Translate

26 Φεβρουαρίου 2011

Λατέρνα





*Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο πάλαι ποτέ περιοδικό Όασις για το λαϊκό τραγούδι με διευθυντή τον Κώστα Μπαλαχούτη. Αποτελεί μια μικρή προσπάθεια να μάθουμε περισσότερα για το ιδιότυπο αυτό μουσικό όργανο, σε μια εποχή που δεν επιδέχεται γερές αναφορές σε πράγματα που αντέχουν να μας θυμίζουν το ταπεινό παρελθόν μας. Το κείμενο βρίσκεται στην αρχική του μορφή πριν αναλάβει να το διορθώσει και να το συμπτύξει στις κατάλληλες διαστάσεις ο τότε αρχισυντάκτης του περιοδικού. Οι φωτογραφίες δεν είναι αυτές που δημοσιεύτηκαν στο έντυπο κι έτσι είναι κάπως δύσκολο μετά από τόσον καιρό να βρεθούν οι πηγές. Ελπίζω οι φωτογράφοι να δείξουν κατανόηση. 


Η λέξη «λατέρνα» βγαίνει από το ιταλικό «la torno» και σημαίνει «αυτό που γυρίζει». Πρόκειται για τον απόγονο μιας γενιάς αυτόματων μουσικών οργάνων η οποία έχει τις ρίζες της στον 1o αιώνα μ.Χ. Ο Ήρων συγκεκριμένα έχει κάνει αναφορές για κατασκευές αυτόματων μουσικών οργάνων τα οποία δωρίστηκαν στους Βυζαντινούς αυτοκράτορες και στους Χαλίφηδες της Βαγδάτης. Με τη διαδρομή της μέσα στα χρόνια και ύστερα από πολλές και παράδοξες παραλλαγές (μηχανικά πουλιά σε κλουβιά που κελαηδούσαν σαν ζωντανά, ρολόγια που με συνοδεία μουσικής από κυλίνδρους και χτένες έβγαζαν ολόκληρη παράσταση χορευτών πάνω από τους δείκτες τους κ.α) η λατέρνα βρίσκει την τελική της μορφή κάπου την εποχή του 1800 με το οργανέτο (barrel organ) στο Μαύρο δάσος της Βαυαρίας, με το μουσικό κουτί (music box) στα ορεινά χωριά της Ελβετίας και με τη γνωστή λατέρνα (barrel piano) στην Αγγλία. Και τα τρία αυτά μουσικά κουτιά χρησιμοποιούσαν μια τεχνολογία με καρφιά πάνω σε έναν κύλινδρο, όπου κάθε καρφί αντιστοιχούσε σε μία νότα. Η διαφορά τους ήταν στο τρόπο αναπαραγωγής του ήχου: αρμόνιο για το οργανέτο, μεταλλική χτένα για το μουσικό κουτί και πιάνο για τη λατέρνα. 

Ιστορία

Η πρώτη λατέρνα με τη σημερινή της μορφή αποτελεί γεγονός με το πέρασμα στο 1890. Στην Ιταλία, υπήρχαν κάποια μουσικά όργανα παρόμοια με τη σημερινή λατέρνα, οι λεγόμενες ρομβίες. Η ονομασία τους είναι μια λάθος παραλλαγή της λέξης Pombia, που ήταν το εργοστάσιο που τις παρήγαγε. Αυτές είχαν ένα σοβαρό πρόβλημα: για να κρατιόνται τεντωμένες οι χορδές, είχαν ενσωματώσει ένα μαντεμένιο πλαίσιο. Αυτομάτως όλο αυτό το βάρος, κατέστησε τις ρομβίες ως ένα σταθερό και δυσκίνητο μουσικό όργανο. Γύρω στο 1895 ένας Ιταλός της Κωνσταντινούπολης και ένας Έλληνας συντοπίτης του, ο Τζουζέπε Τουρκόνι και ο Ιωσήφ Αρμάο, επισκέφθηκαν την Ιταλία κι έφεραν μαζί τους στην Πόλη μία ρομβία. Την έλυσαν, της τοποθέτησαν ξύλινες βάσεις για τις χορδές, την προσάρμοσαν κατάλληλα και τη μετέτρεψαν σε λατέρνα με τη μορφή που την ξέρουμε σήμερα. Έπειτα, ίδρυσαν ένα εργοστάσιο με την επωνυμία Τζ. Τουρκόνι· ο Ιταλός ασχολήθηκε με το κατασκευαστικό μέρος και ο Έλληνας με το μουσικό. Η λατέρνα λοιπόν, άνθισε στην Κωσνταντινούπολη μέχρι το 1913, όπου έγινε ο διωγμός και οι Έλληνες μετανάστευσαν στον Ελλαδικό χώρο παίρνοντας τα όργανα μαζί τους. Η κατασκευή συνεχίστηκε κανονικά στο νέο τόπο διαμονής των Ελλήνων. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι η λατέρνα όπως την έχουμε αγαπήσει, είναι ένα όργανο ελληνικό. 

