Translate

14 Δεκεμβρίου 2011

Κείμενο της Βασιλικής Πέτσα για την Καχυποψία ενός άλλοθι




«Εκεί που σμίγουν τα βουνά με το μελτέμι / Κι αγκαλιάζεται η βροχή με τα καυτά μας ρούχα/ Εκεί εγεννήθη μια νυχτιά η δίψα για τις λέξεις»...

Ξεκινώ την παρουσίαση με αυτούς τους στίχους από το ποίημα «Αγέρι πρώτο», γιατί θεωρώ ότι συμπυκνώνουν τα βασικά χαρακτηριστικά της ποίησης του Χρήστου Μιχαήλ και ορίζουν τους άξονες ανάλυσης στους οποίους θα κινηθώ.

Μια μικρή εισαγωγή πρώτα, όχι μόνο αποθησαυριστική, ούτε ως τέχνασμα για να σας τραβήξω το ενδιαφέρον: Τον Χρήστο τον γνώρισα το 2007, σε ένα meeting του περιοδικού στο οποίο γράφαμε μαζί τότε, εκείνος στη στήλη των blogs και της μουσικής, κι εγώ της λογοτεχνίας. Ευχάριστο παιδί και –αυτό που μου έκανε εντύπωση- ιδιαίτερα έξυπνος και ώριμος. Κρατήσαμε επικοινωνία, όπως οφείλουν τα συγγενή πνεύματα, και μια μέρα που βαριόμουν στη δουλειά, googlara το όνομά του στο ίντερνετ. Εμφανίζονται μπροστά μου σελίδες ποίησης με δικές τους δημιουργίες, του τηλεφωνώ, τον βρίζω που δεν μου έχει πει κάτι, κομπιάζει, σαν να ντρέπεται. Δεν τον πιέζω άλλο. Ένα χρόνο μετά, παρακολουθούμε μια θεατρική παράσταση, ψάχνω το πορτοφόλι του και ανακαλύπτω μια διπλωμένη σελίδα. Ένεκα της γυναικείας περιέργειας, το ανοίγω, φυσικά, το διαβάζω, και μου λέει ότι δεν ήταν δικό του. Ήταν. Δύο χρόνια μετά, πάνω σε έναν καφέ, δειλά, μου δίνει ένα χειρόγραφο. Δικό μου λέει –θα βγει. Είναι περήφανος, αλλά δείχνει φοβισμένος.

Καχυποψία, άλλοθι, μυστικοπάθεια, ενδείξεις μιας ερμητικής εσωτερικότητας και ο Χρήστος που μεγαλώνει γράφοντας. Και γράφοντας καλά, για να τον καθησυχάσουμε και λίγο. Μια ποιητική συλλογή που –κατά τη γνώμη μου- ανιχνεύει μια πορεία αυτοσυνειδησιακή προς την ωριμότητα. Αλλά και την έκθεση. Την προβολή. Ποιητική και προσωπική. Ένα άνοιγμα προς τα έξω και μια καταβύθιση προς τα μέσα. Μια ποίηση μαθητείας στην ζωή και στην τέχνη. Μια διαδρομή που δεν προχωρά ευθύγραμμα, αλλά αμφιταλαντεύεται, παλινδρομεί, καθηλώνεται, μεταπηδά. Όπως οφείλουν –και είναι- όλα τα περάσματα. Γράφοντας, αποκρυσταλλώνει σε λέξεις εμπειρίες και ζει μέσα από το πρίσμα μιας σκληρά ρεαλιστικής ποιητικής ματιάς. Είχαμε συζητήσει αν πρέπει στο βιογραφικό του να μπει η φράση «δεν είναι ποιητής». Του είχα πει ότι μου φαίνεται «δήθεν» μια τέτοια δήλωση και αχρείαστα μετριοπαθής. Ίσως, όμως, να ήθελε με αυτόν τον τρόπο να δηλώσει ότι πρωτίστως δεν είναι ποιητής και ότι άλλα στοιχεία ορίζουν την προσωπική του ταυτότητα, ότι δεν «είναι» κανείς ποιητής» -γιατί το «είναι» αφορά μια καθήλωση, ένα παγιωμένη κατάσταση- αλλά «γίνεται». Τα ποιήματά του είναι ρευστά, οι ποιητικές διαθέσεις εναλλασσόμενες και ο ίδιος σε εκκρεμότητα, ακροβατώντας στο μεταίχμιο αντιφατικών πλαισίων που αγωνίζονται να ενταχθούν σε μια διαλεκτική.

Αντιφάσεις, λοιπόν, παντού. Στον τόπο και στον χρόνο, για αρχή. Κύμματα, βροχή, ματωμένα κλίματα, φλέβες, μια εικονοποιεία δυνατή, μια μάχη προς την ποιητική δημιουργία, που αντιπαρατίθεται στα αγκάθια, στις ξερολιθιές, σε άγονα χωράφια, σε «κλειδωμένα δωμάτια», σε «έναν νου που ρήμαξε σ’ ετούτη τη γωνιά» της καθημερινότητας. Η ποίηση αναδεικνύεται όχι σε έναν τόπο ειδυλλιακό, ούτε σε καταφύγιο μια ιδεαλιστικής ευδαιμονίας, αλλά σε μια κινούμενη άμμο όπου περιπλανάται κανείς με πυρετώδη παλμό και πυρέσσοντα μάτια και ίσως η έμφαση να βρίσκεται σε αυτήν ακριβώς την περιπλάνηση, στην κίνηση, έναντι στη στασιμότητα της πραγματικής ζωής. «Τα πάντα ρει», βεβαίως, τα ταξίδια στην Κολχίδα και τα χέρια που είναι «κουπιά δεμένα με ξάρτια απ΄ του Κολόμβου τη γαλέρα» το δηλώνουν εμφατικά, όμως, από την άλλη, «εμείς μένουμε εδώ» κι ενώ «ποθούμε έναν ορίζοντα γεμάτο ακρογιαλιές», «στέκουμε μεθώντας πάνω στους τόπους που μεθύσανε οι σοφοί», αδύναμοι να προχωρήσουμε. Ένας Οδυσσέας δεμένος ο ίδιος στο κατάρτι, νιώθοντας ότι δεν έφυγε ποτέ από την Ιθάκη, αφού και οι άγονοι τόποι που είδε, οι αγκαλιές που γνώρισε και κλείσανε πια, του σκότωσαν όχι μόνο τη χαρά της περιπλάνησης, αλλά και τη νοσταλγία της επιστροφής.

Στάση και κίνηση, λοιπόν, σε τόπους άλλοτε έρημους σαν σεληνιακά τοπία και άλλοτε με οργιώδη ζωτικότητα σαν δάση του Αμαζονίου. Χωρίς πυξίδα, και αν έχει κανείς, ας δώσει και σε μας. Γιατί, όπως γράφει ο Χρήστος, «δύο βήματα κουτσά - στραβά· δύο στίχοι η ζωή μου». Ένα βήμα μπρος, ένα βήμα πίσω, σαν εκκρεμές και σαν ταλάντωση, γύρω από έναν ξεκρέμαστο εαυτό, που αντί να ακολουθεί τον οριζόντιο άξονα της εξέλιξης, σκάβει εν αγνοία του καθέτως. Και ο χρόνος, στο μεταξύ, να κυλά. Βράδια αλλεπάλληλα και απαράλλαχτα με ποτό, «μύρισε καλοκαίρι» και περιμένουμε «ώσπου να βγει πάνω από τη γη η δροσερή πανσέληνος του Αυγούστου», όμως «αλλάζει ο κόσμος κι εμείς γερνάμε αγκαλιά με τα ρολόγια», «κι είναι σου λέω εγώ τα χίλια χρόνια που είμαι πιωμένος πάνω στο ξύλινο κατάρτι». Αντιδιαστολή προσωπικού και αντικειμενικού χρόνου, με τη σχετικότητα της στιγμής να είναι απούσα και την κυκλικότητα των εποχών να μην κατορθώνει να αγγίζει την ατάραχη επιφάνεια ενός χρόνου αμετακίνητου. Είναι, ίσως, μια ασφάλεια ο χρόνος που παγώνει; Είναι περίεργες οι εμμονές με το χτες, ειδικά για έναν τόσο νέο άνθρωπο, δεν λέω ποιητή, θα με μαλώσει. Μιλά –ήδη- για «πένθη χλωμά», για «ένα παλτό ξεχασμένο αιώνες από τα μάτια της ζωής», γράφει «η σκόνη πέφτει απ’ τα ψηλά κι εδώ μας τυραννάνε για το μέλλον». Και είναι αυτή η σκόνη, όπως εξηγεί στο ποίημα «Ελάχιστο», «τριμμένα πάθη» που «πότισαν τον παλιό μας καναπέ».

Ε, ναι, λοιπόν. Πάθη. Όχι με την επικαιρότητα ενός παρόντος ή την προσμονή μιας ουτοπίας. Πάθη σβηστά, αγάπες μαραμένες που, “μυρίζουν θειάφι κι αλκοόλ από την ανάσα», πόθοι που γίνονται έρωτες και εμμονές που γίνονται αγάπες, όμως οι έρωτες αποδεικνύονται βρικόλακες που επιστρέφουν σαν απωθημένα, που αναγκάζουν να «βάζει κανείς τελείες», να ρίχνει κανείς «λίγο κρασί στα μάτια» μιας παλιάς αιθέριες αγαπημένης. Να προχωρά. Άλλη μια διαδρομή, άλλο ένα πέρασμα. Γιατί όπως λέει και το τραγούδι, «όποιος δεν χάσει στα χαρτιά και στην αγάπη, δεν έχει μάθει τη ζωή». Να προχωρά, λοιπόν, όχι όμως και να ξεχνάει. Γιατί, «σαν παρένθεση ανοιχτή περνάνε τη ζωή τους», χωρίς τέλος, γιατί μετά, πώς θα γράφονταν ποιήματα, αν όχι με ανοιχτές πληγές, αν όχι με το ασυμφιλίωτο της απώλειας που υποδηλώνει η μελαγχολία; Ούτε ο έρωτας λύτρωση, λοιπόν; Τότε τι;

Όχι, πάντως, τα ιδανικά. Αυτά, όπως δηλώνει, είναι κλεμμένα. Από τα περάσματα που κάνει ο Χρήστος Μιχαήλ, από την εναλλαγή προσώπων και προσωπείων, του εγώ, το εσύ, είναι το «εμείς» που πάσχει πρώτα απ’ όλα. Όχι ποιητικά. Και είναι εκεί ακριβώς που μένει μετέωρη η αποκρυστάλλωση μιας κοινωνικής ταυτότητας, όπως θα απαιτούσε μια ποίηση, ας το πούμε έτσι, μαθητείας. Μιλά για μια «αλύτρωτη γενιά και πλήρη», μιλά για «χρόνια που εκλιπαρούν σαν γριές για λίγη νοσταλγία», μιλά για «μέρες καθάριες και ηθικές» που «μελέτησαν το αύριο και χτίζουν για το αύριο τη ζωή τους». Και η νέα γενιά; Η γενιά του Χρήστου και η δική μου; «Κρυμμένη μες στης μνήμης το πιθάρι», όπως γράφει, με αγωνίες πάνω στις οποίες «ρίξαν σίδερα και μπετό», μια γενιά που ασφυκτιά στα αδιέξοδα και στα λάθη παλιότερων, που δεν χωρά στο μέλλον που της έχουν τάξει. Θα ήταν εύκολο να μιλήσει κανείς –πάλι- για την ήττα της αριστεράς, και ίσως σε αυτή την απαισιοδοξία να μπορούσε κανείς να εντοπίσει κανείς τον απόηχο της μελαγχολίας και εκλεκτικές συγγένειες με την γραφή της «ποίησης της ήττας», όμως δεν πρόκειται αυτή τη φορά για αγώνες άκαρπους, αλλά ακριβώς για την έλλειψη αυτών και κυρίως για τη χρεωκοπία ιδανικών που θα λειτουργούσαν ως οδοδείκτης σε μια πορεία απόκτησης πολιτικής συνείδησης. Μια γενιά που δεν έχει τα απαιτούμενα «γιατί» για να θυσιαστεί, μια γενιά, όπως δηλώνει, «επί πιοτού κρεμάμενη».

Αν όμως η ζωή απογοητεύει, αν τα πιστεύω ξεφτίσανε, αν οι έρωτες πλανεύουν, υπάρχει πάντα η τέχνη. Η ποίηση, εν προκειμένω. Στα 39 αυτά ποιήματα, έμμετρα και ελευθερόστιχα, δεν κατατίθεται η ψυχή, στους σκληρούς αυτούς καιρούς άλλωστε η μεταφυσική δεν έχει θέση, παρά μόνο σαν ένα άκαρπο «σώσον ημών», αλλά ουρλιάζει το σώμα, που ακόμα πονά και ακόμα επιθυμεί. Το σώμα που αναπνέει. Και κάπως έτσι μεγαλώνει κανείς. 

«Ανηφορίζοντας τη σκάλα», όπως σοφά διαβάζουμε, «ξεγελασμένοι από το χρόνο και απ’ τις βαθιές χαραγματιές μια μυροφόρου άνοιξης». Μέλος και επίσημα πλέον της νέας ποιητικής γενιάς που κατορθώνει σιγά σιγά να εγχαράσσει το δικό της στίγμα με όρους πολυφωνικότητας, ο Χρήστος Μιχαήλ, παραφράζοντας δύο του στίχους, μπορεί να ζει σε λάθος εποχή, δεν σπαταλά όμως τα χρόνια του. Και σίγουρα όχι το δικό μας χρόνο, όλων όσοι βρισκόμαστε απόψε εδώ.


*Διαβάστηκε στην δεύτερη παρουσίαση του βιβλίου 
που έγινε στην Πάτρα στις 6 Μαΐου 2011.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Camly - A Responsive Blogger Theme, Lets Take your blog to the next level.

This is an example of a Optin Form, you could edit this to put information about yourself.


This is an example of a Optin Form, you could edit this to put information about yourself or your site so readers know where you are coming from. Find out more...


Following are the some of the Advantages of Opt-in Form :-

  • Easy to Setup and use.
  • It Can Generate more email subscribers.
  • It’s beautiful on every screen size (try resizing your browser!)
Subscribe Via Email

Subscribe to our newsletter to get the latest updates to your inbox. ;-)

Your email address is safe with us!