Οι δυο τους μετράνε μια κοινή πορεία 9 χρόνων στη δισκογραφία και όμως μοιάζουν ακούραστοι και ακάθεκτοι. Εκατοντάδες συναυλίες κάθε χρόνο ανά την Ελλάδα, δίσκοι, κύκλοι τραγουδιών, ξανά συναυλίες. Από τον Άμλετ της Σελήνης και μετά, ο Χρήστος Θηβαίος αποτελεί τον βασικό ερμηνευτή τού Θάνου Μικρούτσικου την τελευταία δεκαετία χωρίς αυτό, όπως λένε οι ίδιοι, να τους περιορίζει στα βήματά τους και χωρίς να τους κουράζει στο ελάχιστο. Τους συναντήσαμε με αφορμή τις παραστάσεις που θα δώσουν στην Αθήνα, στο Σταυρό του Νότου τα δύο επόμενα Παρασκευοσάββατα, χωρίς πλήρη ορχήστρα, παρά μόνο με τη συνοδεία του δεξιοτέχνη των πνευστών Θύμιο Παπαδόπουλο, σχήμα με το οποίο από πέρσι το καλοκαίρι μέχρι σήμερα ταξίδεψαν σε όλη την επαρχία.
Ξανά εμφανίσεις στο Σταυρό του Νότου. Ας ξεκινήσουμε από την αφορμή μας.
Θ.Μ: Σε ό,τι με αφορά βρίσκομαι στον καλλιτεχνικό δρόμο εδώ και σαράντα χρόνια. Ποτέ δεν λειτούργησα ως τυπικός συνθέτης, δηλαδή να κάθομαι στο πιάνο μου να γράφω, να τα παίρνουν οι τραγουδιστές, να τα λένε, να τα προωθούνε κλπ. Παρότι ήμουν ένα πρόσωπο το οποίο κινήθηκε και στον χώρο του ελληνικού τραγουδιού και στην κλασική μουσική και στη μουσική για θέατρο, ένα μεγάλο κομμάτι της δραστηριότητάς μου είναι αυτό που λέμε λάιβ κι αυτό από την αρχή. Παρόλο που στα λάιβ μου δεν διεύθυνα, γιατί θεωρούσα λίγο αστείο να διευθύνεις 5 μουσικούς, καθόμουν πάντα στο πιάνο. Αυτό που λέμε όμως «Ο Θάνος Μικρούτσικος ως περφόρμερ» ξεκίνησε δειλά στη δεκαετία του 90 και εμπεδώθηκε από τη σεζόν 1999-2000 όπου συνεργάστηκα σε 102 συναυλίες με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Εκεί κατανόησα κι εγώ, αλλά και ο κόσμος άρχισε να καταλαβαίνει ότι πέρα από τις άλλες μου ιδιότητες λειτουργούσα και ως περφόμερ. Αυτό ακόμα περισσότερο άρχισε να συμβαίνει στην πρώτη μας συνεργασία με τον Χρήστο, τότε που κάναμε τον Άμλετ της Σελήνης στο Σταυρό του Νότου με 37 παραστάσεις αν θυμάμαι καλά, αλλά και σε όλη την Ελλάδα. Εκεί, αυτό που ξεκίνησε με τον Παπακωνσταντίνου, άρχισε να παίρνει διαστάσεις. Τι συμβαίνει τώρα με αυτή την ιστορία που άρχισε την πρώτη Ιουνίου πέρσι με τον Χρήστο; Κάναμε 60 παραστάσεις με τη μορφή ενός τρίο: Μικρούτσικος, Θηβαίος και Θύμιος Παπαδόπουλος. Πρόκειται για έναν μουσικό ο οποίος πέρα από σολίστ στα πνευστά και συνθέτης θεατρικής μουσικής, είναι ο βασικός παραγωγός τής μετά-από-εμένα γενιάς τραγουδοποιών, από Κατσιμίχες μέχρι Δεληβοριά.
Χ.Θ: Το να διαχειρίζεται ένα τρίο όλο αυτό το έντεχνο υλικό είναι πολύ σημαντικό. Και το λέω με υπερηφάνεια το «εντεχνο» διότι στην τέχνη μέσα είμαστε, ξέρουμε να παίζουμε μουσική με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και κάπου εκεί βρίσκεται και η έναρξη της ιδεολογίας, η εκκίνηση της συναυλίας. Πρέπει στο τέλος ο άλλος να έχει εισπράξει ότι εμείς και το όργανό μας έχουμε δώσει τον καλύτερο εαυτό. Στην περίπτωση του Θάνου που είναι το πιάνο, πρόκειται για πραγματική ερμηνεία. Ο Θάνος είναι ένας απόλυτος περφόρμερ που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα όταν παίζει τους 7 νάνους από τον Μικ Τζάκερ∙ το πιάνο γίνεται η προέκτασή του και τα πλήκτρα γίνονται τα λόγια που προφέρει εκείνη τη στιγμή. Όντας εγώ ο ίδιος τόσα χρόνια μαθητής της δικιάς του σχολής μετά τη σχολή του Ουμπέρτο Έκο, δεν μπορώ κι εγώ παρά να πυρποληθώ πάνω στη σκηνή, τραγουδώντας από τα πιο περίεργα τραγούδια που είχα γράψει με τους Συνήθεις Ύποπτους, μέχρι τις γνωστές επιτυχίες του Θάνου που τραγουδάει όλη η Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε ένα πολύ μεγάλο και ευρύ φάσμα από μεριάς υλικού, από την κοινή μας πορεία, από το κεφάλαιο Νίκος Καββαδίας και όλα τα γνωστά και αγαπημένα τραγούδια που έχουν προκύψει.
Θ.Μ: Πρέπει να γίνει κατανοητό κι επιμένω ότι η απογείωση δεν γίνεται λόγω του τραγουδιού, αλλά λόγω της σκηνικής πράξης. Το ίδιο πρόγραμμα παιγμένο τυπικότερα και συντηρητικότερα, θα πάει καλά, αλλά δεν θα απογειώσει αυτό που γίνεται με τους τρεις μας. Πεθαίνουμε στη σκηνή και κάνουμε τον άλλο να λιώνει∙ είναι μια αμφίδρομη σχέση. Βέβαια αυτό είναι τρομερά κουραστικό, αλλά είναι το μόνο σε αυτή τη βαρβαρότητα που ζούμε που μπορεί να μας κινητοποιήσει.
Χ.Θ.: Σημειωτέον ότι αυτή η παράσταση έχει παίξει μόνο στην επαρχία και είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζεται στην Αθήνα. Όπου έχουμε πάει, ακόμα και σε πολύ μικρότερες πόλεις από την Θεσσαλονίκη και το Ηράκλειο, μας παρακάλεσαν να επιστρέψουμε. Και θα σου πω και κάτι εντυπωσιακό, μιας και έχουμε διαρκώς πίσω μας αυτή τη διάφανη αυλαία της κρίσης. Συζητούσαμε με τους μαγαζάτορες και αντιληφθήκαμε ότι ενώ ο κόσμος δεν έχει λεφτά, σε χώρους που χωράνε 600 άτομα, κόπηκαν 900 εισιτήρια. Και μιλάμε για τσιμουδιά μέσα στο μαγαζί, την ώρα που παίζονταν κάποια τραγούδια όπως οι 7 νάνοι. Επίσης, πολύς κόσμος μας τίμησε σε παραπάνω από μία παραστάσεις της κάθε πόλης. Ήρθε και ξαναήρθε.
Ίσως ο κόσμος το αντιμετωπίζει και σαν επένδυση στον εαυτό του: τα λίγα χρήματα που διαθέτει, ας τα δώσει για να ψυχαγωγηθεί σωστά και όχι να διασκεδάσει με πιο εφήμερο τρόπο.
Θ.Μ: Πιθανόν σε κάποιο κομμάτι να έχεις δίκιο, δεν ξέρει κανείς και πώς θα εξελιχθεί αυτή η ζοφερή πραγματικότητα. Εγώ επιμένω να λέω ότι από την άλλη μεριά υπάρχει μια φοβερή κρίση, μια μιζέρια. Η δική μας επιτυχία, λειτουργεί ως εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα της κρίσης.
Αναρωτιέμαι αν τα τελευταία χρόνια έχει έρθει να σας βρει κάποιος στις παραστάσεις και να σας πει «ήρθα πρώτη φορά να σας ακούσω».