Η λατέρνα στην Ελλάδα

Η λατέρνα εξαπλώθηκε γρήγορα στους δρόμους, στις ταβέρνες, στα πανηγύρια και στα σπίτια. Γράφτηκαν τραγούδια Σμυρναίικα, δημοτικά, ρεμπέτικα, κανταδόρικα, εθνικά εμβατήρια, ακόμη και πόλκες, μαζούρκες, βαλσάκια και ταγκό, πολλά από τα οποία δεν έχουν βρει το δρόμο τους προς την έκδοση και τη μαζική κυκλοφορία. Εκτιμάται ότι στην Αθήνα και τον Πειραιά υπήρχαν γύρω στα 40.000 όργανα, άλλα τόσα στη Θεσσαλονίκη και περίπου 20.000 σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα. Πρόκειται για έναν αριθμό εντυπωσιακό αν αναλογιστούμε τόσο τις συνθήκες όσο και τον ίδιο τον πληθυσμό. Αναλογικά, η παρουσία της στα σπίτια είχε την ίδια πυκνότητα ανά κάτοικο που έχουν σήμερα τα πιάνα. Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι η λατέρνα κατάφερε να μεσουρανήσει σε μια εποχή που δεν υπήρχε το γραμμόφωνο, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση και τα λοιπά μέσα ψυχαγωγίας. Ο κόσμος είχε τη δυνατότητα να ακούσει μουσική μόνο στη ζωντανή της εκδοχή, σε κέντρα διασκεδάσεως, γάμους και πανηγύρια. Η μοναδική εναλλακτική λύση λοιπόν υπήρξε η λατέρνα,  με την οποία ο κόσμος ψυχαγωγήθηκε, χόρεψε, διασκέδασε, τόνωσε την Εθνική του συνείδηση και παρηγορήθηκε.

Η εξέλιξη 

Μέσα στο χρόνο η λατέρνα πήρε τη θέση της σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, για να φτάσει σήμερα να αποτελεί σύμβολο της φτώχειας και της ταπεινότητας σε δύσκολους καιρούς. Κάποτε, βέβαια, κάθε καλή οικογένεια θεωρούσε ότι μια λατέρνα μέσα στο σπίτι πρόσθετε κάτι στο κοινωνικό της προφίλ. Πέρα από ένα μουσικό όργανο, η λατέρνα εξοπλίστηκε με την κουλτούρα των ανθρώπων που την αγάπησαν, κυρίως μέσω του ιδιαίτερου στολισμού  της, ο οποίος πρακτικά αποτελεί το μέτρο προστασίας του οργάνου από τη φθορά των καιρικών συνθηκών. Από ένα απλό τετράγωνο μουσικό κουτί, η λατέρνα μεταμορφώθηκε σε φορέα τέχνης και πολιτισμού. Καλύφθηκε με δέρμα σε διάφορα χρώματα, κομμένα, ξεγυρισμένα, με κεντίδια, σκαλισμένα διάτρητα. Αυτές ονομάστηκαν φορεσιές, προφανώς σε μία έξαρση έμπνευσης που ήθελε τη λατέρνα προσωποποιημένη ως γυναίκα. Κι έτσι έμελλαν να της συμπεριφερθούν οι θαυμαστές αλλά και οι κάτοχοι. Της προσέδωσαν βελούδινα σκεπάσματα με ρέλι, χρυσοκεντήματα με παραστάσεις (για παράδειγμα 2 κοπέλες που κρατούσαν την ελληνική σημαία ή ακόμα και παραστάσεις από μάχες του ’21). Της φόρτωσαν με χάντρες, κομπολόγια, εικόνες ή ότι άλλο θεωρούσε ο καθένας ότι ταίριαζε στον χαρακτήρα του. Υπήρχαν σεγαριστά σχέδια με το κλασσικό βυζαντινό σχέδιο και η εικόνα που είχαν στο κέντρο ανήκε στην Μαρία την Πενταγιώτισσα, στη Ρόζα Εσκενάζυ, ή άλλες γνωστές στο λαό γυναικείες προσωπικότητες, κάποιες φορές τσιγγάνες. Σπανιότερα δε, τοποθετούταν φωτογραφία από αγαπημένο του πρόσωπο. Ο στολισμός της λατέρνας ενίοτε αποτέλεσε και επάγγελμα καθώς υπήρχαν καταστήματα που πουλούσαν χειροποίητα, επιβλητικά στολίδια και είδη προς καλλοπισμό της αγαπημένης λατέρνας. Τα πόδια που στηριζόταν η λατέρνα συνήθως ήταν ξυλόγλυπτα και χαρακτήριζαν με τη σειρά τους το γενικότερο σύνολο.

Το σταμπάρισμα 

Το σημαντικότερο ρόλο στη λατέρνα όμως τον είχε φυσικά η ίδια η ουσία, η μουσική. Το βάρος όλο λοιπόν καλούταν να σηκώσει ο κύλινδρος, φτιαγμένος πάντα από φλαμούρι. Έτσι ο κατασκευαστής του, ο λεγόμενος «σταμπαδόρος» ή «καρφωτής» γινόταν πλέον διάσημος, καθώς έπρεπε να κατέχει εξαιρετικές μουσικές ικανότητες και λεπτομερή αντίληψη όσων συνέβαιναν μέσα στο ίδιο κουτί· χρειαζόταν τεχνογνωσία. Κάθε κύλινδρος μπορεί να χωρέσει μέχρι εννιά τραγούδια. Το σταμπάρισμα ήταν μια περίπλοκη διαδικασία με μεγάλο βαθμό δυσκολίας. Αφού το τραγούδι αποτυπωνόταν σε παρτιτούρα, ο σταμπαδόρος τοποθετούσε το ειδικό «ρολόι» στην εσωτερική μεριά της λατέρνας και ακριβώς πίσω από τη χειροκίνητη μανιβέλα. Έπειτα, έξω από τη λατέρνα και πίσω από τη μανιβέλα βίδωνε έναν λεπτοδείχτη και τα ευθυγράμμιζε μεταξύ τους. Ανάλογα με τη χρονική αξία που είχε η κάθε νότα γύριζε τη μανιβέλα μέχρι ο λεπτοδείχτης να φέρει την ανάλογη ένδειξη στο ρολόι. Τη στιγμή εκείνη πατούσε ελαφρά το πλήκτρο, ώστε το ατσαλάκι στην άκρη να σημαδέψει ελαφρά τον κύλινδρο. Στην αρχή έβαζε την πρώτη σειρά και ύστερα τα μπάσα. Αφού τελείωνε και τα 9 τραγούδια ξεκινούσε το κάρφωμα. Τα καρφιά που χρησιμοποιούσε ήταν τριών ειδών: α) πόντοι, καρφιά μήκους 6 χιλιοστών που χρησιμοποιούνταν για μεγάλες χρονικές αξίες. β) τα τέρτσα, καρφιά μήκους 5 χιλιοστών που χρησιμοποιούνται κυρίως για τα όγδοα και μπαίνουν σε σειρές και γ) οι τρίλιες, καρφιά μήκους 4 χιλιοστών, αιχμηρά στο πάνω μέρος κοντά, τετραγωνισμένα (τετραγωνοποιημένα) και μπακιρένια. Όλη η διαδικασία του τυπώματος διαρκούσε 20-25 ολόκληρες ημέρες. Διασημότερος σταμπαδόρος υπήρξε ο Νίκος Αρμάος, γιος του Ιωσήφ Αρμάο, του πρώτου κατασκευαστή από την Κωνσταντινούπολη. Λόγω της έλλειψης της τεχνολογίας, όπως την ξέρουμε σήμερα αλλά και άλλων μέσων αποθήκευσης του ήχου, ο Αρμάος είχε το ταλέντο να σταμπάρει έναν σκοπό με 2 ή 3 τρόπους, μόνο ακούγοντας ένα πελάτη να τον σφυρίζει. Έγραφε πολλά τραγούδια και λέγεται πως αρκετά από αυτά έγιναν γνωστά ως συνθέσεις άλλων, στους οποίους τα είχε δώσει. Μερικά από αυτά φημολογείται πως είναι  η Φαληριώτισσα, το Γαρύφαλλο στ’ αυτί, η Φούστα κλαρωτή, το Χασάπικο πολίτικο κ.α, το οποία ο ίδιος πούλησε έναντι αντιτίμου. Μεγάλος και μοναδικός καημός του Νίκου Αρμάου ήταν ότι ποτέ δεν κατάφερε να κατασκευάσει δική του λατέρνα. Άλλοι γνωστοί σταμπαδόροι υπήρξαν οι  Τουρκόνι, Γεωργίου, Καρμέλλο, Μπρίντιζι, Τριπολιτσιώτης, Πολύκαρπος, Παπανδρέου, Ντικράν, Αλή Μπέη, Ευθυμίου, Φωτίου…άνθρωποι που μέσα από το επάγγελμα αυτό, κατάφεραν να αποκτήσουν μοναδική αίγλη στην κοινωνία που ζούσαν.

Το τέλος

Το 1936 κατασκευάστηκε η τελευταία παραδοσιακή λατέρνα στην Ελλάδα, από τον Αρμένη κατασκευαστή Ντικράν Τζοραγιάν. Το τέλος της λατέρνας άρχισε να έρχεται με την διάδοση του γραμμοφώνου κι έπειτα με την επανάσταση του ραδιοφώνου. Η χαριστική βολή δόθηκε από το δικτάτορα Μεταξά και τον τότε αρχηγό της αστυνομίας Παπαβραμίδη, οι οποίοι κυνήγησαν την λατέρνα παράλληλα με τα κουτσαβάκια, τα μουστάκια και τα μανίκια, κατατάσσοντάς την μαζί με το ρεμπέτικο στις δραστηριότητες του υποκόσμου. Τότε, όλοι αναγκάστηκαν είτε να καταστρέψουν τις λατέρνες που είχαν, είτε να τις εξαφανίσουν στο υπόγειο, σε συνθήκες άσχημες για τη συντήρησή τους. Έτσι, έπειτα από σχεδόν 70 χρόνια μεγαλείου, το ιδιόμορφο αυτό μουσικό όργανο ξεχάσθηκε σχεδόν ολότελα και το χειρότερο, το συνέδεσαν με τα μέσα ζητιανιάς, καθώς πολλές από αυτές που κυκλοφορούν σήμερα στους δρόμους είναι κακέκτυπα αποτελούμενα από προχειροφτιαγμένα ξύλινα κουτιά που μέσα τους κρύβονται κασετόφωνα. 

Σήμερα

Στη σύγχρονη εποχή η λατέρνα είναι ένα σπάνιο θέαμα. Μετά το 1936, η κατασκευή λατερνών ήρθε ξανά στην επιφάνεια από τον Βασίλη Ιακωβίδη και τον συνεργάτη του, Αντώνη Νασιόπουλο. Η ζήτηση είχε περιοριστεί σε συλλέκτες μουσικών οργάνων αλλά και σε κάποιους ελάχιστους μουσικούς. Στην περιοχή της Αττικής υπάρχουν ελάχιστοι περιπλανώμενοι. Επίσης σε μαγαζιά διασκέδασης πολύ σπάνια βρίσκονται λατέρνες αφού οι δίσκοι, τα γραμμόφωνα και τα Juke box παραμέρισαν τελείως τη λατέρνα μετά το 1940. Σπάνια γίνονται πωλήσεις πλέον και συνήθως όχι κατόπιν παραγγελίας· διατίθενται ως έτοιμα κομμάτια. Τα τραγούδια τα οποία ταυτίστηκαν με τη λατέρνα όπως η Φραγκοσυριανή, Γαρύφαλλο στ’ αυτί, Το Τραμ το τελευταίο, Οι θαλασσιές οι χάντρες, παραμένουν στο ρεπερτόριο και των καινούργιων οργάνων, ενώ προσθήκες συναντιούνται σε τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι, του Μίμη Πλέσσα κλπ. 

Το 1995 στη Θεσσαλονίκη, , ο Πάνος Ιωαννίδης, με σπουδές σε μεγάλα ιδρύματα της Αγγλίας και της Αμερικής, ξεκινάει μια έρευνα για την αναβίωση της λατέρνας και κατασκευάζει το δικό του όργανο. Το 2008 εκδίδει το βιβλίο «Λατέρνα, η αρχόντισσα του δρόμου», το μοναδικό βιβλίο για τη λατέρνα που κυκλοφορεί σήμερα. Ο τόμος περιέχει πολλές φωτογραφίες, ένα γλωσσάρι με όρους λατέρνας και ένα CD με 18 κομμάτια για λατέρνα. Από αυτά τα μισά είναι αυθεντικά, ανέκδοτα από παλιές κατεστραμμένες και κακοδιατηρημένες λατέρνες που με πολύ κόπο αποκρυπτογράφησε και μετέγραψε ο ίδιος σε όργανα δικής του κατασκευής και τα άλλα μισά είναι τραγούδια που γράφτηκαν για πρώτη φορά σε λατέρνα.

Το νεότερο τραγούδι που εντοπίσαμε σε κύλινδρο λατέρνας είναι το «Αυτή η νύχτα μένει» του Σταμάτη Κραουνάκη, σε μια λατέρνα που έδωσε το δικό της ρεσιτάλ στο Ηρώδειο, στις 27 και 28 Ιουνίου 2008, στην παράσταση «Χ- σκηνής, αυτά που κάψαν το σανίδι». Το τραγούδι στάμπαρε αποκλειστικά για την παράσταση ο τελευταίος εναπομείναντας των σταμπαδόρων και κατασκευαστών, Αντώνης Νασιόπουλος. 

Αντώνης Νασιόπουλος
(τεχνίτης, σταμπαδόρος, κατασκευαστής)

Ευτύχησα να έχω δασκάλους τους δύο τελευταίους μάστορες του σταμπαρίσματος. Ο Τζούλιος Αρμάος, γιος του Νίκου Αρμάου και εγγονός του Ιωσφήβ, στον Πειραιά και ο Τάσος Τζιώνης, στις Σέρρες. Κοινό χαρακτηριστικό όλων των παλιών τεχνιτών ήταν ότι δεν έδειχναν εύκολα την τέχνη τους κι αυτό είχε περάσει στη σφαίρα της ιδεολογίας. Προτιμούσαν να μένει σε οικογενειακά πλαίσια. Παρόλα αυτά, όταν αξιολογούσαν έναν άνθρωπο και τον εμπιστεύονταν για δικούς τους λόγους, τον δίδασκαν. Είχα την τύχη να με διδάξουν και οι δύο.

Όταν αποφοίτησα από το λύκειο αποφάσισα να αγοράσω μια λατέρνα. Ως κάτοικος της Πλάκας ερχόμουν σε συνεχή τριβή με το αντικείμενο και είχα εντυπωσιαστεί. Δυσκολεύτηκα να βρω ένα αξιοπρεπές όργανο, καθώς τα περισσότερα δεν ήταν καλοδιατηρημένα. Ψάχνοντας, ανακάλυψα τον Δημήτρη Παπαμηνά, έναν γραφικό λατερνατζή της Πλάκας, όπου μου πούλησε τη μία από τις δύο του λατέρνες. Το 1991 πλήρωσα 950 χιλιάδες δραχμές. Ήταν μια καλή τιμή, οι περισσότερες ξεπερνούσαν το 1,5 εκατομμύριο. Εκείνος με έστειλε στον Αρμάο για να την επισκευάσω, στο εργαστήριό του. Βρήκα έναν παππού να επισκευάζει ιδρωμένος μια ρομβία. Του είπα περί τίνος πρόκειται κι εκείνος αφού δέχτηκε να με εξυπηρετήσει στο μουσικό κομμάτι, με σύστησε στον μετέπειτα συνεργάτη μου, τον τεχνίτη πιάνων Βασίλη Ιακωβίδη για την επισκευή των χορδών. Όταν επέστρεψα για τα τραγούδια στον Αρμάο, πρότεινε να μου δείξει και μερικά πράγματα στον τομέα της συντήρησης, μιας και το ενδιαφέρον μου φαινόταν μεγάλο. Ούτε λίγο, ούτε πολύ πέρασαν 3 χρόνια διδασκαλίας. Είχα μάθει σχεδόν τα πάντα πάνω στη λατέρνα, εκτός βέβαια από την τέχνη του σταμπαρίσματος η οποία όπως είπαμε ήταν το μεγάλο μυστικό. Το 1994, όταν ετοιμαζόμουν για το στρατιωτικό μου, ο Αρμάος μου υποσχέθηκε πως επιστρέφοντας θα μου μάθαινε την τέχνη, μιας και είχα κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Όμως τα πράγματα δεν ήρθαν όπως τα θέλαμε, καθώς αρρώστησε και πέθανε. Με την μετάθεσή μου ως φαντάρος στις Σέρρες, θυμήθηκα το όνομα του Τζιώνη και θεώρησα πως ήταν η καλύτερη ευκαιρία να τον γνωρίσω. Αφού συναντηθήκαμε, ο μάστορας χάρηκε πολύ· όπως μου είπε είχε χρόνια να μιλήσει τη γλώσσα του. Έτσι σχεδόν σε κάθε άδεια βρισκόμουν στο σπίτι του, να πίνουμε καφέ και να μιλάμε για τη λατέρνα. Κάποια στιγμή από μόνος του θέλησε να μου μάθει τη δουλειά. Με την απόλυσή, μου έδειξε τα βασικά και μού έδωσε σε παρτιτούρα ένα τραγούδι, το «Ντιρλαντά και τέζα όλοι», να το τυπώσω στην Αθήνα και να του το στείλω σε κασέτα να το ακούσει. Το αποτέλεσμα τον ενθουσίασε και κάπως έτσι συνεχίστηκε η πρακτική διδασκαλία εξ αποστάσεως. 

Ο Αρμάος και ο Τζιώνης είχαν μια άτυπη κόντρα, στο μοντέλο των Χατζιδάκι- Θεοδωράκη, γιατί εκπροσωπούσαν δυο τελείως διαφορετικές σχολές. Ο πρώτος στα μάγκικα και ο δεύτερος στις καντάδες και τα βαλς. Μπορούμε σήμερα να μιλάμε για δυο ξεχωριστές σχολές, την Αθηναϊκή και τη σχολή της Θεσσαλονίκης. Ήταν δύο πολύ διαφορετικοί άνθρωποι, καλοί όμως και οι δύο. Για να σου δώσω να καταλάβεις, ο Τζιώνης στις Σέρρες είχε ένα παραδοσιακό καφενείο για να ζει και να γεμίζει την καθημερινότητά του. Ήταν ένας γραφικός παππούς της επαρχίας. Ο δε Αρμάος κάθε Πέμπτη πήγαινε στα πολυκαταστήματα και ψώνιζε ό,τι πιο σύγχρονο υπήρχε. Να σκεφτείς, κάθε φορά που τελειώναμε από το εργαστήριο, πηγαίναμε για φαγητό στα Goody’s…

Νίκος Κανελλόπουλος 
(λατερνατζής στο κέντρο της Αθήνας)


Η λατέρνα για μένα είναι πρώτα συναίσθημα και μετά δουλειά. Την συγκεκριμένη που βλέπεις την αγόρασε ο πατέρας μου από έναν φίλο του και αφού τη δούλεψε για ένα διάστημα, το 1996 την πήρα εγώ. Μια φορά το μήνα την επισκέπτεται ο τεχνίτης, την κουρδίζει και τσεκάρει τις χορδές. Κάθε 6-7 χρόνια χρειάζεται αλλαγή ο κύλινδρος γιατί φαγώνονται τα καρφιά. Η λατέρνα έχει εννιά τραγούδια. Τα δικά μου είναι τα εξής: Τα παλιομισοφόρια, Φαληριώτιώτισσα, Χατζηκυριάκειο, Παιδιά του Πειραιά, Αγιοθεοδωρήτισσα, Τρελή αγάπη, Κύματα του Δουνάβεως, Γαρύφαλλο στ’ αυτί και το Γιλεκάκι που φορείς. Η βόλτα μου ξεκινά από την πλατεία Κλαθμώνος, ανεβαίνω την Αιόλου μέχρι την Πλατεία Κοτζιά, έπειτα βγαίνω στην Ερμού μέχρι το Σύνταγμα. Κάποιες φορές δίνω το παρόν σε κάποιες εκδηλώσεις, κυρίως με ξένο κοινό. Όσον αφορά το μεροκάματο, παρόλο που είμαστε πολύ λίγοι, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα· μεροδούλι- μεροφάι. Σήμερα ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται για τη λατέρνα. Δεν υπάρχουν νέοι που να θέλουν να μάθουν κι έτσι το όργανο κοντεύει να χαθεί. Τα περισσότερα παιδιά, κυρίως που έρχονται από επαρχία, κοιτούν παράξενα, κάποια κοροϊδεύουν. Εκείνο που δεν τραβάει τον κόσμο στη λατέρνα είναι κυρίως το οικονομικό. Μια λατέρνα σήμερα κοστίζει περίπου 10.000 ευρώ ενώ για να τα βγάλεις από τη δουλειά θα χρειαστείς χρόνια. Προτιμούν να πάρουν αμάξι. Από την άλλη δεν είναι και εύκολο να περιπλανιέσαι με ένα τόσο βαρύ αντικείμενο. Η δικιά  μου ζυγίζει περίπου 100 κιλά. Εκείνο που με στεναχωρεί είναι ότι η πολιτεία δεν βοηθά καθόλου το επάγγελμα του λατερνατζή. Η δικαιολογία όταν βρέθηκαν απέναντί μας κάποια στιγμή, ήταν απλά «ότι δεν προβλέπεται κάτι». Εύχομαι να αλλάξουν τα πράγματα, αν και μετά από εμάς δύσκολο να συνεχίσουν να υπάρχουν λατερνατζήδες. 

Πηγές

www.armaoslaterna.gr
www.laterna.info
www.rempetika.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Camly - A Responsive Blogger Theme, Lets Take your blog to the next level.

This is an example of a Optin Form, you could edit this to put information about yourself.


This is an example of a Optin Form, you could edit this to put information about yourself or your site so readers know where you are coming from. Find out more...


Following are the some of the Advantages of Opt-in Form :-

  • Easy to Setup and use.
  • It Can Generate more email subscribers.
  • It’s beautiful on every screen size (try resizing your browser!)
Subscribe Via Email

Subscribe to our newsletter to get the latest updates to your inbox. ;-)

Your email address is safe with us!