσμα για να το αποβάλεις.
Β.Γ: Το να σου κολλήσουν μια ταμπέλα είναι υπόθεση μισή δική σου και μισή των άλλων, δεν έρχεται μόνη της. Βέβαια, τον Χατζιδάκι τον κουβαλάω συνειδητά μέσα μου και πάντα θα τον κουβαλάω ως καταβολή. Έζησα δίπλα σε έναν σοφό και διδάχτηκα από αυτόν. Εδώ έβγαλα και την άλλη μου όψη, την πιο ροκ. Εξάλλου μεγάλωσα με Pink Floyd, Beatles, Doors και AC/DC.
Στέλιο οι δικές σου καταβολές;
Σ.Μ: Μεγάλωσα με κρητικά τραγούδια. Όταν ήμουν επτά χρονών όμως πήγα και αγόρασα έναν δίσκο του Elvis Prisley, τον έβαλα στο πικ- απ και άρχισα να χορεύω. Όταν γύρισε ο πατέρας μου από τη δουλειά και με είδε τρελάθηκε. Καταλαβαίνεις λοιπόν ότι οι καταβολές μου συνεχίστηκαν έτσι, ανάμεσα στην κρητική παράδοση και το ροκ.
Συμπληρώθηκε ήδη ένας χρόνος από τον θάνατο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Πιστεύετε ότι θα μπορέσουμε να το διατηρήσουμε στη μνήμη ή θα ξεχαστεί και αυτό μαζί με τόσα άλλα;
Σ.Μ: Το θέμα δεν θα ξεχαστεί, απλά θα αλλάξει χέρια και θα μεταλλαχτεί όπως συμβαίνει συνήθως. Πιστεύω ότι θα χρησιμοποιηθεί από ανθρώπους που θέλουν να εξυπηρετήσουν δικούς τους σκοπούς.
Β.Γ: Συμφωνώ απόλυτα. Το ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι γιατί ξεχνάμε ως Έλληνες. Όταν συμβαίνουν τέτοια πράγματα και βρίσκονται πολιτικοί- τους οποίους, σημειωτέον, εμείς έχουμε επιλέξει- που μας δολώνουν με τον τρόπο τους, φυσικά και ξεχνάμε. Είναι τέτοιο το συναισθηματικό και το πνευματικό μας επίπεδο που καταλήγουμε πάντα στο ίδιο σημείο. Το συγκεκριμένο ήταν ένα πολύ ισχυρό γεγονός: αφαιρέθηκε η ζωή ενός παιδιού και τίποτα δεν έχει μεγαλύτερη αξία. Όλα τα άλλα μπορούν να φτιαχτούν ξανά. Εκεί νομίζω ότι φταίμε όλοι και όλοι χρειαζόμαστε δουλειά.
Σ.Μ: Πάνω στον θάνατο ενός παιδιού και στη δυστυχία της οικογένειάς του, πατάνε διάφορα συμφέροντα και αυτό δεν είναι μόνο άδικο, είναι και εγκληματικό.
Κλείνοντας θα ήθελα να μου πει ο καθένας σας μια συνώνυμη έννοια για το «δίκαιο».
Β.Γ: Αυτογνωσία.
Σ.Μ: Ο χρόνος φέρνει τη μεγαλύτερη δικαιοσύνη.