Θ.Μ: Δεν μπορείς να πάρεις τον καθένα και να τον ρωτήσεις. Εμείς μπορούμε να σημειώσουμε δύο πράγματα. Σε αυτό που εισπράττουμε ως συνολική αίσθηση και είναι η απόλυτη κατανόηση και η απογείωση, και στο γεγονός ότι ένα 25% έρχεται για να μας μιλήσει στο τέλος. Πολλές φορές έχουμε καθίσει στα καμαρίνια και μία ολόκληρη ώρα μετά το τέλος της παράστασης. Εκεί λοιπόν οι κουβέντες που λέγονται είναι βαθύτατες. Δεν θα ήταν σωστό να τις ηχογραφήσω αλλά θα ήταν χρήσιμο και σε εσάς να ακούσετε τι λέγεται σε αυτές τις περιπτώσεις. Κι αυτό μας αφήνει να καταλάβουμε ότι όλο αυτό το κοινό δεν έρχεται απλά να ακούσει δυο γνωστά πρόσωπα, επηρεασμένο από τη γενικότερη δημόσια εικόνα τους. Δεν πρόκειται για μια επιδερμική διαδικασία.
Χ.Θ: Μιλάμε για προσέλευση τέτοιων ηλικιών σε χώρους κλειστούς, όχι για συναυλίες. Τα παιδιά έρχονται συνοδεία των γονέων τους, τα οποία κάθονται προσηλωμένα και μάλιστα ζητούν και τραγούδια όπως Της γοργόνας το φτερό του Αλκαίου. Ή από τη δική μου δισκογραφία ζητάνε το Νερό. Πέρα όμως από την ηλικία, υπάρχει και ένα κοινό που έχει εμμονή στον Καββαδία. Μιλάμε για σκαμμένα πρόσωπα τριαντάρηδων που δεν ξέρουν τα λόγια από τη Ρόζα για παράδειγμα, ξέρουν όμως απ’ έξω όλο το ρετσιτατίβο από το William George Allum. Αυτό σημαίνει ότι έχει πάει αλλού αυτό το ταξίδι και είμαι πολύ χαρούμενος που συμμετέχω.
Δεν σκεφτήκατε να πειραματιστείτε με το πρόγραμμα; Μιας και η αποδοχή είναι ούτως ή άλλως τόσο μεγάλη, να φτιάξετε ένα πρόγραμμα που να αναδεικνύονται και τα λιγότερο γνωστά σας κομμάτια.
Θ.Μ: Θα σου απαντήσω έντιμα. Έχω κάνει πάρα πολλές συναυλίες όπου πχ παρουσιάζω τη Σονάτα του Σεληνόφωτος του Ρίτσου και το Γέρο της Αλεξάνδρειας του Καβάφη, κι έτσι έρχονται αυτοί που θέλουν να ακούσουν αυτά τα πράγματα. Εντελώς άγνωστα κομμάτια στο ευρύ κοινό. Είναι εξαιρετικά σύνηθες σε εμένα. Στις μουσικές σκηνές δεν μπορώ να το περιορίσω αυτό. Υπάρχει μια χαλαρότερη διάθεση των ανθρώπων οι οποίοι θέλουν μέσα σ’ όλα να ακούσουν και κάποια τραγούδια που έχουν αγαπήσει ιδιαίτερα. Παρόλα αυτά, παίζουν τραγούδια που δεν τα ακούς εύκολα, όπως η Δίκοπη ζωή και το Όλα από χέρι καμένα. Όμως έχω στο μυαλό μου κάποια στιγμή μέσα στα επόμενα χρόνια, με βασικό συνεργάτη το Χρήστο αλλά και κάποιους άλλους, νεότερους και παλαιότερους, να είμαστε σε ένα χώρο όπου παράλληλα με ένα πρόγραμμα γνωστών τραγουδιών να παρουσιάσουμε και κάποιους από τους κύκλους που ολόκληροι έχουν παρουσιαστεί σπάνια, όπως τα Τροπάρια για φονιάδες, τον Άμλετ της Σελήνης, τη Θάλασσα στη Σκάλα, το Συγνώμη για την Άμυνα κλπ. παιγμένους όμως με καινούργιο τρόπο.
Τριγυρίζει στο μυαλό μου χρόνια αυτή η ερώτηση: δεν έχετε κουραστεί να παίζετε μαζί μετά από 9 χρόνια κοινής συνύπαρξης;
Θ.Μ: Έντεκα χρόνια είναι, τα εννιά δισκογραφικά.
Χ.Θ: Για μένα, παρά το γεγονός ότι έχω όντως κουραστεί από τόσες πολλές συναυλίες, δεν βλέπω την ώρα να ανέβω στη σκηνή και να παίξω με το Θάνο. Υπάρχει παράλληλα μια τόσο διευρυμένη άποψη για το ρεπερτόριο και τη μεταξύ μας συνεργασία που μου δίνεται η δυνατότητα να παίξω πραγματικά ό,τι εγώ θέλω, ελληνικά και ξένα. Αυτή ακριβώς η ελευθερία όμως δεν με κάνει να χάσω το δρόμο μου γιατί ξέρω πως ό,τι κι αν κάνω πρέπει να είναι απόλυτα πειθαρχημένο γιατί έχω δίπλα τον δάσκαλό μου.
Θ.Μ: Η έννοια της κούρασης επάνω στη σκηνή δεν υφίσταται. Αν κάποια στιγμή με κουράσει η σκηνή, σημαίνει ότι θα πρέπει να σταματήσω. Στο ερώτημά σου δεν μπορώ να σου απαντήσω επ’ ακριβώς. Θα συνεχίσω να παίζω με τον Χρήστο όσο θα υπάρχει χώρος για το απρόβλεπτο πάνω στη σκηνή. Όταν θα γίνουν όλα προβλέψιμα, θα πρέπει να κάνει τα δικά του κι εγώ τα δικά μου. Αυτό είναι η τέχνη, είτε είναι σημαντική είτε όχι, λειτουργεί μόνο αν υπάρχει χώρος για το απρόβλεπτο.
Χρήστο, είπες ότι υπάρχει πολύς ελεύθερος χώρος δίπλα στον Θάνο Μικρούτσικο, δεν μπορεί να θεωρηθεί και ως ένα σημείο ασφάλεια ή και ευκολία να παίζεις τόσα χρόνια δίπλα του;
Θ.Μ: Μισό λεπτό, να πω κάτι. Μισώ τους δικηγόρους του διαβόλου. Βεβαίως να σου απαντήσει, αλλά δείτε αυτή την παράσταση για την οποία μιλάμε και αν μετά του κάνεις την ερώτηση εμένα να με φτύσεις. Άρα λοιπόν, το γεγονός ότι δεν έχεις δει την παράσταση νομιμοποιεί τέτοιου είδους ερωτήσεις, αλλά όποιος την έχει δει μπορεί να καταλάβει κύριε δικηγόρε.
Μη με μισείτε κύριε Μικρούτσικε, χαίρομαι καμιά φορά να διαψεύδομαι.
Χ.Θ: Όλα αυτά τα χρόνια δεν έχω κάνει ούτε μια παραχώρηση, να λαϊκίσω στο πρόγραμμά μου. Δηλαδή παίζω το ρεπερτόριό μου όπως το θέλω από την εποχή των Συνήθων Υπόπτων ως τους Πέτρινους κήπους. Στην περίπτωση του Θάνου τα πράγματα δεν είναι και τόσο ασφαλή όσο φαίνονται. Φαντάσου ότι έναν χώρο 700 ατόμων όπου σίγουρα οι περισσότεροι από αυτούς έχουν παγιωμένο το υλικό του Θάνου και όχι το δικό μου. Οπότε, αν βγει ένας τύπος σαν κι εμένα και τους πει ένα τραγούδι όπως το Άλλοθι, αυτό μόνο ασφαλές δεν είναι. Δηλαδή στο κοινό τού Θάνου που είναι πολύ πιο ευρύ, εγώ καλούμαι να επιβάλω τη δικιά μου σοφιστικέ περίοδο. Επίσης, μου δίνεται η δυνατότητα να επιβληθώ ως ερμηνευτής αλλά και να ξεπεράσω τις καταγεγραμμένες μου δυνατότητες καλούμαι να είμαι αυτός που έχει κάνει μια ωραία διασκευή στον Γορίλα, που έχει τραγουδήσει με τρομερό λυρισμό το Πόσο πολύ σ’ αγάπησα και παράλληλα με τρομερό σεβασμό στις πρώτες εκτελέσεις να γίνω ερμηνευτής σε τραγούδια από τον Καββαδία, τραγούδια του Μητρουπάνου κλπ.
Να μπω στον πειρασμό να σας ρωτήσω για το πολιτικό τραγούδι σήμερα;
Θ.Μ: Μπορεί μια τέτοια ερώτηση εκ πρώτης όψεως να φαίνεται τετριμμένη, αλλά το πολιτικό τραγούδι δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει. Απλώς, όσοι είχαν βάλει στο μυαλό τους το πολιτικό τραγούδι με μια συγκεκριμένη φόρμα, όπως πχ τα Πολιτικά τραγούδια ή η Καντάτα για τη Μακρόνησο δεν μπορούν να το εντοπίσουν σήμερα. Βέβαια, για πάρε τη Μουσική πράξη στον Μπρεχτ, ξανάκουσέ τη σήμερα και σκέψου, ήταν η ίδια φόρμα με το πολιτικό τραγούδι του Θεοδωράκη της δεκαετίας του 60 ή κάτι εντελώς διαφορετικό. Αν δεις στη δεκαετία του 80 αλλά και στη δεκαετία του 90 τραγούδια τραγουδοποιών, θα βρεις εντονότατα πολιτικά μηνύματα που όμως βγαίνουν και από τη μουσική, αναμφισβήτητα και όχι μόνο από το στίχο. Και αυτό το πράγμα συνεχίζεται. Από τις Τρύπιες σημαίες των Κατσιμιχαίων μέχρι το Σιγά μην κλάψω του Αγγελάκα. Οι Μέρες αδέσποτες του Χρήστου δεν ήταν πολιτικό τραγούδι; Μου ήρθαν πρόσφατα κάποια ντέμο από νέα συγκροτήματα και είδα απίστευτα πολιτικά τραγούδια μέσα.
Χ.Θ: Υπάρχει και η low bab. Αυτό όμως είναι μια προσπάθεια καταγραφής εξοργισμένου πολιτικού κειμένου που όμως προσωπικά δεν θα το κατέτασσα στο τραγούδι. Άκουσα πρόσφατα ένα νέο αγγλόφωνο τραγούδι γραμμένο από Έλληνες που λέγεται P.I.G.S και είναι εξαιρετικό.
Μιας και το έφερε η κουβέντα και πώς νομίζω ότι πάντα θα το φέρνει η κουβέντα από εδώ και πέρα, μπορεί το αγγλόφωνο τραγούδι να εκφράσει την κατάσταση της σημερινής Ελλάδας, μιας και δεν ομιλείται στην κοινωνία μας;
Θ.Μ: Καταρχήν μπορεί. Εγώ θα θέσω ένα ερώτημα χωρίς να έχω απάντηση. Έχουμε μια εκπληκτική γλώσσα, αν και ανάδελφη και η χημεία της είναι απίστευτη. Ακόμα και ξένα κείμενα έχουν μεταφραστεί με εκπληκτικό τρόπο. Προσωπικά θα προτιμούσα ένα ροκ συγκρότημα να λειτουργήσει στα ελληνικά. Επίσης, υπάρχει μια ευκολία στην αγγλική γλώσσα, την οποία παραδέχτηκε η Μόνικα σε μια κρίση ειλικρίνειας στην εκπομπή του Σταύρου Θεοδωράκη. Είπε με τα αγγλικά κρύβω την αφέλεια των στίχων μου. Προσωπικά η πρώτη δουλειά της Μόνικα μου άρεσε πολύ.
Χ.Θ: Για μένα αυτό είναι ευκολία. Το τραγούδι αυτό είναι αγγλόφωνο για εκείνους που μέχρι τώρα δεν άκουγαν αγγλόφωνο. Εμένα που άκουγα Pearl Jam δεν μου κάνει αίσθηση, δεν μου λέει τίποτα. Μια ωραία μελωδιούλα που έκατσε καλά κι έχει έναν εντυπωσιασμό. Ε και;
Είμαστε σε θέση άραγε να μιλάμε για τη δημιουργία νέας σκηνής στο ελληνικό τραγούδι;
Θ.Μ: Δημιουργείται σκηνή, απλώς δεν μπορείς να την εντοπίσεις τόσο δισκογραφικά, γιατί έχει καταρρεύσει η δισκογραφία. Τη νέα γενιά την εντοπίζεις περισσότερο στα λάιβ. Τώρα οι νέοι έχουν αυτό το φοβερό πρόβλημα, δεν μπορούν να στηριχτούν στη δισκογραφία. Έλαβα την προηγούμενη εβδομάδα δύο cd και έπαθα πλάκα, τους πήρα αμέσως τηλέφωνο. Αλλά τι να το κάνεις, είναι δύσκολο. Είναι παράξενο όμως την ώρα που όλοι παραδεχόμαστε πως η δισκογραφία έχει καταρρεύσει, να βγαίνουν τόσα cd από νέους ανθρώπους.
Χ.Θ: Τώρα πια είναι πιο εύκολο λόγω της τεχνολογίας, αλλά και πιο επικίνδυνο.
Θ.Μ: Δεν υπάρχει κοινό πια στη δισκογραφία. Το κοινό έχει μεταφερθεί αλλού, στο διαδίκτυο ας πούμε.
Σκεφτήκατε ποτέ να μεταφερθείτε κι εσείς εκεί; Να διανέμετε τα νέα σας τραγούδια από το ίντερνετ όπως άλλοι συνάδελφοί σας.
Θ.Μ: Δεν είμαι πολύ διαδικτυακός τύπος, παρόλο έχω αποδεχτεί τη λογική του. Έχω αυτή την εμμονή με το χειροπιαστό. Φταίνε και οι εταιρίες, θα μπορούσε να αναβιώσει το βινύλιο. Υπάρχουν τουλάχιστον πέντε χιλιάδες βινυλιάκηδες στην Ελλάδα, νομίζεις ότι το cd πουλάει περισσότερο;
Όχι, αλλά το cd είναι πολύ πιο πρακτικό και στη μεταφορά και στη χρήση.
Θ.Μ: Βέβαια. Αλλά ούτως ή άλλως σε συλλέκτες θα απευθύνεται και το cd σε λίγο καιρό.
Χ.Θ: Να σου πω κάτι, δεν έχω καμιά αντίρρηση να διανέμω τα τραγούδια μου στο ίντερνετ, αρκεί να υπάρχει η αμοιβή του πνευματικού δικαιώματος. Υπάρχουν και άνθρωποι που δεν μπορούν να κάνουν συναυλίες. Τρελαίνομαι όταν μου λένε ότι κατεβάζουν δωρεάν τραγούδια. Πληρώνουν, αλλά όχι εμένα που τα έχω γράψει, πληρώνουν τη σύνδεση. Ίσως να μπορούσε να μετατεθεί εκεί το πνευματικό δικαίωμα.
Θ.Μ: Επειδή εγώ δεν ήμουν ποτέ της μουσικής για συνοδεία φαγητού ή οδήγησης, νομίζω ότι θέλει ακρόαση το πράγμα. Θα πρέπει να ακούμε τη μουσική προσεκτικά, κι αυτό δεν μπορείς να το κάνεις από το διαδίκτυο. Είναι η χαμηλή ποιότητα, είναι ότι σου αποσπάται συνεχώς η προσοχή, είναι πολλά. Και καλά, το πρόβλημα δεν είναι δικό μου, εγώ έναν δισκογραφικό κύκλο τον έκανα. Οι νέοι; Πώς θα βγάλουν οι νέοι τον δίσκο τους;
Το Υπουργείο Πολιτισμού πώς το βλέπετε;
Θ.Μ: Ποιο υπουργείο; Πού είναι αυτό; Δεν υπάρχει Υπουργείο Πολιτισμού και δεν θα υπάρχει μέχρι το 2020. Δεν υπάρχουν χρήματα αλλά και ο τρόπος που γίνεται η διαχείριση της κρίσης, ακόμα και στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος είναι απαράδεκτος. Η συγκεκριμένη ηγεσία είναι αυτό που λέει ο στίχος «όλο τον κόσμο γύρισες μα τίποτα δεν είδες». Και καλός να ήταν ο Υπουργός Πολιτισμού, δεν έχει τίποτα να διαχειριστεί. Μιλάμε για μια διάλυση του κοινωνικού κράτους και του κοινωνικού ιστού. Πώς μπορούμε να μιλάμε για Υπουργείο Πολιτισμού;
Εσείς που έχετε διατελέσει Υπουργός Πολιτισμού κύριε Μικρούτσικε, έχετε στο μυαλό σας 2-3 πράγματα που θα μπορούσαν να γίνουν σήμερα;
Θ.Μ: Κανένα απολύτως. Εγώ προσωπικά, που λέει το σινάφι μου ότι υπήρξα καλός υπουργός πολιτισμού, θα μπορούσα να κάνω ένα εξάμηνο μια εκτίμηση ανά τομέα και μια ολοκληρωμένη πολιτική κατάλληλων ανθρώπων. Σε ένα χρόνο θα υπήρχε ένα ολοκληρωμένο πλάνο έτοιμο να εφαρμοστεί. Θα φτάναμε λοιπόν στο σημείο της πρώτης υλοποίησης, πού θα βρίσκαμε τα χρήματα;
*Πρώτη δημοσίευση www.musicpaper.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου