Από το πρώτο live album του μεσολάβησαν 8 χρόνια και μέσα σε αυτά νέοι δίσκοι, ζωντανές εμφανίσεις, συνεργασίες και συμμετοχές σε έργα απαράμιλλης αξίας για το ελληνικό τραγούδι (Άξιον Εστί, Σταυρός του Νότου/ Γραμμές των οριζόντων, Δρόμος). Τον συναντάμε στο σήμερα και συζητάμε μαζί του τόσο για το υλικό που ηχογραφήθηκε πρόσφατα, όσο και για την μέχρι τώρα πορεία του.
Ξεκίνησες στις αρχές της δεκαετίας του ’90 τραγουδώντας ρεμπέτικα. Πέρασες από το λεγόμενο έντεχνο, την ποπ, το πιο ηλεκτρικό τραγούδι, το λαϊκό, τη μελοποιημένη ποίηση. Πώς αυτοπροσδιορίζεσαι ως τραγουδιστής;
Είμαι ένα μίγμα όλων αυτών. Σαφώς η βάση μου είναι το λαϊκό τραγούδι, αλλά είναι πολύ δύσκολο εν έτει 2010 να βρω λαϊκά τραγούδια να τραγουδήσω αντίστοιχα με τα παλιά. Όπως λοιπόν και οι περισσότεροι της γενιάς μου, αλλά και νεότερων γενεών θεωρώ τον εαυτό μου ένα μίγμα, διότι μεγαλώσαμε ακούγοντας ταυτόχρονα όλα αυτά τα είδη, αγαπώντας τα εξίσου: τη ροκ, την ποπ, τα ρεμπέτικα, το λαϊκό τραγούδι που το μάθαμε μέσω των κομπανιών, μέσω του Νταλάρα και της Αλεξίου, και φυσικά τα πιο σύγχρονα και εναλλακτικά ακούσματα.
Από το 1996 όπου και πρωτοπάτησες στη δισκογραφία, νιώθεις να έχεις αλλάξει;
Έχουν αλλάξει πάρα πολλά πράγματα, κυρίως η σχέση μου με το χώρο που λέγεται μουσική. Είμαι πολύ πιο καχύποπτος απέναντι στα πράγματα. Τώρα πια έχω και κάθε λόγο να είμαι αρκετά απογοητευμένος, όχι τόσο απέναντι στον αυτό μου, όσο απέναντι σε αυτό τον χώρο στον οποίο μπήκα κάποτε με τρομερό ρομαντισμό. Σε προσωπικό επίπεδο δεν έχω αλλάξει καθόλου.
Υφολογικά;
Όχι, θεωρώ ότι έχω ωριμάσει. Κάνω βέβαια τις ίδιες χαζομάρες που έκανα πάντα, δεν μου αρέσει να κατασταλάζω, να χρησιμοποιώ μανιέρα στη μουσική. Ξεκίνησα με την «Αθώος και ένοχος», τον οποίο θα χαρακτήριζα έναν έθνικ δίσκο, στη συνέχεια έκανα έναν μια πιο «έντεχνη» δουλειά, πήγα προς το ροκ, κάποια στιγμή ασχολήθηκα με το λαϊκό, έπειτα ξανά «έντεχνο» κι έπειτα ποπ… θέλω να πω ότι κάθε φορά κάνω απλά αυτό που μου αρέσει. Η σταθερότητά μου είναι μια γενικότερη αστάθεια στο στυλ των τραγουδιών. Χωρίς κανόνα.
Αυτό δεν κρύβει μια παγίδα; Όταν δηλαδή η μουσική από τη δεκαετία του ‘90έχει αλλάξει κι εσύ θεωρείς ότι παραμένεις σταθερός.
Δεν είμαι κατασταλαγμένος σε ένα είδος μουσικής με συγκεκριμένο ενορχηστρωτικό τρόπο. Εγώ το τραγούδι δεν το χαρακτηρίζω βάσει της ενδυμασίας του αλλά βάσει της ουσίας του. Κάλλιστα θα μπορούσε το «Και πάλι παιδί» ο τελευταίος πρωτότυπος δίσκος μου, ερμηνευμένος με άλλα όργανα, να κατέληγε ένας απόλυτα έντεχνος δίσκος που να λειτουργούσε τη δεκαετία του ‘90.
Το πιστεύεις στ’ αλήθεια αυτό;
Βεβαίως. Το Τσιγάρο επίσης, που όλοι το χαρακτήριζαν έντεχνο, εγώ θεωρώ ότι είναι ένα από τα πιο λαϊκά τραγούδια που έχω πει.
Από ποια άποψη;
Αυτό που εκφράζει είναι λαϊκό. Το συγκεκριμένο τραγούδι έχω ακούσει να το παίζουν από σκυλάδικα μέχρι μουσικές σκηνές και παρέες, με μπουζούκια, με τύμπανα, α καπέλα… Δεν έχει ταμπέλα ένα καλό τραγούδι. Έχει μόνο αποδέκτες. Κι αυτός είναι ο στόχος του: να γίνει λαϊκό.
Αυτοκριτική κάνεις;
Δυστυχώς πάρα πολλή. Και λέω δυστυχώς, γιατί μερικές φορές η αυτοκριτική μου είναι ιδιαιτέρως σκληρή. Έχω ζήσει πολύ ωραία αλλά και πολύ άσχημα πράγματα μέσα στη μουσική κι έτσι μου είναι πολύ εύκολο- δεδομένου ότι έχω μια τάση μελαγχολίας- να τα δω όλα μαύρα και να με πάρει από κάτω.
Τι απαντάς σε εκείνους που λένε ότι ο Γιάννης Κότσιρας έχει χάσει το δρόμο του ή ακόμα χειρότερα, το στίγμα του;
Υπάρχουν άνθρωποι, ακροατές ή μουσικοκριτικοί, που εντάσσουν τους τραγουδιστές σε καλούπια που εκείνοι επιθυμούν. Βάζουν ταμπέλες για να εκφράζονται οι ίδιοι. Έχω ακούσει τα πάντα για εμένα. Άλλοι με είπαν έντεχνο, άλλοι λαϊκό, άλλοι ποπ. Τα δέχομαι όλα αυτά, αλλά είναι τελείως υποκειμενικές ως απόψεις. Εγώ δεν αισθάνομαι ότι έχω χάσει το δρόμο μου, γιατί ο δρόμος μου δεν χαρακτηρίζεται από ταμπέλες αλλά από το τι θεωρώ εγώ καλό τραγούδι. Μπορεί κάποιος από όλους αυτούς να μου υποδείξει ένα κακό τραγούδι από αυτά που έχω πει; Ίσως να βρει τραγούδια που δεν του αρέσουν, αλλά κακό τραγούδι δεν θα βρει κι αυτό είναι το στοίχημα για έναν τραγουδιστή.
Ας περάσουμε στον δίσκο. Ποια ανάγκη σε οδήγησε να κάνεις ένα δεύτερο live album;
Καταρχήν έχουν περάσει πολλά χρόνια από το πρώτο live. Έπειτα, μετά το «Και πάλι παιδί» επαναπροσδιορίστηκα, έκλεισα έναν κύκλο. Το μέλημά μου στο χώρο δεν είναι να μου πουν ότι είμαι καλό παιδί, αλλά να με θεωρούν καλό τραγουδιστή. Ένας live δίσκος λοιπόν, θεωρώ ότι είναι η βαθμολογία του τραγουδιστή, εκεί κρίνεται. Είχα μαζέψει ηχογραφήσεις 8 ετών- γιατί ηχογραφώ κάθε τι στο οποίο συμμετέχω- κι έτσι οδηγήθηκα στην έκδοση του συγκεκριμένου δίσκου. Είναι σαν το ημερολόγιό μου αυτές οι ηχογραφήσεις. Σκέψου ότι το προηγούμενο live προήλθε από ηχογραφήσεις των προηγούμενων 7 ετών…
Τι συνδέει τον Καημό του Θεοδωράκη με το Και πάλι παιδί, και το Πήραν τα στήθια μου φωτιά με το Σ’ αγαπάω.
Δεν υπάρχει συνταγή, είναι ακριβώς ό,τι συμβαίνει σε μια ζωντανή συναυλία. Έχει τη ροή και τα συναισθήματα που συναντά ένας ακροατής όταν με ακούει από κοντά. Από κει και πέρα κάθε cd έχει τη δική του ολότητα: το πρώτο έχει τραγούδια πιο σύγχρονα, το δεύτερο είναι αμιγώς λαϊκό.
Πέρα από τις δυνατές παρουσίες στο ρεπερτόριο (Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Δεβενιώτης, Καλδάρας κλπ) αισθητές γίνονται και δυο απουσίες: Χατζιδάκις και Τσιτσάνης. Αυτό αφορά και τα δύο live που έχεις κυκλοφορήσει.
Εντυπωσιακό… δεν το είχα αντιληφθεί! Τώρα που το λες μπορώ να σκεφτώ μια ερμηνεία για τον Χατζιδάκι. Έχει να κάνει με το ότι δεν έχω ασκηθεί πολύ στον Χατζιδάκι, δεν τον άκουγα μικρός, μεγαλώνοντας κατάλαβα την αξία του. Ίσως και να είμαι αρκετά μικρός για να ηχογραφήσω κάποια δικά του τραγούδια, παρόλο που στις παραστάσεις πάντα υπάρχουν στο πρόγραμμα, ειλικρινά. Και Τσιτσάνη έχω τραγουδήσει πολύ και δεν ξέρω γιατί δεν περιέλαβα κάτι στα live. Επ’ ευκαιρία που το ανέφερες, θα το πραγματοποιήσω στο επόμενο live album αν γίνει.
Ποιο τραγούδι από αυτά του δίσκου πιστεύεις ότι έχει τη μεγαλύτερη δυναμική σήμερα;
Τα «Μικρόβια» του Μαχαιρίτσα και του Σούση, τα οποίο έχω αφιερώσει και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρόλο που γράφτηκε για τελείως διαφορετικούς λόγους, μετά από πολλά χρόνια είναι και πάλι επίκαιρο. Επίσης τα «Χρέη παλιά», του Πορτοκάλογλου. Τέλος, χωρίς να θέλω να περιαυτολογήσω, έτσι όπως καταγράφηκε εν τέλει το «Αγάπη μου εσύ» αποτελεί μεγάλη αφορμή στο να καταλάβουμε πώς φτάσαμε ως εδώ ως χώρα. Και το λέω εγώ που είμαι πλέον 40 ετών και που τα έχω κάνει σχεδόν όλα αυτά. Έχω περάσει κι εγώ το στάδιο του μεγαλοπιάσματος, να απλώνω το χεράκι μου μέχρι εκεί που δεν φτάνω. Ξέφυγα όμως γιατί έχω δουλέψει πολύ σκληρά στη ζωή μου και κάνω τόσο αυστηρή αυτοκριτική που με έχει βοηθήσει πάρα πολύ να στέκομαι σωστά στα πόδια μου.
Πέρσι υπήρξε μια διαμάχη με την προηγούμενη εταιρία σου, τη Sony, σχετικά με την κυκλοφορία των πρώτων τριών δίσκων σου στην Κυριακάτικη έκδοση της Espresso. Θα ήθελα να κλείσουμε επεκτείνοντας το συγκεκριμένο θέμα: η δισκογραφική κυκλοφορία και οι νέες παραγωγές μέσω των εφημερίδων.
Καταρχήν δεν πρόκειται για μια διαμάχη που έληξε ανορθόδοξα. Δεν έχουμε καθόλου κακές σχέσεις. Να θυμίσω όμως ότι οι τραγουδιστές δεν έχουν κανένα δικαίωμα επάνω στις πρώτες τους εκδόσεις. Δεν έχω κανένα λόγο σχετικά με το πού θα δίνονται οι δίσκοι. Θέλησα απλά να δείξω την αντίθεσή μου στο ότι διαχειρίζονται τα τραγούδια μου με όποιον τρόπο θέλουν και χωρίς να υπάρχει συνεννόηση. Δεν έχω αντίρρηση να γίνονται τέτοιες συμφωνίες, αλλά καλό θα είναι να με ρωτάνε πρώτα. Από κει και πέρα, τα δισκοπωλεία δυστυχώς κλείνουν. Προσωπικά, ελπίζω να καταφέρω κάποια πρωτότυπη κυκλοφορία μέσω των εφημερίδων. Πλέον ο κόσμος δεν έχει τις επιλογές που είχε. Ο πιο εύκολος τρόπος πρόσβασης στη μουσική είναι ή μέσω του παράνομου κατεβάσματος ή μέσω των περιπτέρων που σαφώς είναι το θεμιτό. Απλά δεν είμαι πάντα σύμφωνος με το έντυπο που δίνεται ένας δίσκος. Δεν ταιριάζουμε όλοι με όλα τα είδη εντύπων. Για παράδειγμα, δεν θα μπορούσα ποτέ να δω έναν δικό μου δίσκο σε ένα περιοδικό πορνό ή σε ένα περιοδικό life style…
*Πρώτη δημοσίευση Δίφωνο,
Ιούλιος 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου