Αν αυτή την περίοδο της ζωής μου επιχειρούσα να φτιάξω ένα soundtrack για μια οποιαδήποτε διαδρομή, θα έπαιρνα τον δίσκο αυτούσιο. Και όχι μόνο αυτό αλλά στην διαδρομή θα είχα στο χέρι, μόνιμο σύντροφο, το αφήγημα στο οποίο στηρίζεται όλος ο δίσκος. Μια περιγραφή ενός ουσιαστικά εσωτερικού περιπάτου επάνω στο χαρτί, μια πορεία εαυτού που σκέφτεται και δρα υποκινούμενος από μια αναζήτηση, μια περιπέτεια ζωής που είναι αμφίβολο σε ποιον τελικά ανήκει. Ακόμα όταν το ταξίδι ολοκληρώνεται είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσει κανείς πού τελικά βρίσκεται αυτή η Ιθάκη. Πρόκειται για την πιο πρόσφατη δισκογραφική και παράλληλα εκδοτική δουλειά του Νίκου Ζούδιαρη (Εκδόσεις Γαβριηλίδης & Music Poster 2007). Αποτελείται από ένα ταξιδιάρικο αφήγημα εννέα παραγράφων και από έναν δίσκο εννέα κομματιών, ένα γατζωμένο σε κάθε παράγραφο. Οι ιστορίες ξετυλίγονται με τις φωνές των: Νίκου Ζούδιαρη, Μανώλη Λιδάκη, Παύλου Παυλίδη και Nicky Mc Kinnon. Το τραγούδι που ακούμε λέγεται Πανσέληνος και συνοδεύει την έβδομη παράγραφο που φέρει τον ίδιο τίτλο. Τραγουδά η Nicky Mc Kinnon. Διαβάστε ακούγοντας…
|
ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ
Φωτισμένη και άδεια η Αιόλου. Μονάχα η σκέψη τριγυρνούσε, όταν ξαφνικά ένας μανιακός βοριάς σάρωσε την ησυχία και ουρλιάζοντας χτυπιόταν στα στενά. Ο τόπος ρίγησε. Παραθυρόφυλλα βρόνταγαν. Κρεμαστές επιγραφές τραμπάλιζαν επίφοβες να ξεκολλήσουν. Οι κούκλες στις βιτρίνες, ανίδεες, κοιτούσαν στα ψέματα.
Στο σπασμένο πεζοδρόμιο ένα πλήθος λεύκες χίμηξαν η μία στην άλλη. Στα κλαριά και στις φυλλωσιές δαίμονες και άγγελοι. Ανακατεμένες στις σκιές δυο ανθρώπινες σιλουέτες πάσχιζαν μεταξύ ζωής και θανάτου. Στη βοή του ανέμου, σκόρπια λόγια και φωνές. Ένταση και πάθος που ξεχείλιζαν οργή και απελπισία.
Στο σπασμένο πεζοδρόμιο ένα πλήθος λεύκες χίμηξαν η μία στην άλλη. Στα κλαριά και στις φυλλωσιές δαίμονες και άγγελοι. Ανακατεμένες στις σκιές δυο ανθρώπινες σιλουέτες πάσχιζαν μεταξύ ζωής και θανάτου. Στη βοή του ανέμου, σκόρπια λόγια και φωνές. Ένταση και πάθος που ξεχείλιζαν οργή και απελπισία.
Ανήσυχος, παραμέρισα σε μια γωνιά να μη φαίνομαι. Η κοπέλα έκανε να φύγει. Το αγόρι προσπάθησε να τη συγκρατήσει πιάνοντάς την από το μπράτσο. Τον απώθησε βίαια κι έτρεξε. Έτρεξε ξοπίσω της, την άρπαξε γερά από τη μέση και με τα δυο του χέρια την έσφιξε πάνω του. Τον χτυπούσε όπως μπορούσε και τον έσπρωχνε να την αφήσει. «Δεν σου ανήκω. Δεν σ’ αγαπώ».Την σήκωσε στον αέρα να την ακινητοποιήσει. «Σ’ αγαπώ… σε παρακαλώ…άκουσέ με…». Αλαφιασμένος, επιχείρησε με το ζόρι να την φιλήσει στο στόμα. Αντιστεκόταν με όλη της τη θέληση, τραβώντας πεισματικά το πρόσωπό της από το δικό του, μέχρι που έσπασε εξαντλημένη σε κλάματα. «Με πονάς! Άφησέ με!». Έντρομος συνειδητοποίησε ότι έγινε αφόρητος και σταμάτησε αμέσως. Την ακούμπησε προσεκτικά στα πόδια της. Την κοίταξε καλά να τη χορτάσει για τελευταία φορά, τη χάιδεψε τρυφερά στα μαλλιά, σαν να την αποχαιρετούσε, και πήρε τα χέρια του από πάνω της. Λίγες στιγμές μετά, μέσα στα αναφιλητά της, είχε στρίψει στον πρώτο δρόμο.
Έμεινε σύξυλος να κοιτάζει προς τη μεριά που χάθηκε. Πέθανε ή περίμενε; Μάταια φύσαγε ο αέρας. Μάταια πέρναγε η ώρα. Κουρέλι, κατέρρευσε σε ένα πεζούλι και κουλουριάστηκε σαν έμβρυο. Δεν ήταν… δεν υπήρχε... κι ήρθαν ψιχάλες…οι δρόμοι γυάλισαν… Κι ήρθε κρύα βροχή κι αυτός ασάλευτος εκεί. Φοβήθηκα. Μόλις που αποφάσισα να πλησιάσω, τρεχαλητό ακούστηκε στον πλακόστρωτο. Κοντοστάθηκα. Τον έψαχνε σαν τρελή φωνάζοντας απεγνωσμένα το όνομά του. Τον είδε κι έπεσε πάνω του. Ζωντάνεψε. Αγκαλιάστηκαν τόσο δυνατά, μα τόσο δυνατά που…
Έφυγα γρήγορα να τους αφήσω στην ησυχία τους. Είχαν πολλά δάκρυα να ξοδέψουν. Υπήρξαν θύματα κι από τις δυο μεριές.
Ο φωτισμός άλλαξε. Άλλαξαν κι οι σκιές. Ενστικτωδώς σήκωσα το βλέμμα μου. Από μια τρύπα στα σύννεφα περνούσε η πανσέληνος.
Έφυγα γρήγορα να τους αφήσω στην ησυχία τους. Είχαν πολλά δάκρυα να ξοδέψουν. Υπήρξαν θύματα κι από τις δυο μεριές.
Ο φωτισμός άλλαξε. Άλλαξαν κι οι σκιές. Ενστικτωδώς σήκωσα το βλέμμα μου. Από μια τρύπα στα σύννεφα περνούσε η πανσέληνος.
…αυτός φοβήθηκε, και οι δυο τρόμαξαν, κανείς δεν κατάλαβε, τίποτα δεν εξηγήθηκε, μόνο κλονίστηκαν και αγαπήθηκαν αλλιώτικα. Έπεσε βροχή στην έρημο, το νερό την άμμο ξύπνησε, γιατί εκείνη νόμισε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου