Θα ξεκινήσω από τον τίτλο του βιβλίου: «Η καχυποψία ενός άλλοθι». Ας δούμε μια ανάγνωσή του. Η καχυποψία του να είσαι ποιητής ενός άλλοθι του να είσαι νέος. Άρα ο Χρήστος Μιχαήλ από τον τίτλο κιόλας καλείται να αντιμετωπίσει δυο δαίμονες που αλληλοσφάζονται. Το καχύποπτο της ποίησης και το άλλοθι της νεότητάς του. Έχει λοιπόν να αναμετρηθεί και με τα δύο. Να πείσει δηλαδή το αναγνωστικό κοινό κατ’ αρχήν οτι το να είσαι ποιητής, δεν θα κολλήσω δίπλα σε αυτό την ανούσια φράση «στις μέρες μας», το να είσαι ποιητής, λοιπόν, σκέτο, σημαίνει πως μπορεί να περάσεις από το «εκφράζομαι» (πήξαμε από αυτό) στο «εκφράζω». Σε αυτό το ζητούμενο τα ίδια ποιήματά του Μιχαήλ δίνουν τις πρώτες απαντήσεις. Ο λόγος του ενώ σε ένα πρώτο επίπεδο φαίνεται προσωπικός εσωκλείει τις αλήθειες μας. «Και τι είμαι εγώ για να σας μιλώ; Ένας απρόσκλητος κλητήρας των ονείρων» γράφει στο ποίημα «Αυτογνωσία» και ακούγεται το ίδιο πανανθρώπινος με το ξεκάθαρου νοήματος «Ξεγελασμένοι από το χρόνο/ κι απ’ τις βαθιές χαραγματιές μιας μυοφόρου άνοιξης ανηφορίζουμε τη σκάλα». Ο λόγος του λυρικός χρησιμοποιεί ως στιχουργικά βέλη πολλά από τα στοιχεία που οι σύγχρονοι επαΐοντες της ποίησης αποκηρύσσουν ως ξεπερασμένα. Μηβάζετε επίθετα στο λόγο σας, λένε. Ο Μιχαήλ οικοδομεί το λόγο του με αυτά. Από τα πιο κοινόχρηστα μέχρι τα πιο λογοτεχνικά κλείνει τα αυτιά του στις κριτικές σειρήνες και στους λεξιλογικούς περιορισμούς του twitter και μιλά τη γλώσσα που τον εκφράζει. Τη γλώσσα που έμαθε μέσα από τους ποιητές που αγαπά, την ποιητική μετρική του Μάνου Ελευθερίου, το ακαριαίο του Άλκη Αλκαίου, την ατμόσφαιρα του Κώστα Καρυωτάκη, την μελαγχολία του Θάνου Ανεστόπουλο από τα πάλαι ποτέ Διάφανα Κρίνα και άλλων. Οι επιρροές του ξεκάθαρες, λοιπόν,. όσο ξεκάθαρη είναι και η ανάγκη του να αποτίσει έμμεσα και άμεσα φόρο τιμής σε ανθρώπους που του φανέρωσαν τον κόσμο της ποίησης. Γιατί δεν ανοίγουν οι νέοι λογαριασμοί αν δεν κλείσουν οι παλιοί. Και ο Μιχαήλ σοφά αφήνει να φανεί η ευγνωμοσύνη του σε αυτούς που του έμαθαν την αλφαβήτα της σκέψης, κάτι που πιθανόν οι επίσημοι δάσκαλοί του δεν του έμαθαν ποτέ. Είμαι σίγουρος οτι στο επόμενο βιβλίο του θα ξεπεράσει αυτό το αναγκαστικό στάδιο, θα έρθει πιο κοντά στην ιδιοφωνία του, θα αρχίσει να σκοτώνει τους λογοτεχνικούς πατέρες του κατά το κοινώς λεγόμενο, θα αρχίσει δηλαδή να αφαιρεί συνειδητά.
Λένε ακόμα «οτι είναι ξεπερασμένα τα ποιήματα με μέτρο». Ο Μιχαήλ γράφει και αρκετά έμμετρα ποιήματα όπως θα διαβάσετε στο βιβλίο. Μάλιστα, μόνο το ποίημα του «Χειμώνας» αριθμεί 15 ομοιοκατάληκτες τετράστιχες στροφές. Γράφει ακόμη και το πλέον δεσμευτικό και συνάμα εξαιρετικό χαϊκού: «Σκόνη πότισε ο παλιός μας καναπές, τριμμένα πάθη». Αλλά καταφέρνει στα έμμετρά του ποιήματα να εμφανίζεται περισσότερο ελευθερωμένος από ό,τι στον ελεύθερό του στίχο. Και στηρίζεται στις επίσης σήμερα αποκλεισμένες παρομοιώσεις χρησιμοποιώντας τις πολλές φορές ανατρεπτικά και στα λοιπά καλολογικά στοιχεία. Θα πει βέβαια κάποιος σωστά «επειδή χρησιμοποιεί τέτοιου είδους ποιητικά τεχνάσματα πάει να πει οτι είναι καλός ποιητής ή ότι οι σύγχρονοί του που δεν χρησιμοποιούν δεν είναι;». Όχι βέβαια. Δεν μίλησα για καλός ποιητής. Αυτό είναι υποκειμενικό. Μίλησα για καθαρός ποιητής. Που αδιαφορεί για τις τρέχουσες ποιητικές συνθήκες και αναμετράται με τις λέξεις του όπως φαντάζομαι θα αναμετριόταν με τη χρηματοοικονομική και τραπεζική διοικητική που σπούδασε. Ενώπιος ενωπίω. Απομονωμένος από τις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης που συχνότατα εμφανίζεται –όπως και πολλοί από εμάς άλλωστε‐ και από τη δημοσιοσχετίστικη λογική που ελέω επαγγέλματός του (δημοσιογράφος σε μουσικά περιοδικά όπως το Δίφωνο, το Όασις, το musicheaven, το e‐ tetradio κ.ά.) έχει αναγκαστικά υιοθετήσει. Στα ποιήματά του αυτά δεν κυνηγά το add ή το like των φίλων του ούτε τη δημοσιογραφική είδηση. Κυνηγά το συναίσθημά του. Την σπίθα της έμπνευσής του. Τη λέξη του. Και αυτό είναι ένα σημείο που πραγματικά θέλω να τον συγχαρώ κρούοντας του παράλληλα δημόσια το κώδωνα του κινδύνου που αφορά και εμένα ως συνάδελφό του στη δημοσιογραφία αλλά και κοντινό στην ηλικία του. Χρήστο, τις εκπτώσεις, που φαίνεται οτι δεν έκανες στα ποιήματά σου μην τις δεχτείς ούτε στην επαγγελματική σου ζωή και στη μελλούμενη –εύχομαι‐ στιχουργική σου πορεία – καθώς θα πρέπει να το αποκαλύψω αυτό, γράφει και στίχους όπως θα διαπιστώσετε στη συνέχεια και μόνοι σας‐. Και το άλλοθι, για να περάσω, στο δεύτερο μισό του τίτλου του βιβλίου, το άλλοθι οτι είμαστε νέοι –συνεπώς μας συγχωρούνται τα λάθη και οι παρορμήσεις‐ μοιάζει με μια αλυσίδα από αυτές που σέρνουν στα πόδια τους οι κατάδικοι. Ο Μιχαήλ φαίνεται οτι μέχρι τώρα δεν επηρεάζεται από τη σκλαβιά αυτής της αλυσίδας –άλλωστε έχει κρύψει καλά τα 24 του χρόνια κάτω από το αραιό της κεφαλής του‐ αλλά εκμεταλλεύεται το πλεονέκτημα που αυτή προσφέρει. Να βαδίζει αργά και μεθοδικά για να μπορεί να προχωρήσει. Γιατί έτσι κυλούν και τα ποιήματά του. Με στέρεη πρόοδο. Θα ευχόμουν να κρατήσει αυτό το ρυθμό στις ανάσες του.
Το να είσαι ποιητής, τέλος, όμως σημαίνει και κάτι άλλο: οτι πρέπει και να πραγματώνεις αυτό που έγραφε στο περίφημο βιβλίο του «Ποιητική Τέχνη» ένας άλλος συνάδελφός του, πια και με τη βούλα, ο Νικολά Μπουαλώ ο οποίος σαν σήμερα, το 1636, γεννιόταν στο Παρίσι: «Να μην είναι οι στίχοι, έγραφε, η μόνη σας απασχόληση. Να φροντίζετε τους φίλους, να είστε άνθρωπος εμπιστοσύνης. Δεν αρκεί να είστε γοητευτικός και ευχάριστος σ’ ένα βιβλίο, πρέπει ακόμη να ξέρετε να συνομιλείτε και να φέρεστε». Σε αυτό το ζητούμενο την απάντηση μπορώ να τη δώσω ο ίδιος. Ισχύει. Ρητά και κατηγορηματικά δίχως περαιτέρω δακρύβρεχτες προσωπικές εξομολογήσεις και αποδεικτικά στοιχεία. Όσοι τον γνωρίζουν, γνωρίζουν. Χρήστο, δεν εύχομαι να είναι ευπώλητο το βιβλίο σου. Του εύχομαι να έχει καλούς αναγνώστες. Τα ποιητικά νιάτα σου αντρειώθηκαν. Για πάντα. Σας ευχαριστώ.
*Διαβάστηκε στην πρώτη παρουσίαση του βιβλίου
στον Ιανό της οδού Σταδίου στη 01/11/2010.
Δημοσιεύτηκε επίσης στο τεύχος #39
του περιοδικού Μετρονόμος.
Δημοσιεύτηκε επίσης στο τεύχος #39
του περιοδικού Μετρονόμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου