Ο Νίκος Πορτοκάλογλου είναι από τους τραγουδοποιούς που κατάφεραν χωρίς επιτηδεύσεις και δύσκολες μουσικές και στιχουργικές διαδρομές, να φτιάξουν τραγούδια που έμειναν βαθιά στην ψυχή των Ελλήνων. Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς; Ο ίδιος δηλώνει μινιμαλιστής, «αυτοδίδακτος που διδάχτηκε από αυτοδίδακτους» και αποκηρύσσει τον λαϊκισμό σε όλα τα επίπεδα κρατώντας την απλότητα και την ουσία. Το βιβλίο του με τίτλο «Λόγια και ακόρντα» από τις εκδόσεις Ιανός έρχεται να λύσει τα χέρια των μερακλήδων της μουσικής προσφέροντας όλα τα τραγούδια που έχει γράψει, με τους στίχους και τις συγχορδίες σε απλή και κατανοητή μορφή.
Έχω την αίσθηση ότι αγαπάτε το ίδιο την απλότητα ως έννοια και τη δημιουργία ως διαδικασία.
Η απλότητα σε συνδυασμό με την ουσία και με ένα βαθύτερο περιεχόμενο, ήταν πάντα το ιδανικό μου όσον αφορά το στίχο και τη μουσική. Από μικρός υπήρξα μινιμαλιστής χωρίς να το ξέρω. Γι’ αυτό και οι μουσικές που με συγκίνησαν και μου δημιούργησαν την επιθυμία να γίνω μουσικός και να γράψω τραγούδια, ήταν μουσικές που είχαν αυτά τα στοιχεία: απλότητα, αμεσότητα, δύναμη, πάθος. Είναι στοιχεία που τα έβρισκα σε πάρα πολλές μουσικές, από τα δικά μας λαϊκά και παραδοσιακά μέχρι τα μπλους, τη ροκ και την κάντρι. Η δισκοθήκη μου πάντα ήταν ένα πολύχρωμο χαρμάνι.
Έχετε αναμνήσεις από τις πρώτες σας δημιουργίες; Πώς ξεκινήσατε να γράφετε;
Προσπαθώντας να πιάσω την ιστορία από την αρχή για να γράψω τον πρόλογο του βιβλίου, θυμήθηκα που όταν ήμουν στην έκτη δημοτικού και είχα ακούσει από τους γονείς μου ότι υπήρχε μια παλιά κιθάρα του πατέρα που την είχε αφήσει στο Βόλο, όπου και είχε μεγαλώσει. Κάθε φορά που πήγαινε ο πατέρας μου για δουλειές στο Βόλο, τον παρακαλούσα να φέρει την κιθάρα. Εκείνος είτε επειδή την ξεχνούσε, είτε επειδή εκτιμούσε ότι η κιθάρα θα έφερνε μπελάδες στο σπίτι, δεν την κατέβαζε στην Αθήνα. Μέχρι που του έγινα στενός κορσές και κάποια στιγμή απήυδησε και την έφερε. Ήμουν στην πρώτη γυμνασίου. Μετά από μια περίοδο που προσπαθούσα να μάθω εντελώς στα τυφλά, η μητέρα μου έφερε μια μέθοδο πρακτικής εκμάθησης της κιθάρας, ένα βιβλίο του Τάκη Μωράκη που είχε τα εικονίδια με τις συγχορδίες. Αυτή ήταν η αρχή. Ταυτόχρονα ο αδερφός μου ως μεγαλύτερος έφερνε μαγικούς δίσκους στο σπίτι, όπως το White Album των Beatles, το Nashville Skyline του Dylan ή το Περιβόλι του Τρελού του Σαββόπουλου και πολλούς άλλους συν τους δίσκους των γονιών που ήταν Χατζιδάκις, Θεοδωράκης και λαϊκά. Το ωδείο μου ουσιαστικά ήταν το πικάπ, όπου έλιωνα τους δίσκους προσπαθώντας να παίξω κάτι που να θυμίζει έστω και λίγο αυτό που άκουγα. Από τα πρώτα εκείνα χρόνια που άρχισα να παίζω, άρχισα παράλληλα και να γράφω που και αυτό ήταν σαν μια άλλη τάξη του ωδείου: έκανα ασκήσεις ύφους προσπαθώντας να μιμηθώ αυτούς που άκουγα, με αγγλικούς στίχους πολλές φορές. Θυμάμαι ωστόσο ότι το πρώτο τραγούδι που αισθάνθηκα πραγματικά δικό μου ήταν ο Άσωτος Υιός και μιλούσε ακριβώς γι’ αυτό που με έκαιγε τότε, το τέλος της προστασίας από το σπίτι και το πρόβλημα της επιβίωσης. Μόλις αρχίζουν τα προβλήματα αρχίζουν και τα τραγούδια. Λίγα χρόνια αργότερα σχηματίστηκαν και οι Φατμέ.
Πόσο απαραίτητες είναι οι μουσικές σπουδές για κάποιον που θέλει να γράψει καλά τραγούδια;
Ελάχιστα έως καθόλου. Εκείνο που λέω και στην αρχή του βιβλίου είναι ότι σκεπτόμενος τους τραγουδοποιούς που θεωρούσα δασκάλους μου, κατάλαβα ότι είμαι ένας αυτοδίδακτος που διδάχτηκε κυρίως από αυτοδίδακτους. Οι τραγουδοποιοί είμαστε μια ιδιαίτερη ράτσα, δεν είμαστε ούτε συνθέτες, ούτε ποιητές, ούτε σολίστες, ούτε τραγουδιστές. Συνήθως έχουμε λίγο απ’ όλα, άλλο περισσότερο άλλο λίγο λιγότερο και με κάποιον τρόπο τα φέρνουμε όλα σε μια ισορροπία. Ο χρόνος και η δουλειά είναι εκείνα που σμιλεύουν όλο αυτό το πράγμα. Η δουλειά κυρίως είναι πολύ σημαντική. Όλοι μιλάνε για ταλέντο, για χάρη, για έμπνευση, για δικαιώματα και επιδόματα, αλλά κανείς δεν δίνει βάρος στη δουλειά.
Μάλλον τη θεωρούμε μέχρι ενός σημείου δεδομένη.
Τα αυτονόητα είναι τελικά αυτά που μας λείπουν στην Ελλάδα.
Στο ίντερνετ υπάρχουν σελίδες που προσφέρουν πολλά τραγούδια σας με τη μορφή και τη λογική που προσφέρονται στο παρόν βιβλίο. Τον τρόπο δηλαδή να τα παίξεις στην κιθάρα χωρίς να απαιτούνται ιδιαίτερες γνώσεις.
Όταν μιλούσα με τον εκδότη, με ρώτησε «τι ιδιαίτερο θα έχει αυτό το βιβλίο που δεν θα μπορεί να το βρει κανείς στο ίντερνετ;». Καταρχήν έχει όλο το υλικό και μάλιστα ταξινομημένο. Επίσης το υλικό είναι δουλεμένο από εμένα τον ίδιο που τα έγραψε∙ ένα- ένα τα τραγούδια από την αρχή. Κατέγραψα ακριβώς τον τρόπο που τα έπαιζα στην κιθάρα από παλιά, ξανακούγοντας τους δίσκους. Καταλαβαίνεις ότι πολλά από τα τραγούδια είχαν ξεχαστεί. Το βιβλίο είναι μια δουλειά χειροποίητη, την έκανα μόνος μου με πολύ μεράκι και θεωρώ ότι πιο εύχρηστο για τους μουσικούς μιας και δεν έχει παρτιτούρα. Έχει τους στίχους και τα ακόρντα. Εκείνο που χρειάζεται είναι να ξέρει κανείς το τραγούδι, να το έχει ακούσει δηλαδή.
Πριν χρόνια είχε γίνει μια φασαρία στους κόλπους του διαδικτύου, όπου ένα σάιτ στη λογική του βιβλίου, υποχρεώθηκε να αφαιρέσει τους στίχους από τα τραγούδια μετά από απαίτηση των καλλιτεχνών και σχετικές μηνύσεις.
Αυτό δεν με ενοχλεί. Η διάθεση του στίχου στο ίντερνετ και ενός τρόπου πρακτικού για να παίξει κανείς στο σπίτι του τα τραγούδια δεν είναι κλοπή. Εξάλλου στο σάιτ μου μπορεί κανείς να βρει όλους τους στίχους μου. Εκείνο με το οποίο θυμώνω είναι η την κλοπή των πνευματικών δικαιωμάτων μέσω download, όπως θα θύμωνε κάθε ένας που του κλέβουν το μόχθο του. Αυτό είναι το «προϊόν» μας, το ηχογραφημένο τραγούδι. Το μόνο πράγμα στο οποίο δικαιολογείται η κλοπή του στην Ελλάδα είναι η μουσική. Ειδικά έτσι όπως έχει καταντήσει η δισκογραφία, πώς κάποιος που ζει από αυτό θα ηχογραφήσει τον επόμενο δίσκο; Πού θα βρει τα χρήματα, πώς θα βγουν τα έξοδα της παραγωγής αν κανείς δεν αγοράζει; Εγώ επιμένω να αγοράζω cd και γενικά ανήκω στο κίνημα «Πληρώνω», ακόμα και στα διόδια, με την ίδια λογική που πληρώνω τους φόρους μου κάθε χρόνο. Παρόλο που δεν παίρνω τίποτα πίσω από αυτά που δίνω, θεωρώ ότι το παιχνίδι έχει κανόνες. Θα με ενδιέφερε μια σοβαρή συζήτηση για το αν πρέπει να πληρώνουμε ή όχι, αφού όμως πληρώσουμε. Το μεγάλο μας πρόβλημα είναι ότι έχουμε ταυτίσει στο μυαλό μας την έννοια τού νόμου με την έννοια της Χούντας. Το παιχνίδι της δημοκρατίας έχει κανόνες και καλούμαστε να παίξουμε με αυτούς. Το να μην υπολογίζω τους κανόνες είναι αναρχία και δεν με βρίσκει σύμφωνο. Ένα παιχνίδι χωρίς κανόνες δεν είναι ελευθερία, είναι μια ανοησία και δεν έχει κανένα νόημα. Ξέρω ότι είναι πολύ πιο γοητευτικό ένας καλλιτέχνης να πετάει επαναστατικά τσιτάτα που ανεβάζουν το επαναστατικό προφίλ, αλλά αυτή είναι η άποψή μου. Ο λαϊκισμός είναι κάτι που απεχθάνομαι.
Στο σημείωμα του βιβλίου αναφέρετε ότι αυτό που διδαχτήκατε από τους στιχουργούς και τους ποιητές είναι η αφαίρεση. Αναρωτιέμαι ποιοι να είναι οι αγαπημένοι σας τεχνίτες του λόγου.
Αγαπημένοι μου κλασικοί ποιητές πάντα ήταν ο Καβάφης και ο Σολομός και από τους σύγχρονους ο Γκανάς και ο Καψάλης. Από στιχουργούς θαυμάζω πολύ τον Δεληβοριά, τον Αγγελάκα, τον Παυλίδη και τον Περίδη.
Και οι 3 στιχουργοί είναι από τη ράτσα των τραγουδοποιών…
Ίσως να είμαι προκατειλημμένος αλλά δεν το κάνω από συναδελφική αλληλεγγύη. Εκεί πάντα πήγαινε η καρδιά μου από μόνη της, στους τραγουδοποιούς. Εξάλλου πρέπει να παραδεχτούμε ότι τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει εκλείψει το είδος του συνθέτη και του στιχουργού ως ομάδα δημιουργίας.
Στις πρόσφατες παραστάσεις σας στον Ιανό της οδού Σταδίου σας είδαμε σε ένα διαφορετικό κλίμα και σας ακούσαμε να διασκευάζετε αντίστροφα τα τραγούδια σας: από ηλεκτρικά σε ακουστικά.
Μου αρέσει να το κάνω αυτό, να προσεγγίζω τα παλιά μου τραγούδια αλλάζοντάς τα. Αντιμετωπίζοντάς τα όπως ο σκηνοθέτης ένα παλιότερο έργο∙ κρατάει σταθερό τον πυρήνα του έργου και αλλάζει όλα τα υπόλοιπα. Είμαι από αυτούς που αν επαναλαμβάνω ένα τραγούδι για χρόνια με την ίδια μορφή, χάνω την επαφή μου μαζί του και αισθάνομαι σαν τζουκμπόξ. Εκείνο που θέλω να πω κλείνοντας είναι ότι, ενώ γενικά δεν έχω παράπονο ούτε από την κριτική ούτε από τον κόσμο όσον αφορά τις δουλειές μου, εκείνο που δεν μου αναγνωρίστηκε ποτέ είναι η πρωτοτυπία σε κάποια πράγματα. Όταν για παράδειγμα έξανα τον δίσκο «Ασωτος υιός» ηχογράφησα τελείως αλλαγμένα κάποια τραγούδια μου, όχι σε λάιβ αλλά στο στούντιο, με τη βοήθεια κάποιων τραγουδοποιών ή όταν στις πρώτες μας ενορχηστρώσεις με τους Φατμέ χρησιμοποιήσαμε ηλεκτρική κιθάρα μαζί με κλαρίνο και παραδοσιακά όργανα. Αυτά πολλοί τα επανέλαβαν στη συνέχεια και καλά έκαναν. Εγώ αντιμετωπίστηκα σαν να μην το έκανα ποτέ.
*Πρώτη δημοσίευση Δίφωνο
Απρίλιος 2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου