Translate

28 Φεβρουαρίου 2011

Συνέντευξη με το Φοίβο Δεληβοριά




Είναι από τους τραγουδοποιούς που φέρουν ισχυρό το καλλιτεχνικό τους στίγμα σε κάθε τους δραστηριότητα. Ωστόσο κάθε δίσκος του μοιάζει να απέχει πολύ από τον προηγούμενο, δίνοντας έτσι στα τραγούδια το περιθώριο να αποκτήσουν τη δική τους ζωή αλλά και στον ίδιο να εξελιχθεί ως δημιουργός: να διαβάσει, να ακούσει μουσική, να δει ταινίες, να φιλτράρει την πραγματικότητα με τον δικό του τρόπο. Ο νέος δίσκος του με τίτλο Ο αόρατος άνθρωπος βρίσκεται εδώ και κάποιες εβδομάδες στα δισκοπωλεία, είναι μία από τις ωριμότερες δουλειές του και έγινε πραγματικότητα από μια νέα, ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία.

Έχω την αίσθηση ότι ο Αόρατος Άνθρωπος είναι ο πιο εσωστρεφής δίσκος σου.

Ξεκίνησε από ένα αίσθημα απώλειας που είχα όταν ξεκίνησα να γράφω τα τραγούδια. Για πρώτη φορά ο χρόνος, οι απώλειες της ζωής, οι χωρισμοί, τα πένθη δεν μπορούσα να τα συλλάβω με την ίδια αδιαφορία, όπως στα 20 μου. Πλέον υπήρχε ιδιαίτερο βάρος σε όλα αυτά. Έτσι, χωρίς να το έχω προγραμματίσει, πέρασε στα τραγούδια μια διάχυτη μελαγχολία, μια διάθεση να μιλήσω για πράγματα που από μόνα τους είναι πιο σκοτεινά. Αυτό δεν έγινε προγραμματικά. Τώρα πια, που ετοιμάζω τις παραστάσεις νιώθω να έχω μια πιο ρυθμική και αλέγκρα διάθεση. Από το πένθος γεννήθηκε ζωή.

Η Αρλέτα μας τραγουδά στο τραγούδι σου με τίτλο Ωροσκόπιο «Δεν υπάρχει ζωή στον Άρη/ δεν υπάρχουν μετά θάνατον λεφτά/ το δικό μου φτωχό φεγγάρι λέει/ θα’ μαι κι αύριο εδώ παρόλ’ αυτά». Για τι αξίζει να τρωγόμαστε με τον εαυτό μας σήμερα;

Για όσα κινητοποιούν την ίδια τη ζωή: για τον ίδιο το θάνατο ενδεχομένως ή για την επίγνωση του θανάτου. Το γεγονός ότι ολόκληρος ο δυτικός κόσμος και κατά συνέπεια και εμείς, από το ’85 και μετά κινείται γύρω από τη δύναμη του χρήματος μας κάνει να ξεχνάμε ότι η φτώχια της ύπαρξης είναι κάτι παντοτινό. Δηλαδή τα ερωτικά μας κίνητρα, οι δημιουργικές μας πράξεις, η αγάπη μας για τους 15 ανθρώπους που θα μας δοθεί η ευκαιρία να αγαπήσουμε, είναι πολύ σημαντικότερα. Σίγουρα τα λεφτά είναι μια συγκεκριμένη κινητήριος δύναμη την οποία βιαστήκαμε να την κάνουμε μεταφυσική, είτε ως νεοφιλελεύθεροι είτε ως μαρξιστές. Στα λεφτά υπάρχει μόνο ένας άξονας που γυρίζει…γύρω από τον εαυτό του. Βάζοντας λοιπόν την Αρλέτα να το τραγουδήσει όλο αυτό ως γηραιό χρησμοδότη, μου φάνηκε και πολύ ωραίο καλλιτεχνικά.

Νέος δίσκος σε μια νέα εταιρία με διαφορετική αισθητική από τις μεγάλες εταιρίες. Οι μεγάλες δισκογραφικές έχουν πεθάνει και δεν το ξέρουν;

Τα δύο στοιχεία τα οποία έχουν χάσει οι μεγάλες δισκογραφικές είναι αφενός η παρθενικότητα, μια σκέψη ξεκούραστη και χωρίς άγχος γύρω από τη μουσική. Να βρίσκουν τη μουσική που ανασαίνει, όπου και αν ανασαίνει εκείνη, χωρίς ιδεοληψίες. Όταν λέω ότι το πολιτιστικό μοντέλο των μεγάλων εταιριών έχει βασιλέψει, δεν το λέω ούτε από αγνωμοσύνη ούτε από κόλλημα ιδεολογίας. Όντως οι πολυεθνικές έχουν καταντήσει οι άνθρωποι που αγαπάμε να μισούμε. Το άλλο που έχει χαθεί στις δισκογραφικές είναι η διάκριση των πραγμάτων: ποιο κοινό ακούει υγιώς τι και το πώς θα έρθουμε κοντά του. Η λογική του cross over μπορεί να βολεύει κάποιους καλλιτέχνες που υπηρετούν κάποιο συγκεκριμένο μόρφωμα, αλλά στη μουσική έκανε κακό. Το ότι τη δουλειά αυτή τώρα πια την κάνουν παρέες πέντε ατόμων με τη λογική του εκδοτικού οίκου, είτε είναι στην Inner Ear ή στην Archangel είτε οπουδήποτε αλλού, δεν είναι τυχαίο. Αν ας πούμε η Μόνικα έβγαινε πριν από πέντε χρόνια σε μια πολυεθνική, με την κούραση στη σκέψη που θα επικρατούσε εκεί πέρα, δεν θα πετύχαινε αυτά που πέτυχε.

Το ίδιο δεν θα συνέβαινε και στο νέο σου δίσκο; Ανεξάρτητα από το αν είσαι γνωστός ή όχι.

Ο δίσκος αυτός είναι εύθραυστος. Τα τραγούδια είναι πιο προσωπικά, πιο ελεγειακά, ο ήχος δημιουργήθηκε από τρεις μουσικούς και όργανα πολύ ευαίσθητα. Χρειαζόταν μια πολύ καλή παραγωγή για να δέσει σωστά. Αν σε αυτό τον δίσκο λοιπόν δεν πίστευαν αυτοί οι πέντε άνθρωποι που πίστεψαν, μουσικοί και παραγωγοί, θα έβγαινε κάτι ασθματικό, κάτι κομπλεξικό.

Οι προηγούμενοί σου δίσκοι όμως, παρόλο που βρισκόσουν σε μια μεγάλη εταιρία όπως την περιγράφεις, δεν βγήκαν ούτε κομπλεξικοί, ούτε ασθματικοί.

Οι δικές μου παρατηρήσεις γύρω από το πολυεθνικό μοντέλο δεν έχουν να κάνουν με προσωπική αγνωμοσύνη. Μιλάω γενικά. Σε προσωπικό επίπεδο οι εταιρίες μου φέρθηκαν πολύ καλά: και περίμεναν 3 χρόνια μέχρι να ξανακάνω δίσκο και με στήριξαν με στοργικότητα και οι μεγαλύτεροι μουσικοί ήρθαν να παίξουν στους δίσκους μου. Ωστόσο, μετά το στάδιο του στούντιο δεν σου κρύβω ότι το υλικό μας αντιμετωπιζόταν με μια αμηχανία. Σαν να μην ήξεραν να το διαχειριστούν και να συνομιλήσουν μαζί του. Η Inner Ear, θέλεις λόγω λίγων ατόμων, θέλεις λόγω μεγάλης προσήλωσης στη μουσική, λόγω ότι δεν κοροϊδεύουν την αισθητική του μέσου ακροατηρίου, κατάφεραν αυτό που δεν κατάφεραν οι πολυεθνικές.

Είναι και οι παραγωγοί που λείπουν;

Αυτό το scouting πια το κάνουν αποτελεσματικότερα όλοι αυτοί που έχουν μαζευτεί στις μικρές εταιρίες. Στις μεγάλες εταιρίες ο παραγωγός κάθεται στο γραφείο του, έχει μια στοίβα ντέμο και ακούει όσα δεν βαριέται να ακούσει. Πάντα όμως υπήρχαν λίγοι άνθρωποι που βγήκαν από αυτό το σύστημα και ήταν εκείνοι που έκαναν όλη τη σοβαρή δουλειά από το ’80 και μετά. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν ηχολήπτες που κατοικοεδρεύουν σε διάφορα μικρά στούντιο ανά την Ελλάδα και μπορούν να είναι πολύ καλοί παραγωγοί. Έχω δει με τα μάτια μου να δέχονται ένα τραγούδια ανολοκλήρωτο και να το κάνουν έργο τέχνης. Το θέμα είναι ποιος έχει την τόλμη να τους δώσει έναν ρόλο παραπάνω. Σιγά- σιγά αλλάζει αυτό, βρίσκονται κίνητρα και πόροι και οργανώνεται το πράγμα. Γι’ αυτό κι εγώ τα τελευταία χρόνια, εν μέσω της πλερέζας που έχει πέσει στον κόσμο, έλεγα και συνεχίζω να λέω ότι τα πράγματα είναι στην καλύτερή τους φάση. Και δεν είναι η πρώτη φορά. Τη δεκαετία του ’90 για παράδειγμα, όταν βγήκε ο Περίδης με τον Μάλαμα, φάνηκε ότι υπήρχε κάτι το οποίο αγωνιούσε να βγει. Και όντως, αυτή η σκηνή έκανε αιμοδοσία στη δισκογραφία για τουλάχιστον δέκα χρόνια. Το ίδιο είχε κάνει και η Λύρα τη δεκαετία του ’60.

Παρόλο που όπως έχεις πει το ελληνικό τραγούδι είναι νεκρό;

Η μυθολογία του είναι νεκρή. Αυτό το πράγμα το οποίο τέθηκε θεωρητικά και αναλύθηκε τη δεκαετία του ’60 ως ελληνικό τραγούδι, δεν είναι αυτό που μπορεί να δημιουργήσει ένα νέο παιδί. Ούτε αυτό που προβάλλεται νεκροζώντανα κάθε σαββατόβραδο στη ΝΕΤ. Δεν είναι αρκετό πια. Η μυθολογία του κουτουκιού, του μεταπολιτευτικού τραγουδιού δεν είναι ελκυστικό ούτε αντιπροσωπευτικό για έναν νέο άνθρωπο.

Ακόμα και η μυθολογία των τραγουδοποιών του ’90, όπου και ανήκεις;

Ακόμα και αυτή. Όλοι αυτοί που καταπιάνονται με το αγγλόφωνο επίσης κάνουν τη μισή δουλειά, αλλά την κάνουν με υγιή κριτήρια. Όταν μιλάμε για θανάτους στην τέχνη δεν μιλάμε για οριστικούς θανάτους. Κάποιες εποχές τελειώνουν και μέχρι να βρούμε κάποιους τρόπους να ξαναζωντανέψουμε τα αιτήματα που βρίσκονται πίσω από την τέχνη, θέλει την αποδοχή του θανάτου αυτού και τη μεταλαμπάδευσή του σε κάτι καινούργιο. Την τελευταία εικοσαετία, είτε υπάρχει η κινδυνολογία τού «μην το αφήσουμε να πεθάνει» είτε ο μιμητισμός στα δρώμενα του εξωτερικού. Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση και πάντα έτσι γινόταν: από τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη μέχρι τη Λένα Πλάτωνος, τον Σαββόπουλο στο Βρόμικο ψωμί και τον Θανάση Παπακωνσταντίνου στο Βραχνό Προφήτη.

Η τέχνη πρέπει να είναι δωρεάν;

Όχι! Ο καλλιτέχνης, όπως και όλοι οι δημιουργικοί άνθρωποι σε μια κοινωνία οφείλουν να πληρώνονται γι’ αυτό που κάνουν.

Παρόλο που στο site της εταιρίας σου μπορεί κανείς να ακούσει δωρεάν τα νέα σου τραγούδια.

Αυτή είναι μια κίνηση γενναιοδωρίας η οποία αποδεικνύει ακριβώς πόσο φτηνό είναι το να δίνεις ένα μικρό αντίτιμο γι’ αυτό που ακούς. Εννοείται ότι το streaming αυτή τη στιγμή είναι στο χέρι του καθενός και μάλιστα εμείς το δίνουμε με την καλύτερη ποιότητα. Ούτε διανοούμαστε να καταδικάσουμε ένα παιδί που ανεβάζει ένα βίντεο στο youtube ή να κυνηγήσουμε με μηνύσεις όσους κατεβάζουν τα τραγούδια δωρεάν. Απλώς θεωρώ ότι με επιλεκτικότητα, όπως και με όλα τα είδη που απολαμβάνουμε, πρέπει να τιμούμε τους δημιουργούς. Από έναν καλό μάγειρα μέχρι έναν καλό μουσικό. Για έναν καφέ δίνεις 4 ευρώ, τον απολαμβάνεις, τελειώνει για πάντα. Αν θυσιάσεις 3 καφέδες για ένα cd, αγοράζεις κάτι που θα το έχεις για πάντα. Δεν καταλαβαίνω γιατί αν σου αρέσει πραγματικά ένα cd να μην πας να το αγοράσεις. Οι θεωρίες που λένε ότι με το να μην αγοράζουμε cd, καταπολεμάμε τη μουσική βιομηχανία, δεν στέκουν. Τα παράγωγα αυτής της βιομηχανίας, τα μεγάλα ονόματα και οι stars, έχουν νυχτοκάματα τα οποία δεν θα χτυπηθούν ποτέ. Οι Κόρε. Ύδρο. όμως πώς θα πάνε στο στούντιο για τον επόμενο δίσκο;

Είσαι τόσα χρόνια στο χώρο, δεν έχεις νιώσει ποτέ κατεστημένο;

Ποτέ. Δεν ανήκα ποτέ σε ένα είδος μουσικής που προβαλλόταν ιδιαίτερα. Εκείνο που έχω νιώσει κατά καιρούς είναι η επανάληψη σε ένα-δύο τραγούδια. Ακόμα και στους δίσκους μου διαφοροποιούμαι. Ούτε οικονομικά έχω νιώσει κατεστημένο, εξάλλου δουλεύω λίγο, ίσα για να μπορώ να ζω αξιοπρεπώς.

Μετανιώνεις ποτέ;

Αναθεωρώ πολύ συχνά, δεν μετανιώνω. Αν κάνουμε κάτι και τα κίνητρά μας είναι αγνά, ακόμα και να αποδειχτεί τελείως λάθος, δεν μετανιώνουμε. Αν όμως κάνουμε κάτι που δεν το πιστεύουμε, από το να σπουδάσουμε κάτι που δεν μας αρέσει, μέχρι να κάνουμε ένα δίσκο επειδή και μόνο πιστεύουμε ότι θα πουλήσει, θα το μετανιώσουμε. Εγώ, επειδή από τα 13 μου πάνω- κάτω ήξερα με τι ήθελα να ασχοληθώ, στήριζα κάθε μουσική μου δραστηριότητα με αγάπη. Υπό αυτή την έννοια δεν μετανιώνω. Ποτέ δεν έκανα κάτι που εκείνη τη στιγμή δεν το πίστευα.

Κρύβεται η ελπίδα; 

Μπορούμε να το πούμε κι έτσι. Κάτι που θα μας κάνει να ελπίσουμε, που θα μας δώσει καύσιμα για να κινηθούμε, πάντα είναι κάπου κρυμμένο. Δεν είναι εμφανές. Οι άνθρωποι θέλουν να ανακαλύπτουν πράγματα, να επενδύουν σε μια κρυφή ελπίδα την οποία δεν τους την επέβαλε κανένα μεγάλο μέσο. Θέλει δουλειά για να τη βρεις, αλλά θέλει δουλειά και για να την αναθεωρήσει. Πολλοί άνθρωποι γερνάνε πιστεύοντας σε κάτι που ήλπισαν στα νιάτα τους.



*Πρώτη δημοσίευση www.musicpaper.gr

26 Φεβρουαρίου 2011

Λατέρνα





*Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο πάλαι ποτέ περιοδικό Όασις για το λαϊκό τραγούδι με διευθυντή τον Κώστα Μπαλαχούτη. Αποτελεί μια μικρή προσπάθεια να μάθουμε περισσότερα για το ιδιότυπο αυτό μουσικό όργανο, σε μια εποχή που δεν επιδέχεται γερές αναφορές σε πράγματα που αντέχουν να μας θυμίζουν το ταπεινό παρελθόν μας. Το κείμενο βρίσκεται στην αρχική του μορφή πριν αναλάβει να το διορθώσει και να το συμπτύξει στις κατάλληλες διαστάσεις ο τότε αρχισυντάκτης του περιοδικού. Οι φωτογραφίες δεν είναι αυτές που δημοσιεύτηκαν στο έντυπο κι έτσι είναι κάπως δύσκολο μετά από τόσον καιρό να βρεθούν οι πηγές. Ελπίζω οι φωτογράφοι να δείξουν κατανόηση. 


Η λέξη «λατέρνα» βγαίνει από το ιταλικό «la torno» και σημαίνει «αυτό που γυρίζει». Πρόκειται για τον απόγονο μιας γενιάς αυτόματων μουσικών οργάνων η οποία έχει τις ρίζες της στον 1o αιώνα μ.Χ. Ο Ήρων συγκεκριμένα έχει κάνει αναφορές για κατασκευές αυτόματων μουσικών οργάνων τα οποία δωρίστηκαν στους Βυζαντινούς αυτοκράτορες και στους Χαλίφηδες της Βαγδάτης. Με τη διαδρομή της μέσα στα χρόνια και ύστερα από πολλές και παράδοξες παραλλαγές (μηχανικά πουλιά σε κλουβιά που κελαηδούσαν σαν ζωντανά, ρολόγια που με συνοδεία μουσικής από κυλίνδρους και χτένες έβγαζαν ολόκληρη παράσταση χορευτών πάνω από τους δείκτες τους κ.α) η λατέρνα βρίσκει την τελική της μορφή κάπου την εποχή του 1800 με το οργανέτο (barrel organ) στο Μαύρο δάσος της Βαυαρίας, με το μουσικό κουτί (music box) στα ορεινά χωριά της Ελβετίας και με τη γνωστή λατέρνα (barrel piano) στην Αγγλία. Και τα τρία αυτά μουσικά κουτιά χρησιμοποιούσαν μια τεχνολογία με καρφιά πάνω σε έναν κύλινδρο, όπου κάθε καρφί αντιστοιχούσε σε μία νότα. Η διαφορά τους ήταν στο τρόπο αναπαραγωγής του ήχου: αρμόνιο για το οργανέτο, μεταλλική χτένα για το μουσικό κουτί και πιάνο για τη λατέρνα. 

Ιστορία

Η πρώτη λατέρνα με τη σημερινή της μορφή αποτελεί γεγονός με το πέρασμα στο 1890. Στην Ιταλία, υπήρχαν κάποια μουσικά όργανα παρόμοια με τη σημερινή λατέρνα, οι λεγόμενες ρομβίες. Η ονομασία τους είναι μια λάθος παραλλαγή της λέξης Pombia, που ήταν το εργοστάσιο που τις παρήγαγε. Αυτές είχαν ένα σοβαρό πρόβλημα: για να κρατιόνται τεντωμένες οι χορδές, είχαν ενσωματώσει ένα μαντεμένιο πλαίσιο. Αυτομάτως όλο αυτό το βάρος, κατέστησε τις ρομβίες ως ένα σταθερό και δυσκίνητο μουσικό όργανο. Γύρω στο 1895 ένας Ιταλός της Κωνσταντινούπολης και ένας Έλληνας συντοπίτης του, ο Τζουζέπε Τουρκόνι και ο Ιωσήφ Αρμάο, επισκέφθηκαν την Ιταλία κι έφεραν μαζί τους στην Πόλη μία ρομβία. Την έλυσαν, της τοποθέτησαν ξύλινες βάσεις για τις χορδές, την προσάρμοσαν κατάλληλα και τη μετέτρεψαν σε λατέρνα με τη μορφή που την ξέρουμε σήμερα. Έπειτα, ίδρυσαν ένα εργοστάσιο με την επωνυμία Τζ. Τουρκόνι· ο Ιταλός ασχολήθηκε με το κατασκευαστικό μέρος και ο Έλληνας με το μουσικό. Η λατέρνα λοιπόν, άνθισε στην Κωσνταντινούπολη μέχρι το 1913, όπου έγινε ο διωγμός και οι Έλληνες μετανάστευσαν στον Ελλαδικό χώρο παίρνοντας τα όργανα μαζί τους. Η κατασκευή συνεχίστηκε κανονικά στο νέο τόπο διαμονής των Ελλήνων. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι η λατέρνα όπως την έχουμε αγαπήσει, είναι ένα όργανο ελληνικό. 

Η λατέρνα στην Ελλάδα

Η λατέρνα εξαπλώθηκε γρήγορα στους δρόμους, στις ταβέρνες, στα πανηγύρια και στα σπίτια. Γράφτηκαν τραγούδια Σμυρναίικα, δημοτικά, ρεμπέτικα, κανταδόρικα, εθνικά εμβατήρια, ακόμη και πόλκες, μαζούρκες, βαλσάκια και ταγκό, πολλά από τα οποία δεν έχουν βρει το δρόμο τους προς την έκδοση και τη μαζική κυκλοφορία. Εκτιμάται ότι στην Αθήνα και τον Πειραιά υπήρχαν γύρω στα 40.000 όργανα, άλλα τόσα στη Θεσσαλονίκη και περίπου 20.000 σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα. Πρόκειται για έναν αριθμό εντυπωσιακό αν αναλογιστούμε τόσο τις συνθήκες όσο και τον ίδιο τον πληθυσμό. Αναλογικά, η παρουσία της στα σπίτια είχε την ίδια πυκνότητα ανά κάτοικο που έχουν σήμερα τα πιάνα. Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι η λατέρνα κατάφερε να μεσουρανήσει σε μια εποχή που δεν υπήρχε το γραμμόφωνο, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση και τα λοιπά μέσα ψυχαγωγίας. Ο κόσμος είχε τη δυνατότητα να ακούσει μουσική μόνο στη ζωντανή της εκδοχή, σε κέντρα διασκεδάσεως, γάμους και πανηγύρια. Η μοναδική εναλλακτική λύση λοιπόν υπήρξε η λατέρνα,  με την οποία ο κόσμος ψυχαγωγήθηκε, χόρεψε, διασκέδασε, τόνωσε την Εθνική του συνείδηση και παρηγορήθηκε.

Η εξέλιξη 

Μέσα στο χρόνο η λατέρνα πήρε τη θέση της σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, για να φτάσει σήμερα να αποτελεί σύμβολο της φτώχειας και της ταπεινότητας σε δύσκολους καιρούς. Κάποτε, βέβαια, κάθε καλή οικογένεια θεωρούσε ότι μια λατέρνα μέσα στο σπίτι πρόσθετε κάτι στο κοινωνικό της προφίλ. Πέρα από ένα μουσικό όργανο, η λατέρνα εξοπλίστηκε με την κουλτούρα των ανθρώπων που την αγάπησαν, κυρίως μέσω του ιδιαίτερου στολισμού  της, ο οποίος πρακτικά αποτελεί το μέτρο προστασίας του οργάνου από τη φθορά των καιρικών συνθηκών. Από ένα απλό τετράγωνο μουσικό κουτί, η λατέρνα μεταμορφώθηκε σε φορέα τέχνης και πολιτισμού. Καλύφθηκε με δέρμα σε διάφορα χρώματα, κομμένα, ξεγυρισμένα, με κεντίδια, σκαλισμένα διάτρητα. Αυτές ονομάστηκαν φορεσιές, προφανώς σε μία έξαρση έμπνευσης που ήθελε τη λατέρνα προσωποποιημένη ως γυναίκα. Κι έτσι έμελλαν να της συμπεριφερθούν οι θαυμαστές αλλά και οι κάτοχοι. Της προσέδωσαν βελούδινα σκεπάσματα με ρέλι, χρυσοκεντήματα με παραστάσεις (για παράδειγμα 2 κοπέλες που κρατούσαν την ελληνική σημαία ή ακόμα και παραστάσεις από μάχες του ’21). Της φόρτωσαν με χάντρες, κομπολόγια, εικόνες ή ότι άλλο θεωρούσε ο καθένας ότι ταίριαζε στον χαρακτήρα του. Υπήρχαν σεγαριστά σχέδια με το κλασσικό βυζαντινό σχέδιο και η εικόνα που είχαν στο κέντρο ανήκε στην Μαρία την Πενταγιώτισσα, στη Ρόζα Εσκενάζυ, ή άλλες γνωστές στο λαό γυναικείες προσωπικότητες, κάποιες φορές τσιγγάνες. Σπανιότερα δε, τοποθετούταν φωτογραφία από αγαπημένο του πρόσωπο. Ο στολισμός της λατέρνας ενίοτε αποτέλεσε και επάγγελμα καθώς υπήρχαν καταστήματα που πουλούσαν χειροποίητα, επιβλητικά στολίδια και είδη προς καλλοπισμό της αγαπημένης λατέρνας. Τα πόδια που στηριζόταν η λατέρνα συνήθως ήταν ξυλόγλυπτα και χαρακτήριζαν με τη σειρά τους το γενικότερο σύνολο.

Το σταμπάρισμα 

Το σημαντικότερο ρόλο στη λατέρνα όμως τον είχε φυσικά η ίδια η ουσία, η μουσική. Το βάρος όλο λοιπόν καλούταν να σηκώσει ο κύλινδρος, φτιαγμένος πάντα από φλαμούρι. Έτσι ο κατασκευαστής του, ο λεγόμενος «σταμπαδόρος» ή «καρφωτής» γινόταν πλέον διάσημος, καθώς έπρεπε να κατέχει εξαιρετικές μουσικές ικανότητες και λεπτομερή αντίληψη όσων συνέβαιναν μέσα στο ίδιο κουτί· χρειαζόταν τεχνογνωσία. Κάθε κύλινδρος μπορεί να χωρέσει μέχρι εννιά τραγούδια. Το σταμπάρισμα ήταν μια περίπλοκη διαδικασία με μεγάλο βαθμό δυσκολίας. Αφού το τραγούδι αποτυπωνόταν σε παρτιτούρα, ο σταμπαδόρος τοποθετούσε το ειδικό «ρολόι» στην εσωτερική μεριά της λατέρνας και ακριβώς πίσω από τη χειροκίνητη μανιβέλα. Έπειτα, έξω από τη λατέρνα και πίσω από τη μανιβέλα βίδωνε έναν λεπτοδείχτη και τα ευθυγράμμιζε μεταξύ τους. Ανάλογα με τη χρονική αξία που είχε η κάθε νότα γύριζε τη μανιβέλα μέχρι ο λεπτοδείχτης να φέρει την ανάλογη ένδειξη στο ρολόι. Τη στιγμή εκείνη πατούσε ελαφρά το πλήκτρο, ώστε το ατσαλάκι στην άκρη να σημαδέψει ελαφρά τον κύλινδρο. Στην αρχή έβαζε την πρώτη σειρά και ύστερα τα μπάσα. Αφού τελείωνε και τα 9 τραγούδια ξεκινούσε το κάρφωμα. Τα καρφιά που χρησιμοποιούσε ήταν τριών ειδών: α) πόντοι, καρφιά μήκους 6 χιλιοστών που χρησιμοποιούνταν για μεγάλες χρονικές αξίες. β) τα τέρτσα, καρφιά μήκους 5 χιλιοστών που χρησιμοποιούνται κυρίως για τα όγδοα και μπαίνουν σε σειρές και γ) οι τρίλιες, καρφιά μήκους 4 χιλιοστών, αιχμηρά στο πάνω μέρος κοντά, τετραγωνισμένα (τετραγωνοποιημένα) και μπακιρένια. Όλη η διαδικασία του τυπώματος διαρκούσε 20-25 ολόκληρες ημέρες. Διασημότερος σταμπαδόρος υπήρξε ο Νίκος Αρμάος, γιος του Ιωσήφ Αρμάο, του πρώτου κατασκευαστή από την Κωνσταντινούπολη. Λόγω της έλλειψης της τεχνολογίας, όπως την ξέρουμε σήμερα αλλά και άλλων μέσων αποθήκευσης του ήχου, ο Αρμάος είχε το ταλέντο να σταμπάρει έναν σκοπό με 2 ή 3 τρόπους, μόνο ακούγοντας ένα πελάτη να τον σφυρίζει. Έγραφε πολλά τραγούδια και λέγεται πως αρκετά από αυτά έγιναν γνωστά ως συνθέσεις άλλων, στους οποίους τα είχε δώσει. Μερικά από αυτά φημολογείται πως είναι  η Φαληριώτισσα, το Γαρύφαλλο στ’ αυτί, η Φούστα κλαρωτή, το Χασάπικο πολίτικο κ.α, το οποία ο ίδιος πούλησε έναντι αντιτίμου. Μεγάλος και μοναδικός καημός του Νίκου Αρμάου ήταν ότι ποτέ δεν κατάφερε να κατασκευάσει δική του λατέρνα. Άλλοι γνωστοί σταμπαδόροι υπήρξαν οι  Τουρκόνι, Γεωργίου, Καρμέλλο, Μπρίντιζι, Τριπολιτσιώτης, Πολύκαρπος, Παπανδρέου, Ντικράν, Αλή Μπέη, Ευθυμίου, Φωτίου…άνθρωποι που μέσα από το επάγγελμα αυτό, κατάφεραν να αποκτήσουν μοναδική αίγλη στην κοινωνία που ζούσαν.

Το τέλος

Το 1936 κατασκευάστηκε η τελευταία παραδοσιακή λατέρνα στην Ελλάδα, από τον Αρμένη κατασκευαστή Ντικράν Τζοραγιάν. Το τέλος της λατέρνας άρχισε να έρχεται με την διάδοση του γραμμοφώνου κι έπειτα με την επανάσταση του ραδιοφώνου. Η χαριστική βολή δόθηκε από το δικτάτορα Μεταξά και τον τότε αρχηγό της αστυνομίας Παπαβραμίδη, οι οποίοι κυνήγησαν την λατέρνα παράλληλα με τα κουτσαβάκια, τα μουστάκια και τα μανίκια, κατατάσσοντάς την μαζί με το ρεμπέτικο στις δραστηριότητες του υποκόσμου. Τότε, όλοι αναγκάστηκαν είτε να καταστρέψουν τις λατέρνες που είχαν, είτε να τις εξαφανίσουν στο υπόγειο, σε συνθήκες άσχημες για τη συντήρησή τους. Έτσι, έπειτα από σχεδόν 70 χρόνια μεγαλείου, το ιδιόμορφο αυτό μουσικό όργανο ξεχάσθηκε σχεδόν ολότελα και το χειρότερο, το συνέδεσαν με τα μέσα ζητιανιάς, καθώς πολλές από αυτές που κυκλοφορούν σήμερα στους δρόμους είναι κακέκτυπα αποτελούμενα από προχειροφτιαγμένα ξύλινα κουτιά που μέσα τους κρύβονται κασετόφωνα. 

Σήμερα

Στη σύγχρονη εποχή η λατέρνα είναι ένα σπάνιο θέαμα. Μετά το 1936, η κατασκευή λατερνών ήρθε ξανά στην επιφάνεια από τον Βασίλη Ιακωβίδη και τον συνεργάτη του, Αντώνη Νασιόπουλο. Η ζήτηση είχε περιοριστεί σε συλλέκτες μουσικών οργάνων αλλά και σε κάποιους ελάχιστους μουσικούς. Στην περιοχή της Αττικής υπάρχουν ελάχιστοι περιπλανώμενοι. Επίσης σε μαγαζιά διασκέδασης πολύ σπάνια βρίσκονται λατέρνες αφού οι δίσκοι, τα γραμμόφωνα και τα Juke box παραμέρισαν τελείως τη λατέρνα μετά το 1940. Σπάνια γίνονται πωλήσεις πλέον και συνήθως όχι κατόπιν παραγγελίας· διατίθενται ως έτοιμα κομμάτια. Τα τραγούδια τα οποία ταυτίστηκαν με τη λατέρνα όπως η Φραγκοσυριανή, Γαρύφαλλο στ’ αυτί, Το Τραμ το τελευταίο, Οι θαλασσιές οι χάντρες, παραμένουν στο ρεπερτόριο και των καινούργιων οργάνων, ενώ προσθήκες συναντιούνται σε τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι, του Μίμη Πλέσσα κλπ. 

Το 1995 στη Θεσσαλονίκη, , ο Πάνος Ιωαννίδης, με σπουδές σε μεγάλα ιδρύματα της Αγγλίας και της Αμερικής, ξεκινάει μια έρευνα για την αναβίωση της λατέρνας και κατασκευάζει το δικό του όργανο. Το 2008 εκδίδει το βιβλίο «Λατέρνα, η αρχόντισσα του δρόμου», το μοναδικό βιβλίο για τη λατέρνα που κυκλοφορεί σήμερα. Ο τόμος περιέχει πολλές φωτογραφίες, ένα γλωσσάρι με όρους λατέρνας και ένα CD με 18 κομμάτια για λατέρνα. Από αυτά τα μισά είναι αυθεντικά, ανέκδοτα από παλιές κατεστραμμένες και κακοδιατηρημένες λατέρνες που με πολύ κόπο αποκρυπτογράφησε και μετέγραψε ο ίδιος σε όργανα δικής του κατασκευής και τα άλλα μισά είναι τραγούδια που γράφτηκαν για πρώτη φορά σε λατέρνα.

Το νεότερο τραγούδι που εντοπίσαμε σε κύλινδρο λατέρνας είναι το «Αυτή η νύχτα μένει» του Σταμάτη Κραουνάκη, σε μια λατέρνα που έδωσε το δικό της ρεσιτάλ στο Ηρώδειο, στις 27 και 28 Ιουνίου 2008, στην παράσταση «Χ- σκηνής, αυτά που κάψαν το σανίδι». Το τραγούδι στάμπαρε αποκλειστικά για την παράσταση ο τελευταίος εναπομείναντας των σταμπαδόρων και κατασκευαστών, Αντώνης Νασιόπουλος. 

Αντώνης Νασιόπουλος
(τεχνίτης, σταμπαδόρος, κατασκευαστής)

Ευτύχησα να έχω δασκάλους τους δύο τελευταίους μάστορες του σταμπαρίσματος. Ο Τζούλιος Αρμάος, γιος του Νίκου Αρμάου και εγγονός του Ιωσφήβ, στον Πειραιά και ο Τάσος Τζιώνης, στις Σέρρες. Κοινό χαρακτηριστικό όλων των παλιών τεχνιτών ήταν ότι δεν έδειχναν εύκολα την τέχνη τους κι αυτό είχε περάσει στη σφαίρα της ιδεολογίας. Προτιμούσαν να μένει σε οικογενειακά πλαίσια. Παρόλα αυτά, όταν αξιολογούσαν έναν άνθρωπο και τον εμπιστεύονταν για δικούς τους λόγους, τον δίδασκαν. Είχα την τύχη να με διδάξουν και οι δύο.

Όταν αποφοίτησα από το λύκειο αποφάσισα να αγοράσω μια λατέρνα. Ως κάτοικος της Πλάκας ερχόμουν σε συνεχή τριβή με το αντικείμενο και είχα εντυπωσιαστεί. Δυσκολεύτηκα να βρω ένα αξιοπρεπές όργανο, καθώς τα περισσότερα δεν ήταν καλοδιατηρημένα. Ψάχνοντας, ανακάλυψα τον Δημήτρη Παπαμηνά, έναν γραφικό λατερνατζή της Πλάκας, όπου μου πούλησε τη μία από τις δύο του λατέρνες. Το 1991 πλήρωσα 950 χιλιάδες δραχμές. Ήταν μια καλή τιμή, οι περισσότερες ξεπερνούσαν το 1,5 εκατομμύριο. Εκείνος με έστειλε στον Αρμάο για να την επισκευάσω, στο εργαστήριό του. Βρήκα έναν παππού να επισκευάζει ιδρωμένος μια ρομβία. Του είπα περί τίνος πρόκειται κι εκείνος αφού δέχτηκε να με εξυπηρετήσει στο μουσικό κομμάτι, με σύστησε στον μετέπειτα συνεργάτη μου, τον τεχνίτη πιάνων Βασίλη Ιακωβίδη για την επισκευή των χορδών. Όταν επέστρεψα για τα τραγούδια στον Αρμάο, πρότεινε να μου δείξει και μερικά πράγματα στον τομέα της συντήρησης, μιας και το ενδιαφέρον μου φαινόταν μεγάλο. Ούτε λίγο, ούτε πολύ πέρασαν 3 χρόνια διδασκαλίας. Είχα μάθει σχεδόν τα πάντα πάνω στη λατέρνα, εκτός βέβαια από την τέχνη του σταμπαρίσματος η οποία όπως είπαμε ήταν το μεγάλο μυστικό. Το 1994, όταν ετοιμαζόμουν για το στρατιωτικό μου, ο Αρμάος μου υποσχέθηκε πως επιστρέφοντας θα μου μάθαινε την τέχνη, μιας και είχα κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Όμως τα πράγματα δεν ήρθαν όπως τα θέλαμε, καθώς αρρώστησε και πέθανε. Με την μετάθεσή μου ως φαντάρος στις Σέρρες, θυμήθηκα το όνομα του Τζιώνη και θεώρησα πως ήταν η καλύτερη ευκαιρία να τον γνωρίσω. Αφού συναντηθήκαμε, ο μάστορας χάρηκε πολύ· όπως μου είπε είχε χρόνια να μιλήσει τη γλώσσα του. Έτσι σχεδόν σε κάθε άδεια βρισκόμουν στο σπίτι του, να πίνουμε καφέ και να μιλάμε για τη λατέρνα. Κάποια στιγμή από μόνος του θέλησε να μου μάθει τη δουλειά. Με την απόλυσή, μου έδειξε τα βασικά και μού έδωσε σε παρτιτούρα ένα τραγούδι, το «Ντιρλαντά και τέζα όλοι», να το τυπώσω στην Αθήνα και να του το στείλω σε κασέτα να το ακούσει. Το αποτέλεσμα τον ενθουσίασε και κάπως έτσι συνεχίστηκε η πρακτική διδασκαλία εξ αποστάσεως. 

Ο Αρμάος και ο Τζιώνης είχαν μια άτυπη κόντρα, στο μοντέλο των Χατζιδάκι- Θεοδωράκη, γιατί εκπροσωπούσαν δυο τελείως διαφορετικές σχολές. Ο πρώτος στα μάγκικα και ο δεύτερος στις καντάδες και τα βαλς. Μπορούμε σήμερα να μιλάμε για δυο ξεχωριστές σχολές, την Αθηναϊκή και τη σχολή της Θεσσαλονίκης. Ήταν δύο πολύ διαφορετικοί άνθρωποι, καλοί όμως και οι δύο. Για να σου δώσω να καταλάβεις, ο Τζιώνης στις Σέρρες είχε ένα παραδοσιακό καφενείο για να ζει και να γεμίζει την καθημερινότητά του. Ήταν ένας γραφικός παππούς της επαρχίας. Ο δε Αρμάος κάθε Πέμπτη πήγαινε στα πολυκαταστήματα και ψώνιζε ό,τι πιο σύγχρονο υπήρχε. Να σκεφτείς, κάθε φορά που τελειώναμε από το εργαστήριο, πηγαίναμε για φαγητό στα Goody’s…

Νίκος Κανελλόπουλος 
(λατερνατζής στο κέντρο της Αθήνας)


Η λατέρνα για μένα είναι πρώτα συναίσθημα και μετά δουλειά. Την συγκεκριμένη που βλέπεις την αγόρασε ο πατέρας μου από έναν φίλο του και αφού τη δούλεψε για ένα διάστημα, το 1996 την πήρα εγώ. Μια φορά το μήνα την επισκέπτεται ο τεχνίτης, την κουρδίζει και τσεκάρει τις χορδές. Κάθε 6-7 χρόνια χρειάζεται αλλαγή ο κύλινδρος γιατί φαγώνονται τα καρφιά. Η λατέρνα έχει εννιά τραγούδια. Τα δικά μου είναι τα εξής: Τα παλιομισοφόρια, Φαληριώτιώτισσα, Χατζηκυριάκειο, Παιδιά του Πειραιά, Αγιοθεοδωρήτισσα, Τρελή αγάπη, Κύματα του Δουνάβεως, Γαρύφαλλο στ’ αυτί και το Γιλεκάκι που φορείς. Η βόλτα μου ξεκινά από την πλατεία Κλαθμώνος, ανεβαίνω την Αιόλου μέχρι την Πλατεία Κοτζιά, έπειτα βγαίνω στην Ερμού μέχρι το Σύνταγμα. Κάποιες φορές δίνω το παρόν σε κάποιες εκδηλώσεις, κυρίως με ξένο κοινό. Όσον αφορά το μεροκάματο, παρόλο που είμαστε πολύ λίγοι, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα· μεροδούλι- μεροφάι. Σήμερα ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται για τη λατέρνα. Δεν υπάρχουν νέοι που να θέλουν να μάθουν κι έτσι το όργανο κοντεύει να χαθεί. Τα περισσότερα παιδιά, κυρίως που έρχονται από επαρχία, κοιτούν παράξενα, κάποια κοροϊδεύουν. Εκείνο που δεν τραβάει τον κόσμο στη λατέρνα είναι κυρίως το οικονομικό. Μια λατέρνα σήμερα κοστίζει περίπου 10.000 ευρώ ενώ για να τα βγάλεις από τη δουλειά θα χρειαστείς χρόνια. Προτιμούν να πάρουν αμάξι. Από την άλλη δεν είναι και εύκολο να περιπλανιέσαι με ένα τόσο βαρύ αντικείμενο. Η δικιά  μου ζυγίζει περίπου 100 κιλά. Εκείνο που με στεναχωρεί είναι ότι η πολιτεία δεν βοηθά καθόλου το επάγγελμα του λατερνατζή. Η δικαιολογία όταν βρέθηκαν απέναντί μας κάποια στιγμή, ήταν απλά «ότι δεν προβλέπεται κάτι». Εύχομαι να αλλάξουν τα πράγματα, αν και μετά από εμάς δύσκολο να συνεχίσουν να υπάρχουν λατερνατζήδες. 

Πηγές

www.armaoslaterna.gr
www.laterna.info
www.rempetika.com

23 Φεβρουαρίου 2011

Στοά




Θα μπορούσα ώρες να μιλάω για το κέντρο της Αθήνας, όπως θα μπορούσα να μιλάω για σένα. Να γεμίσω σελίδες φέρνοντας στο νου περπατημένες διαδρομές, φωτογραφίες sepia, σημειώσεις στο πόδι, βιβλία, φλιτζάνια με ζεστό καφέ, μελωδίες και μυρωδιές. Δεσίματα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που όλο αυτό κατέστη ανάγκη και όχι ταπεινή επιθυμία. Μια ανάγκη συνοχής, συνάφειας και- γιατί όχι- συνενοχής. Και η στοά; Πάντα αγαπούσες τις στοές, όπως κι εγώ. Περπάτημα ελαφρύ, πιάσιμο στο μπράτσο, επικοινωνία με σιωπή. Ίσως- ίσως και μια μικρή χορευτική φιγούρα προς τιμήν της μελωδίας που συνοδεύει τέτοιες διαδρομές χωρίς να το αντιλαμβάνεσαι με την πρώτη. Χαμόγελο που καταλήγει σε μειδίαμα προδίδοντας στεγνά το σαράκι εντός μας, όσο κι αν προσπαθούμε να κρυφτούμε πίσω από τύπους και προσχήματα. Πάντα από πάνω προς τα κάτω τα βήματα αυτά, από την Πανεπιστημίου στη Σταδίου∙ ποτέ αντίστροφα. Και πάντα νύχτα, να αναδύεται ο χαρακτήρας της πόλης που ξέρει να είναι ερωτεύσιμη ακόμα και στις πιο λάθος συνθήκες. Γιατί οι συνθήκες μας για καιρό δεν ήταν εκείνες που δικαιούμαστε. Θα μπορούσα ώρες να μιλάω για το κέντρο της Αθήνας, όπως ώρες θα μπορούσα να μιλάω για σένα. Εξάλλου πάντα σας ένωνε η συνάρτηση που χρόνια παλεύω να ολοκληρώσω. 

Σημ: Το κείμενο γράφτηκε για το τέταρτο τεύχος, το φθινοπωρινό, του περιοδικού "Έρωτες αστικού πολιτισμού" με αφορμή την πρώτη ποιητική συλλογή "Η καχυποψία ενός άλλοθι (εκδ. Τετράγωνο 2010). Ευχαριστώ τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο για την πρόσκληση και τη Βάσια Αναγνωστοπούλου για τη φωτογραφία. 

22 Φεβρουαρίου 2011

Το αίμα.


Η μουσική του Θέμη. Οι στίχοι της Στέλλας. 

***

Εν ονόματι Κυρίου
νύχτες μαρτυρίου
και δαίμονες.

Σου ζήτησα φωτιά
μα εσύ να κάψεις τα φριχτά
της μνήμης μου 
επέμενες.

Τι ειν' ο άνθρωπος τι το μυαλό του;
Σκιά και σύννεφο σιωπή και αίμα.

Ποιος ξέφυγε ποτέ απ' τον εαυτό του; 
Για να μας δείξει την οδό 
και το νερό το σιωπηλό
που πνίγει το είδωλό του.

Εν ονόματι κυρίου
χαρτί εισιτηρίου
για την ανάσταση

Μου ζήτησες αργά
να κατεβάσω τα ρολά
στης τρέλας την παράσταση.

Τι ειν' ο άνθρωπος τι η καρδιά του;
Σκιά και σύννεφο σιωπή και αίμα.

Ποιος ξέφυγε ποτέ απ' τον εαυτό του; 
Για να μας δείξει την οδό
και το νερό το σιωπηλό 
που πνίγει το είδωλό του.

Τι ειν 'ο άνθρωπος, τι το μυαλό του;
Σκιά και σύννεφο σιωπή και αίμα

Ποιος ξέφυγε ποτέ απ' τον εαυτό του; 
Για να μας δείξει την οδό
και το νερό το σιωπηλό 
που πνίγει το είδωλό του.

Τι ειν' ο άνθρωπος τι η καρδιά του;
Στον βίο του ασώτου θα το βρεις.

Ποιος βγήκε κάποτε απ' τα όνειρά του
χωρίς τα χώματα κάποιας πληγής;

17 Φεβρουαρίου 2011

Στο Δίφωνο Μαρτίου που κυκλοφορεί


Μετά τη μεγάλη περιπέτεια που αντιμετώπισε το περιοδικό Δίφωνο τους προηγούμενους μήνες, τον αγώνα των εργαζομένων και τη πρωτοφανή στήριξη των καλλιτεχνών, μεγαλων, νεότερων, αλλά και ανθρώπων του πνεύματος  ξανακυκλοφορούμε υπό νέα διεύθυνση και αρχισυνταξία από τον ίδιο εκδοτικό οργανισμό. Νέος διευθυντής ο Μιχάλης Γελασάκης, νεός αρχισυντάκτης ο Κώστας Αγοραστός, η συνταικτική ομάδα σχεδόν όλη πίσω, εμπλουτισμένη με ονόματα όπως η Στέλλα Βλαχογιάννη και ο Οδυσσέας Ιωάννου σε μάχιμες θέσεις. Το περιοδικό κυκλοφορεί αύριο  Παρασκευή με εξώφυλλο το Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και τον Δημήτρη Σταρόβα ενώ στα περίπτερα θα το βρείτε σε πολλές εκδοχές ανάλογα με τα cd που δίνονται δώρο.  

Συνεντεύξεις:
Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας
μιλάει στον Οδυσσέα Ιωάννου: «Είμαστε όλοι σε κατάθλιψη και έχουμε πετάξει λευκή πετσέτα»
και ο Δημήτρης Σταρόβας στον Παναγιώτη Γιαννέλη: «Πολλές φορές νιώθω εγκλωβισμένος στην κωμική μου πλευρά».

Η Τάνια Τσανακλίδου εξομολογείται στον Χρήστο Α. Μιχαήλ» «Ήθελα να είμαι ήρωας, όχι καλλιτέχνης».

Ο Φοίβος Δεληβοριάς λέει στον Γιάννη Θ. Πετρίδη: «Μόνο μέσα από την προσωπική φτώχεια γεννιέται η μουσική».

Ο Γιάννης Κούτρας υποστηρίζει με θέρμη στον Αλέξη Βάκη: «Αυτή τη φορά, το ταξίδι δεν το χάνω με τίποτα».

Θέματα:
Μουσική από σπίτι, του Γιάννη Μεθενίτη
Η δισκογραφία του Ερωτόκριτου, του Σπύρου Αραβανή
Τζίμης Πανούσης, από τα Εξάρχεια στη Συγγρού, του Παναγιώτη Γιαννέλη
Γιάννης Σταματίου, Ο περιζήτητος «σπόρος» του μπουζουκιού, του Κώστα Μπαλαχούτη
Η στιχουργική του Άλκη Αλκαίου, Ωδή σε ένα δρομέα αντοχής, του Σπύρου Αραβανή

Πρόσωπα:
Ρίτα Αντωνωπούλου, Γιάννης Μήτσης, Οδυσσέας Τσάκαλος, Καίτη Κουλλιά, Κώστας Δημουλέας, Σωτηρία Λεονάρδου, Αρετή Κετιμέ, Γιώργος Μεράντζας, Λάκης Παπαδόπουλος, Τρίφωνο, Χρυσούλα Στεφανάκη, Despoina Ricci, Mogwai, Bruce Springsteen, P.J. Harvey, κ.α.

Και οι Μόνιμες Στήλες:

Moderato Cantabile, του Κώστα ΑγοραστούΑπό Στόμα σε Στόμα, του Παναγιώτη Γιαννέλη
Κλασικά, της Λιάνας Μαλανδρενιώτη
Διαθέσεις, του Σπύρου Αραβανή
Κέρματα, του Οδυσσέα Ιωάννου
Παραδούναι και Λαβείν, του Σωτήρη Μπέκα
Λόγου Χάριν, της Στέλλας Βλαχογιάννη
Από το αρχείο του Διφώνου, επιμέλεια Κώστας Αγοραστός

Σε αυτό το τεύχος συνεργάζονται:
Χρήστος Αγγελόπουλος, Σπύρος Αραβανής, Αλέξης Βάκης, Στέλλα Βλαχογιάννη, Παναγιώτης Γιαννέλης, Αδάμ Γιαννίκος, Θοδωρής Δημητρόπουλος, Άντυ Δημοπούλου, Οδυσσέας Ιωάννου, Θοδωρής Κανελλόπουλος, Ηλίας Κατιρτζιγιανόγλου, Αναστασία Κουκά, Κορίνα Λασκαριδου, Λιάνα Μαλανδρενιώτη, Θάνος Ματζάνας, Γιάννης Μεθενίτης, Χρήστος Α. Μιχαήλ, Κώστας Μπαλαχούτης, Σωτήρης Μπέκας, Γιάννης Θ. Πετριδης, Μιχάλης Πολυχρόνης, Σάββας Σερέτης, Απόστολος Στάικος, Βάσια Τζανακάρη

Τα cd του Διφώνου:
Βασική Έκδοση: € 7,90Νίκος Μαμαγκάκης: Ερωτόκριτος
Λαθρεπιβάτες: Λαθρεπιβάτες

Ειδική Έκδοση: € 8,90Eagles: Hotel California
Ειδική Έκδοση: € 8,90
Blues Brothers: The Best of Blues Brothers

Ειδική Έκδοση: € 8,90Παύλος Σιδηρόπουλος: Ο Πρίγκιπας του ροκ (4cd + 1 dvd)

Ειδική Έκδοση: € 9,90The Best Latin Albums:Xavier Cugat: For Latin Lovers
Arthur Murray: The Best Cha-Cha Album
Tito Puente: Latin Dance Mania
Tito Puente: Cuban Fantasy
Edmundo Ros: 28 Mambos & Sambas

16 Φεβρουαρίου 2011

Popeye


                                                         www.myspace.com/popeyegr

Ο Ποπάι δεν ήταν ο αγαπημένος μας ήρωας. Η ποπ όμως είναι η αγαπημένη μας μουσική...κι έτσι το 2005 αποφασίσαμε να ρίξουμε μια ματιά. Ο Γιάννης Καλατής κάνει το programming, την ενορχήστρωση, την παραγωγή (πλήκτρα και κιθάρα), ο αδελφός του ο Μάρκος παίζει κιθάρες και πλήκτρα, ο Δημήτρης Καμπούρης τραγουδάει και γράφει τους στίχους και τελευταία (2009) ο Αντώνης Δούνιας, παίζει drums. Όλοι συμμετέχουν στη σύνθεση. Το τραγούδι μας “If you…” συμπεριλήφθηκε στη συλλογή του Δημήτρη Παπασπυρόπουλου “Silent Wonder”(όπως και στο Audiobook 3 του postwave.gr). Το “The deepest sea” ήταν το 1ο μας single το οποίο κυκλοφόρησε από τη The Sound Of Everything. Το debut cd μας  POP EYE κυκλοφoρεί από τη Shift Records. Έχουμε αρκετές ζωντανές εμφανίσεις τα τελευταία 2-3 χρόνια, σχεδόν σε όλους τους συναυλιακούς χώρους και festival.  Το 2010 ετοιμάζουμε τη νέα μας δουλειά, την οποία ελπίζουμε να κυκλοφορήσουμε αρχές του 2011.

Ποιες οι επιρροές σας και ποιο το συγκρότημα/ καλλιτέχνης που σας καθόρισε;

Νομίζουμε πως οι επιρροές μας είναι τόσο εμφανείς στη μουσική μας που δε χρειάζεται καν να πούμε συγκεκριμένα ονόματα. Δεν κρυβόμαστε πίσω από αυτές αλλά αντιθέτως τις αναδεικνύουμε, όταν φυσικά κι εμείς τις "αναγνωρίζουμε". Σίγουρα ποικίλουν κι αυτό φαίνεται επίσης στο διαφορετικό στυλ των τραγουδιών μας, από pure electropop, σε πιο dark μονοπάτια, από κολεγιακή κιθαριστική ποπ, σε χατζιδακικό-moby-στέρεο νόβα πινελιές, από τα συγκροτήματα της Sarah Records, σε καθαρή indie pop. Depeche Mode, Pet Shop Boys, Massiva Attack, Moby, Interpol, Saint Etienne, Belle and Sebastian κλπ.

Βιοπορίζεστε από τη μουσική; Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για ένα μουσικό σχήμα να πετύχει κάτι τέτοιο και ποια τα βασικά εμπόδια;

Όχι, δεν βιοποριζόμαστε από τη μουσική, αν και θα το θέλαμε πάρα πολύ, γιατί αυτό θα σήμαινε πως θα δίναμε όλη μας την ενέργεια κι όλο μας το χρόνο σε αυτό που αγαπάμε περισσότερο. Είναι τραγικά δύσκολο να συμβεί και πραγματικά χαιρόμαστε που κάποιοι τα έχουν ψιλο-καταφέρει. Πλέον είναι δύσκολο για όλους, αλλά δυστυχώς η Ελλάδα είναι μια μικρή αγορά που δε χωράει πολλά αγγλόφωνα σχήματα. Εκτός αν η λεγόμενη "εγχώρια show biz" (βλέπε ειδήσεις του Star) θα απαρτιστεί μελλοντικά από τους Abbie Gale, από τους GAD, από τους Sleepin Pillow κι από τους Modrec (τυχαία τα ονόματα) κι έχουμε κόντρες του στυλ GAD vs POP EYE, Matisse vs Cyanna, Monika vs Olga Kouklaki κλπ. Κι αν δεν το έχεις ακούσει, μιλάμε για παγκόσμια μουσική βιομηχανία και το ελληνικό μουσικό περίπτερο (συγκριτικά). Ευτυχώς υπάρχουν σιγά-σιγά αξιόλογες ανεξάρτητες εταιρίες που έχουν αγκαλιάσει πολλά από τα σχήματα, και μέσα από αυτές κάποια ονόματα ξεχωρίζουν (ή το αντίστροφο).

Τι μπορεί κανείς να βρει στην ποπ που δεν μπορεί να εντοπίσει στα άλλα είδη;

Θα σε γελάσουμε τώρα. Συνηθίζεται να λέγεται πως είναι μια χαζοχαρούμενη μουσική κι απλοϊκή, που πατάει πάντα σε ευκολίες κουπλέ-ρεφραίν, με γρήγορο κι ευτελή στίχο. Κι όλα αυτά που αναφέρουμε με "ειρωνικό" τρόπο θα μπορούσε να είναι κι η απάντηση στην ερώτησή σου, αν θεωρηθούν θετικά. Δηλαδή μελωδική μουσική, χωρίς κουραστικούς πειραματισμούς και στίχος που σε βοηθάει να ξεχνάς την καθημερινότητα, χωρίς να θέλεις να κόψεις και φλέβες! Εμείς πάλι προσπαθούμε να πατάμε σε όλα αυτά, αλλά να τα κάνουμε με σοβαρό κι έντιμο τρόπο. Νομίζουμε πάντως πως ο διαχωρισμός των ειδών έχει πια εκλείψει. Όλα χωρίζονται σε καλή και κακή μουσική.

Υπάρχει ποπ με ελληνικό στίχο; Πόσο επιτυχημένη είναι;

Και βέβαια υπάρχει, η Έλενα, ο Σάκης, η Άννα, η Δέσποινα...γιατί όχι!!!
Κατά διαστήματα έχουν υπάρξει πολύ καλές δουλειές, έξαιρετης ποπ με ελληνικό στίχο, βλέπε Κατερίνα Κυρμιζή, Μέντα, Μεσιέ Μινιμάλ, Μόνιτορ, Πυξ Λαξ, Κατσιμίχα, Παυλίδης, Ανδριάννα Μπάμπαλη, Φοίβος Δεληβοριάς, Ζακ Στεφάνου και πολλοί άλλοι που μας διαφεύγουν αυτή τη στιγμή. Και δεν κάνουμε καθόλου πλάκα με τα τελευταία ονόματα που ίσως κάποιοι άλλοι να τους τοποθετούν στο έντεχνο ή στο ροκ. Άρα επειδή τα όρια της ποπ είναι δυσδιάκριτα τότε δύσκολα θα μπορούσαμε και να απαντήσουμε.

Σχέδια από δω και πέρα;

Μας έχουν έρθει ή τα έχουμε κάνει όλα ανάποδα. Κι εκεί που στην 1η μας κυκλοφορία είχαμε -ας πούμε- να επιλέξουμε μέσα από κάποιες εταιρίες και τελικά κυκλοφορήσαμε ένα cd-single (The deepest Sea) στη Sound Of Everything και το debut cd μας (POP EYE) στη Shift Records,  τώρα έχουμε μείνει εκτός εταιριών, αφού "παραιτηθήκαμε" από τη Shift records στην αρχή της χρονιάς. Οπότε ολοκληρώνουμε σιγά-σιγά τη 2η δουλειά μας, ψάχνουμε για εταιρία ή κυκλοφορουμε ελεύθερα τη δουλειά μας στο διαδίκτυο, και δουλεύουμε τις ζωντανές εμφανίσεις, για το 2011. Μόλις έχουμε επικοινωνήσει το νέο μας τραγούδι με τίτλο "A better day" στο διαδίκτυο (και θα φύγει και στα ραδιόφωνα) κι ελπίζουμε για μια καλύτερη μέρα.


*Πρώτη δημοσίευση
www.e-tetradio.gr

14 Φεβρουαρίου 2011

Onirama- Στη χώρα των τρελών




(Lyra)

Το ότι η δημοφιλία ενός συγκροτήματος συνεπάγεται αυτόματα την ποιότητα τής μουσικής του, είναι ένα δόγμα με το οποίο δεν συντάσσομαι. Υπάρχουν κι άλλοι παράμετροι προς εξέταση, όπως η διάρκεια αυτής της επιτυχίας, η θνησιμότητα των τραγουδιών αλλά κυρίως τι χώρο έπιασαν τα τραγούδια στη μουσική μας συνείδηση. Οι Onirama έχουν ρεύμα κι αυτό είναι και γνωστό και κατανοητό. Ασχολούνται με το δημοφιλέστερο από τα είδη της μουσικής αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, απευθύνονται σε ένα ενθουσιώδες νεανικό κοινό και είναι ευχάριστοι σε κάθε δημόσια παρουσία τους. Εν προκειμένω, έχουμε στα χέρια μας έναν δίσκο με ιδιαίτερη δυναμική και πολύ καλή ενορχήστρωση, ενώ η ερμηνεία τού Θοδωρή Μαραντίνη είναι βελτιωμένη και όπως πρέπει στα τραγούδια. Η παραγωγή ανταποκρίνεται στις προσδοκίες ενός απαιτητικού ακροατή και το artwork είναι ιδιαίτερα προσεγμένο και απολαυστικό. Όλα καλά μέχρι εδώ. Στην ουσία των πραγμάτων τώρα, αναρωτιέμαι πόσο καλά θα ακουγόταν το συγκεκριμένο υλικό παιγμένο αποκλειστικά με μια κιθάρα. Τα τραγούδια μοιάζουν να υπηρετούν επιτελικά την εικόνα τού συγκροτήματος∙ τις μελωδίες στοιχηματίζεις ότι τις έχεις ξανακούσει (χωρίς να εντοπίζεις πού) και οι στίχοι δεν προτείνουν κάτι ιδιαίτερο ακόμα και στο πλαίσιο τής ποπ την οποία υπηρετούν πιστά. Πρόκειται για εκρηκτικά και ταξιδιάρικα κομμάτια που θα ταίριαζαν σε μια «road tripping» αμερικάνικη σειρά ή ταινία, ταιριάζουν στις ραδιοφωνικές συχνότητες των μεγάλων επιτυχιών και στους νεανικούς χώρους διασκέδασης. Για πόσο όμως; 

13 Φεβρουαρίου 2011

6ο Live MusicHeaven


Απόψε στην Αυλαία τα πράγματα δεν θα είναι όπως τα έχουμε συνηθίσει. Ένα ξεχωριστό λάιβ το οποίο έχει εξελιχθεί σε θεσμό, θα λάβει χώρα για έκτη χρονιά, με εκλεκτούς καλεσμένους και νέα μουσικά σχήματα. Πρόκειται για το live του www.musicheaven.gr το οποίο εδώ και χρόνια αποτελεί έναν από τους πνεύμονες της μουσικής στο διαδίκτυο. Ένας διαδικτυακός τόπος που συνδυάζει την αγάπη για μουσική, με τη δημιουργία, που φέρνει κοντά τους χρήστες του διαδικτύου σε μια προσπάθεια ανάδειξης της καλής μουσικής χωρίς στεγανά και παρωπίδες. Ένα κύτταρο πολιτισμού βασισμένο στη θέληση των απλών ακροατών από τους οποίους αιματοδοτείται και στους οποίους επιστρέφει. Από εμάς για εμάς, χωρίς μεγαλοπιάσματα, χωρίς επιχειρηματικές διεργασίες, χωρίς μαρκετίστικες συμπεριφορές. 

Απόψε λοιπόν, Κυριακή 13 Φεβρουαρίου (19.00), 89 μουσικοί και 23 σχήματα ενώνουν τις φωνές και τις μουσικές τους στο 6ο Live Μελών & Φίλων του MusicHeaven. 

Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε ΕΔΩ

Τα υπόλοιπα επί σκηνής. 

12 Φεβρουαρίου 2011

Δήμος Αναστασιάδης- Αντίθετη τροχιά




(Universal) 

Δεύτερος ολοκληρωμένος δίσκος από το Δήμο Αναστασιάδη, ο οποίος από την αρχή φάνηκε να τηρεί αποστάσεις ασφαλείας από την ταύτισή του με το τηλεοπτικό μουσικό παιχνίδι που τον έκανε αναγνωρίσιμο, χωρίς να τον αναδείξει νικητή. Ο δίσκος αυτός, σε παρόμοια τροχιά με τον πρώτο, είναι ένας ερωτικός δίσκος που μοιάζει να απευθύνεται στις νεαρότερες ηλικίες αλλά και σε όσους αναζητούν από τη μουσική μια αφορμή κι έναν τρόπο να δώσουν λίγο γκάζι στην καθημερινότητα. Σε αυτή τη στόχευση βοηθάει αφενός η φωνή και η πολύ καλή ερμηνεία του (τα οποία παρεμπιπτόντως, όπως έχει αναφερθεί και στο παρελθόν, μοιάζουν πολύ με εκείνα του Μιχάλη Χατζηγιάννη), η εμφάνισή του καθώς και όλο το artwork του δίσκου. Ο Αναστασιάδης είναι ένας μουσικός ο οποίος μοιάζει να αγαπάει τον σκληρό ήχο της ηλεκτρικής κιθάρας ίσως περισσότερο από την ίδια τη μελωδία. Κι εξηγούμαι: ενώ μελωδικά δεν έχουμε κάτι το ιδιαίτερο, το ντύσιμο της μουσικής ενορχηστρωτικά μάλλον καλύπτει κάτι από το κενό. Βέβαια ένα σημείο και μετά η ακρόαση καταλήγει κάπως κουραστική, πράγμα που ίσως οφείλεται στο ότι όλα τα όργανα του δίσκου τα έχουν αναλάβει μόνο δύο άτομα, εκ των οποίον ο ένας είναι ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Τη μουσική υπογράφει ο ίδιος ενώ τους στίχους στο μεγαλύτερο μέρος η Βίκυ Γεροθόδωρου η οποία στο παρελθόν έχει δώσει καλύτερα αλλά και χειρότερα δείγματα δουλειάς.  

*Πρώτη δημοσίευση Δίφωνο,
Ιανουάριος 2011.

11 Φεβρουαρίου 2011

Οδυσσέας Τσάκαλος- Εσύ που δε μιλάς



(Sony)

Ο δεύτερος προσωπικός δίσκους τού Οδυσσέα Τσάκαλου, πρώην μέλος των Φατμέ, νυν τραγουδοποιού και εσαεί ντράμερ, μετράει μόνο οχτώ τραγούδια και διαρκεί συνολικά 31 λεπτά. Στην εποχή του ορυμαγδού των νέων κυκλοφοριών, και της δισκογραφικής κρίσης, το να βγαίνει ένας δίσκος με ασφαλή χρονική διαφορά από τον προηγούμενο, ο οποίος δεν καταχράται το χρόνο του ακροατή όντας γεμάτος με τραγούδια πιθανότατα άνευ ουσίας, κάτι σημαίνει. Καταρχήν ότι ο καλλιτέχνης λέει αυστηρά αυτό που θέλει να πει, όταν κρίνει εκείνος απαραίτητο και μακριά από τη λογική τού μάρκετινγκ που θέλει διαρκώς παρόντες τους τραγουδοποιούς, ακόμα και όταν προβαίνουν σε πλεονασμούς. Πέραν τούτου, ο εν λόγω δίσκος αφορά κόσμο. Είναι φτιαγμένος με αγνά υλικά. Καλός και σε πρώτη φάση ειλικρινής στίχος, που εμπεριέχει μια διακριτική οξυδέρκεια χωρίς να γίνεται δεικτικός και μια απλότητα χωρίς να γίνεται απλοϊκός. Μουσική μοναχική και ταυτόχρονα έτοιμη να διαμοιραστεί στις παρέες που επιμένουν να μαζεύονται με μια κιθάρα. Η ενορχήστρωση δεν έχει εκπλήξεις, ωστόσο βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τα ίδια τα τραγούδια. Σε ένα πολύ ωραίο τραγούδι συμμετέχουν ο Νίκος Ζιώγαλας και η Ευτυχία Μητρίτσα. 

*Πρώτη δημοσίευση Δίφωνο,
Ιανουάριος 2011.

10 Φεβρουαρίου 2011

Όναρ- Όσα αντίο μας μένουν



(Legent)

Ελάχιστα διαφοροποιημένοι από τις προηγούμενες δουλειές τους, οι Όναρ μας παρουσιάζουν ένα υλικό στα γνώριμα μονοπάτια της ποπ- ροκ τραγουδοποιίας. Η δημιουργία μοιρασμένη ανάμεσα στον Λευτέρη Πλιάτσικα και την Πένυ Ραμαντάνη φαίνεται να διαπραγματεύεται πάνω- κάτω τα ίδια θέματα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, χωρίς απαραίτητα κάτι τέτοιο να σημαίνει κακά τραγούδια. Οι στίχοι έχουν κάποιες όμορφες στιγμές, όπως Το κακό αστείο και κάποιες πολιτικές κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις, όπως στο Ν’ αλλάξεις τον κόσμο, ενώ συνθετικά κυριαρχούν οι ηλεκτρικές και ακουστικές μπαλάντες με βαρύ το μελωδικό στίγμα της γραμμής «Πλιάτσικα». Στις καλές στιγμές τού δίσκου πιστώνεται η ύπαρξη τού ποιήματος Ερωτήσεις, τού Μπερτολντ Μπρεχτ, σε απόδοση Νάντιας Βαλαβάνη και μελοποιημένο από την Πένυ Ραμαντάνη. Με την πρώτη ακρόαση ωστόσο κι έτσι όπως έχουν αποδοθεί η κιθάρα και οι πρόζες μάς τραβάει πίσω στη Μπαλάντα τού νερού και της θάλασσας τού 2000 σε ποίηση Frederico Garcia Lorca. Σε γενικές γραμμές πρόκειται για έναν δίσκο που ακούγεται ευχάριστα χωρίς να εμβαθύνει και απευθύνεται είτε στο νεανικό κοινό, είτε σε όσους μεγάλωσαν προσπαθώντας να επεκτείνουν τρόπον τινά την αθωωμένη εφηβεία τους. 

*Πρώτη δημοσίευση Δίφωνο,
Ιανουάριος 2011.

8 Φεβρουαρίου 2011

Συνέντευξη με τον Σταμάτη Κραουνάκη



Των Σπύρου Αραβανή και Χρήστου Α. Μιχαήλ


Σημείωση: Λόγω χώρου η συνέντευξη στο Δίφωνο δημοσιεύτηκε αρκετά πετσοκομμένη. Εδώ μπορείτε να τη διαβάσετε ολόκληρη και στην αρχική της εκδοχή.

Είναι ίσως ο μοναδικός καλλιτέχνης της γενιάς του -και όχι μόνο- που θα μπορούσε κάλλιστα να γιορτάζει τα 55 του χρόνια σε μια πλατιά λεωφόρο στο Μπρόντγουεϊ, στο διάλλειμα κάποιου show που θα ανέβαζε εκεί. Εξάλλου, τρεις φορές αρνήθηκε συνειδητά μια τέτοια προοπτική. Βρίσκεται όμως εδώ, στο μικρό αυτό οικόπεδο όπως αποκαλεί την Ελλάδα, και παλεύει με τους δαίμονες του κράτους και της τέχνης του εδώ και 35 ολόκληρα χρόνια. Τους προσωπικούς του μοιάζει να τους έχει ξεπεράσει. Το θεό του τον έχει καταπιεί. Στα μεγάλα πιστεύω του ταύρος, στοργικός πατέρας στην ανάγκη. Μας υποδέχτηκε στο σπίτι του πάντα ετοιμοπόλεμος, πάντα ανατρεπτικός, πάντα ειλικρινής, πάντα Κραουνάκης. 

Πώς είναι να γιορτάζετε τα γενέθλιά σας στη σκηνή; 

Mε ευχαριστεί τρομερά, δεν νιώθω να κουράζομαι μέσα από αυτό. Είναι και η εμπειρία, όπως ξαναπαίξαμε τα κομμάτια, που είναι λίγο ηλεκτρικά, οι τόνοι που έπεσαν και πλέον τραγουδάμε σχεδόν ψιθυριστά. Aνακαλύπτω κι εγώ κάτι από τη μουσική τους χαρά σαν να είναι η πρώτη φορά. Νιώθω επίσης κάτι παράξενο στο φετινό πρόγραμμα: ακόμα και τα οδυνηρά τραγούδια ερμηνεύονται με μια «post pain» ελαφρότητα η οποία εκείνη την ώρα τα κάνει σαν καλό φάρμακο. Αυτό δεν ξέρω αν θα ερχόταν τόσο φυσικά, αν δεν είχα κάνει άσκηση με τους Αχαρνής.

Και το «55» της ζωής; Πώς το φανταζόσασταν παιδί;

Μου φαίνεται τόσο μακρινό… θυμάμαι ότι είχα βάλει σημάδι το έτος, 2000 που θα ήμουν 45 ετών, να είμαι πολύ «χάι». Τα κατάφερα. Και ως καλλιτέχνης και σε προσωπικό επίπεδο. Η αλήθεια είναι ότι στο δεύτερο δεν βασανίστηκα πολύ γιατί ήμουν πολύ συγκεντρωμένος στη δουλειά μου κι αυτό με βοήθησε να συναντήσω τους ανθρώπους που θα έμεναν για πάντα. Μου ήρθαν όλα γρήγορα, στα 30 μου είχα απαλλαγεί από την αγωνία τού τι θα απογίνω ως συνθέτης. Μέχρι τα 33 πέρασα μια μεγάλη κρίση ταυτότητας, δεν καταλάβαινα γιατί είχε συμβεί όλο αυτό. Είχα πάρα πολλές προτάσεις την ώρα που έπρεπε να αρχίσουν τα «όχι». Εκεί φάνηκα γενναίος, είχα και τη Λίνα η οποία ήταν πολύ σκληρή και παράλληλα ιαματική μαζί μου, 2-3 φορές που χρειάστηκε. Η ιστορία στη ζωή είναι να καταλάβει κανείς την αποστολή του. Όταν ξέρει ποιο είναι το κανάλι του, αποκλείεται να κάνει λάθος. Λοιπόν, όταν έφυγε από μπροστά μου το φάσμα δημοσιότητα κι έμεινα μόνος με το κανάλι μου, τα πράγματα ήρθαν μόνα τους. Ο χώρος μου είναι η τέχνη. Αν δεν ήμουν συνθέτης, μπορεί να ήμουν σκηνοθέτης ή ηθοποιός.

Πριν 30 και πλέον χρόνια δώσατε την πρώτη σας συνέντευξη στη δημοσιογράφο, Στέλλα Βλαχογιάννη. Η ίδια σήμερα, μέσω ημών, αναρωτιέται πόσο «Σταμάτη»  περιέχει όλη αυτή η υπερπροβολή των τελευταίων χρόνων; 

Αυτός είμαι, παντού, στον αιώνα της πληροφορίας. Δεν υπάρχει κάτι που το κρατώ για το σπίτι μου. Επίσης δεν θεωρώ ότι είναι υπερπροβολή, θεωρώ ότι είναι το κανονικό, δεν λέω ποτέ «όχι». Δεν έχει νόημα το αντίθετο, δεν έχω να κρύψω τίποτα, θέλω να ξέρει ο κόσμος πώς σκέφτομαι.  Έχουμε μια ειλικρινή θέλω να πιστεύω αλληλο-εκμετάλλευση του παιχνιδιού «δημόσιο πρόσωπο-καλλιτέχνης και έντυπα». Δεν κωλώνω να χρησιμοποιήσω με οποιοδήποτε τρόπο το μέσο για να δημοσιοποιήσω τη δουλειά μου από τη στιγμή που δεν έχω τη δυνατότητα να γεμίσω την Αθήνα με αφίσες –πράγμα που δεν θα έκανα έτσι κι αλλιώς κι αν είχα τα χρήματα. Κι εν πάσει περιπτώσει γιατί να κρατήσω επιλεκτική σχέση με τα μέσα και ποια είναι αυτά τα μέσα στα οποία να στραφώ ιδιαιτέρως;

Δεν σας απασχολεί, δηλαδή, καθόλου το μέσο που έχετε απέναντί σας; Έχετε βγει ακόμη και σε μεσημεριανή εκπομπή.

Δεν με ενδιαφέρει καθόλου το μέσο. Με ενδιαφέρει αυτό που φεύγει για το πίσω από το γυαλί. Κι αυτοί που με κουτσομπολεύουν γιατί  βγήκα σε αυτή την εκπομπή είναι οι χίλιοι «διανοούμενοι» που αποτελούν το πρώτο κοινό της Άντζελας Δημητρίου, είναι το πρώτο κοινό όλης της διαπλοκής. Κι εγώ δεν αντιλέγω σε αυτά που λένε.  Αλλά ας σταματήσουν αφού είναι εκεί, μη μιλάνε και από πάνω. Στην κοπελιά στο Alter βγήκα για δύο λόγους: πρώτον για να ρίξω μια κουτουλιά στη γελοιότητα που μας φορέσανε καπέλο σαν δουλάρες της ΕΟΚ με το κάπνισμα. Δεύτερον το βρίσκω πιο δυναμικό το να βγεις να μιλήσεις μέσα από ένα τέτοιο πλαίσιο direct. Ξέρετε ότι δεν πηγαίνανε οι καλλιτέχνες στο MAD μέχρι που πήγα εγώ και ακολούθησαν και οι άλλοι. Μέσο είναι. Έλεος. Έχω δει τον Έλτον Τζον σε πρωινάδικο χειρότερο από της Μενεγάκη.  Μόνο εδώ έχουμε τόσο ψηλά τη μύτη. Για μένα το θέμα είναι να μην πάς στο μέσο άλλος. Αν πας με τα κανονικά σου ρούχα χρησιμοποιείς το μέσο όπως σε χρησιμοποιεί. Αν με ρωτήσετε τώρα αν χρειάζονται τα μεσημεριανάδικα; Όχι, θα προτιμούσα να μην υπάρχουν. Εγώ έτσι και αλλιώς δεν βλέπω γενικά τηλεόραση. Πάντως σε μια προσωπικότητα σαν τη δικιά μου η προβολή επουδενί δεν φέρνει φθορά. Είμαι ηθοποιός τού κόσμου. Εκείνο που έχω καταφέρει με τα χρόνια είναι όταν πρέπει, την ώρα δηλαδή που ανεβαίνω στη σκηνή, να σκοτεινιάζει το σύμπαν γύρω μου και να νιώθω έρημος. Όποια κι αν είναι η κλίμακα, από την Επίδαυρο μέχρι την Αθηναΐδα.

Η οποία Αθηναίδα είναι έντονα πολυπρισματική εφέτος…

Ναι, αυτή τη σεζόν είχαμε ανάγκη να παρουσιάσουμε κάτι εντελώς νέο στην Αθηναίδα. Λόγω  της κούρασης από τις καλοκαιρινές εμφανίσεις στο θέατρο, με την αριστοφανική κωμωδία,  και λόγω των άλλων υποχρεώσεις αρκετών  μελών της Σπείρα Σπείρα αποφασίσαμε να παρουσιάσουμε νέες δουλειές όλη την εβδομάδα, σε αυτό το σπίτι που έχουμε, των 150 θέσεων και όχι να στήσουμε μια νέα παράσταση  με τη Σπείρα Σπείρα.

Το ότι δοκιμάζεστε δέκα ολόκληρα χρόνια σε ένα χώρο μόνο 150 ατόμων, δεν είναι μια ασφάλεια για εσάς;

Δεν βγήκα στο Ηρώδειο, στην Επίδαυρο και σε άλλες παραστάσεις και ήρθαν 3.000 άτομα; Πολύ καλά έκανα κι επέμεινα λοιπόν κι έκανα βάση μου για δέκα χρόνια την Αθηναΐδα γιατί τώρα όλοι ακολουθούν. Ψάχτηκα στα λίγα όργανα και στον λίγο κόσμο γιατί έβλεπα τι ερχόταν. Κατέβασα από νωρίς το budjet, γιατί όσο μεγαλώνει ο χώρος μεγαλώνει και το budjet της παράστασης. Έπειτα είχα αρχίσει να απομακρύνομαι από την έγνοια της επιτυχίας, με ενδιέφερε πιο πολύ το εργαστήριο, οι πρόβες και η αίσθηση τού studio, να μπορώ έχω προσωπική επικοινωνία με τον κόσμο. Διαφοροποιείται έτσι και η σχέση σου με το κοινό σου. Αλλιώς θα μιλήσεις με ένα κοινό που είναι δίπλα σου και αλλιώς όταν πρέπει να φωνάξεις για να ακουστείς. Έχω την τύχη να μη θεωρώ πια στοίχημα τη μεγάλη επιτυχία στους μεγάλους χώρους. Όποτε κάνω μεγάλη παράσταση ο κόσμος μου απαντά, όπως στο Ηρώδειο και στην Επίδαυρο.

Πρώτη φορά πάντως φαίνεται να έχει διασπαστεί τόσο η Σπείρα Σπείρα. 

Ποτέ δεν ήταν ίδια Σε αυτά τα δέκα χρόνια έχει αλλάξει τρεις τέσσερις φορές ύλη. Η Σπείρα επίσης δεν είναι άνθρωποι. Είναι ένα γεγονός που δημιούργησε ένα εργαστήριο τραγουδιού με μια σκηνική εφαρμογή, έχει μια ταυτότητα. Η μεγάλη μου χαρά είναι ότι ξεμπλοκάραμε πολλές άλλες ομάδες. Νομίζω πως είμαστε γονείς όλου του θάρρους που δημιούργησε ομάδες. Μάλιστα πέρυσι αναρωτήθηκα σοβαρά αν θα έπρεπε να συνεχίσει η Σπείρα Σπείρα δεδομένου ότι έχουν δημιουργηθεί πολλές Σπείρες.

Όλα αυτά τα παιδιά που έχουν περάσει από την ομάδα σε δέκα-είκοσι χρόνια τι μέλλον θα έχουν πιστεύετε; Θα σταθούν στα πόδια τους;

Δεν το ξέρω. Δεν θέλω να τα κρίνω τα παιδιά μου. Έχουν ταλέντο από κάτω και αυτό στο τέλος θα υπερισχύσει ακόμη και αν κάνουν λανθασμένες επιλογές. Πρέπει, πιστεύω,  κάθε παιδί να βλέπει τα προβλήματα μόνο του. Για αυτό και δεν ήθελα να κρατηθούν σκλάβοι σε ένα εργοτάξιο.

Το μότο  σας, στην Αθηναίδα είναι: «η κρίση θέλει τέχνη». Το αντίστροφο πρέπει να συμβαίνει; Οι καλλιτέχνες φαίνονται πως εκμεταλλεύονται την κατάσταση για προσωπικό όφελος…

Πάντα αυτό συμβαίνει στην Ελλάδα. Να σας θυμίσω ότι μετά  τη χούντα ήταν όλοι αντιστασιακοί. Λυπάμαι πάρα πολύ για το επίπεδο των καλλιτεχνών. Γιατί δεν έχουμε διάλογο ώστε να μπορούμε να κάνουμε κάτι πιο επιθετικό. Εγώ συνηθισμένος στη συνεργασία μπορώ να πω ότι μου λείπει. Το συστηματάκι από την άλλη έχει μια μεγάλη ευκολία να σου δημιουργεί ταμπέλες. Εμένα με χαρακτηρίζουν γραφικό και ότι «τα χώνω» στις συνεντεύξεις μου.

Είστε τόσο δυνατός όσο δείχνετε κύριε Κραουνάκη;

Όχι, ρε γαμώτο… φοβάμαι με το παραμικρό.

Παρόλο που στις δημόσιες εμφανίσεις σας φαίνεστε ταύρος.

Έχω ένα απόλυτο αίσθημα δικαιοσύνης. Όταν δω μια μάνα να χτυπάει το παιδάκι της, είμαι έτοιμος να τη γδάρω. Εκείνη την ώρα βγαίνει ένας εαυτός ο οποίος, δεν ξέρω από ποια αρχαία πηγή ανασύρει θυμό, με κάνει έξαλλο σε κάθε κακοήθες θέμα. Όλοι έχουμε δικαίωμα στη ζωή και στα καλά και στα κακά. Το θέμα είναι να μπορείς να μοιραστείς το κακό, να το λύσεις, να μην το αφήσεις να σου χρονίσει. Κι αν δεν λύνεται, σίγουρα κόβεται∙ γόρδιος δεσμός.

«Μια Κυριακή απόγευμα είχα έναν άνθρωπο κι έπιανα μπράτσο». Ισχύει στον άνθρωπο Σταμάτη; 

Ακουμπάει πολύ πάνω μου. Την ώρα που θα το υπηρετήσω σε μια παράσταση φυσικά και θα μου μιλήσει, όπως θα μιλήσει και σε κάθε άνθρωπο. Απλώς όταν τραγουδάς την πληγή, ξεπερνάς τη φθορά. Αυτά που πιθανόν να αποτελούσαν ένα χρόνιο τραύμα, έγιναν τραγούδια. Επίσης έγιναν τραγούδια και οι χρόνοι μου, την Κυριακή μου την απολαμβάνω.

Βλέπουμε πάρα πολλές εικόνες με την Παναγία τοποθετημένες μέσα στο σπίτι. Τι σημαίνει για εσάς;

Η Παναγία είναι η μάνα. Ακούστε, εγώ το θεό μου τον έχω φάει. Τον έχω μασήσει και τον έχω καταπιεί. Τον περιέχω. Το αίσθημα της γέννησης, με ακολουθεί και αυτό το πράγμα που δημιουργεί η προστασία μιας αγκαλιάς για εμένα εκφράζει την αγάπη.

Είστε αυτός που κυρίως αγκαλιάζει ή που αγκαλιάζεται;

Με έχουν συνηθίσει στο πρώτο. Δεν μου έχει λείψει βέβαια να είμαι εκείνος που αγκαλιάζεται, μου το έχουν προσφέρει αρκετά.

Σας λείπουν τα φυσικά παιδιά;

Δεν θα μπορούσα να είμαι καθόλου καλός πατέρας. Φοβάμαι ότι θα ήμουν υπερπροστατευτικός, θα με έτρωγε η αγωνία για τα πάντα. Σε αντίθεση με τα καλλιτεχνικά μου παιδιά στα οποία με ενδιαφέρει να είναι ελεύθερα. Αν μπορούν να θεωρηθούν παιδιά μου και τα τραγούδια μου, εκείνο που με ενδιαφέρει είναι να είμαι στην εποχή μου, να την καταγράφω, να τη μεταποιώ σε κάτι το οποίο θα βρίσκει αποδέκτες.

Έχει νόημα σήμερα η πρόκληση στην τέχνη; Ρωτάμε με αφορμή την παράσταση της Πλάτωνος για τον Καβάφη, την οποία σκηνοθετεί ο Δημήτρης Παπαϊωάννου και φέρει τη σημείωση «Αυστηρώς ακατάλληλη για ανηλίκους». 

Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, έναν καλλιτέχνη σαν τον Παπαϊωάννου θα τον είχαν μη βρέξει και μη στάξει. Εδώ περιμένουμε πότε θα πέσει ο ακροβάτης από το σχοινί. Υπάρχει μεγάλη κακία, ειδικά στο χώρο αυτόν που κατά τα άλλα είναι τόσο μικρός και ασήμαντος. Δεν έχω χειρότερο πράγμα από τον τρόπο που κρίνουν οι Έλληνες δημοσιογράφοι. Το πρόβλημα ποιο είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση; Ο Παπαϊωάννου παίρνει αυτό το ωραιότατο έργο της Πλάτωνος και το κάνει εικόνα. Τι σημαίνει αυτό; Ας δούμε πρώτα το έργο, γιατί και με το «Πουθενά», το αριστούργημα που έκανε στο Εθνικό Θέατρο άκουσα πολλές κακεντρεχείς κριτικές.

Γιατί ο ακροβάτης δεν αλλάζει σχοινί; Εσείς ας πούμε, παρόλο που σας θεωρούσαν τον πλέον κατάλληλο γι’ αυτό το άλμα, δεν φύγατε στο εξωτερικό. 

Δεν τόλμησα. Τρεις φορές μου χτύπησε η μοίρα την πόρτα, αλλά δεν μπόρεσα να μείνω στην Αμερική για πάνω από τρεις μήνες. Δεν είναι ούτε η χώρα, ούτε οι άνθρωποι. Είναι το φως που με κράτησε εδώ. Τους ανθρώπους μας τους έχω συνηθίσει πια. Αν λίγο αποστασιοποιηθείς και καταλάβεις ότι εσύ είσαι επαρκής με τα εφόδιά σου, μπορείς να επικοινωνήσεις κάνοντας τη δουλειά σου και ξεχάσεις αυτή την άμεση βία των γελοίων εξουσιών, δεν θα έχεις πρόβλημα. Αρκεί να σας πω ότι σε αυτό το σπίτι των 52 τετραγωνικών που βλέπετε, η ΣΔΟΕ έχει χτυπήσει την πόρτα αμέτρητες φορές.

Πόσο ειλικρινής είναι η τέχνη σήμερα; 

Στήνοντας την παράσταση της Πρωτοψάλτη με τον Φραγκούλη για το Παλλάς, δουλέψαμε πάνω στο πώς θα μπορέσουν δυο τέτοιες μουσικές προσωπικότητες αυτό που εσωτερικά έχουν υποσχεθεί στο κοινό τους καλώντας τους να τους ακούσουν, να το δώσουν.

Πρέπει και το κοινό να είναι κάπως εκπαιδευμένο; 

Το κοινό καταλαβαίνει.

Άλλο όμως το κοινό της «Λεωφόρου» το 1986.

Όχι, και εκείνη η εποχή ήταν φρικτή. Το τραγούδι ήταν πλαστικό, υπήρχε μια ρεμπετολαγνία, παντού επικρατούσε το χαζό ερωτικό. Σκάσανε τότε τρεις- τέσσερις δίσκοι, εμείς, ο Λάκης με την Αρλέτα, οι Κατσιμίχα και η εικόνα άλλαξε.

Και από εκεί προέκυψε η γενιά των τραγουδοποιών την οποία σε συνεντεύξεις σας από το 2000 κιόλας  δεν την παραδέχεστε.

Και καλά έκανα. Γιατί πείτε μου τι έχει μείνει από αυτή την ιστορία; Μετρήστε μου τραγούδια. Φτιάχνουμε cd; Τι παράχθηκε έξω από την εποχή; Κοιτάξτε, είμαι αυστηρός με τους δημιουργούς γιατί πρέπει να το ομολογήσουμε οι δημιουργοί δεν εργάζονται όσο πρέπει. Πάνε βολτίτσα. Βολεύονται με την πρώτη επιτυχία. Ακόμα και ο λατρεμένος μου Μάλαμας ανακυκλώνει τον εαυτό του εδώ και μια δεκαετία. Οι τραγουδοποιοί πλην του Τσακνή, μεγαλώνοντας δεν έγιναν συνθέτες. Ο Αγγελάκας επίσης, μεγαλώνοντας είναι συνεπής με την παρουσία του ως τραγουδοποιός. Μου αρέσουν πολύ οι μουσικές του για τις ταινίες. Είναι συνέχεια ανήσυχος. Αυτή τη στιγμή η ανάγκη μας για πρώτη ύλη είναι πολύ μεγάλη. Όπως και η ανάγκη να συνεργαστούμε. Σε αυτό μπορώ να πω ότι παλαιότερα ήταν «άλλη εποχή», πιο εύκολα συγκεντρωνόμασταν,  η ελπίδα ήταν πιο ισχυρή. Έχω εικόνα από ένα στούντιο ηχογραφήσεων πίσω από το Κάραβελ όπου πρωτογνώρισα και τον Λαζόπουλο όταν είχαμε μαζευτεί εκατό άνθρωποι της μουσικής και του θεάτρου, στριμωχτά και χάμω για να ακούσουμε καινούρια τραγούδια του Χρήστου Λεττονού.

Η γενιά που μεγάλωσε με τα τραγούδια και τις παραστάσεις σας γιατί δεν δίνει ανάλογους καρπούς;

Άλλο φιλότεχνος και άλλο καλλιτέχνης. Το θέμα στην Ελλάδα είναι ότι όλοι οι φιλότεχνοι θέλουν να γίνουν και καλλιτέχνες. Αυτό δεν γίνεται.

Πώς εξηγείτε ότι όλοι  έχουν την «ευλογία» του Χατζιδάκι ξαφνικά;

Εμένα μου έριξε μόνο τον «αγιασμό των Φώτων». Δεν ανήκα στην ομάδα Χατζιδάκι, δεν ήταν ο άνθρωπος που είχα καθημερινή επαφή, ούτε στο Τρίτο Πρόγραμμα ήμουν, έκατσα μια μέρα.

Σας χαρακτηρίζουν όμως ως τον Χατζιδάκι της εποχής μας.

Με βαραίνει αυτό. Του μοιάζω στο θυμό, ξέρω τα λάθη του που δεν θέλω να τα κάνω.

Ίσως μοιάζετε και στο ότι και εσείς τα έχετε με όλους καλά και με όλους κακά…

Αυτό συμβαίνει γιατί ακόμη κι αυτοί που δεν σε χωνεύουν δεν μπορούν να αρνηθούν ότι είσαι κάτι. Αλλά δεν με έχουν δει ποτέ δίπλα σε υπουργούς, ποτέ στις δεξιώσεις, ποτέ στις επιχορηγήσεις. Στις δυο-τρεις φορές που πήρα  επιχορήγηση ήταν μαζί με τη Σπείρα Σπείρα, και ήταν ψίχουλα. Για αυτό ρωτήστε τι μεροκάματο παίρνουν τα παιδιά της Σπείρας. Ρωτήστε τι μεροκάματο παίρνει για παράδειγμα ο Χρήστος Μουστάκας στην παράστασή μου, που κάνει ένα απίστευτο νούμερο, μάλιστα ήδη γράφτηκε ότι είναι η αρσενική Βλαχοπούλου του 21ου αιώνα.

Έχετε έντονα τελευταία και τα πολιτικά σας ξεσπάσματα όπως για παράδειγμα, μέσα από τα άρθρα στην Athens Voice. 

Ναι, εκεί έχω κάποια πολιτικά κρεσέντα. Αυτή τη στιγμή όμως πιστεύω ότι είναι μια περίοδος που πρέπει όλοι να κάνουμε μούγκα. Δεν εννοώ το να μη μιλάμε, αλλά το να φωνάζουμε για παράδειγμα αν είναι καλός ο Υπουργός Πολιτισμού ή όχι. Δεν έχει κανένα νόημα να τα χώνει η μια μεριά στην άλλη γιατί σήμερα δεν έχει νόημα η πολιτική διαμοίραση στην Ελλάδα όσον αφορά τα κόμματα∙ είναι όλα χάλια. Αυτή τη στιγμή το καράβι πρέπει να επιβιώσει, να μην πάει φούντο. Χρειάζεται αυτογνωσία και ανάταση. Δεν μας έφαγε η έξοδος τού Μεσσολογίου, εκείνη έγινε σωστά. Η φωνή που φώναξε «πίσω» έκανε τη ζημιά. Και αυτή η φωνή ακούγεται πάντα, κυρίως μέσα μας.

Δεν το παραδέχεστε ωστόσο το Υπουργείο Πολιτισμού.

Μια χώρα που έχει πολιτισμό, δεν χρειάζεται Υπουργείο Πολιτισμού. Χρειάζεται μία διαχείριση τού πολιτισμού, όχι έναν φορέα να τον παράγει. Οι καλλιτέχνες πρέπει να κάνουν πολιτισμό. Πείτε μου, όλα αυτά τα μεγάλα έργα που έχουν μείνει στην Ελλάδα, πότε ενισχύθηκαν από το υπουργείο; Τα έργα του Κουν, του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη είναι μεγάλα γιατί πάτησαν σε μια μεγάλη παράδοση και εκείνοι που τα έφτιαξαν είχαν μεγάλη έμπνευση.

Το αντίστοιχο σήμερα μπορεί να συμβεί;

Θεωρώ ότι ικανούς ανθρώπους έχουμε. Μπορεί να μην έχουμε εκατομμύρια ταλαντούχους σκηνοθέτες, αλλά έχουμε τουλάχιστον τρεις.

Έχουμε υπερβολικά πολλές θεατρικές παραστάσεις όμως. 

Όταν ανοίγουν δέκα φούρνοι, ο κόσμος θα πάει εκεί που θα βρει το καλύτερο ψωμί. Εγώ δεν έχω ξεκινήσει ποτέ μια παράσταση με σιγουριά ότι θα έχω επιτυχία. Κάθε χρόνο δίνω εξετάσεις.

Νιώσατε ποτέ ότι τα έχετε όλα;

Αυτό νιώθω αυτή τη στιγμή, όσον αφορά τα ψυχικά. Από υλικά έχω ελάχιστα πράγματα κι αυτό είναι μια τεράστια ευτυχία: το μικρό αυτό σπίτι, ένα αυτοκίνητο για να μπορώ να μετακινηθώ, ένα κτήμα με ένα σπίτι 40 τετραγωνικών όπου μένει η μητέρα μου και πολλά φέσια από τη Σπείρα Σπέιρα τα οποία τρέχουν συνεχώς. Αυτή την περίοδο σκέφτομαι να φτιάξω έναν χώρο τέχνης στο κτήμα που προανέφερα, ο οποίος να μείνει στα ελληνόπουλα. Μάλιστα είμαι σε αναζήτηση επενδυτών. Δεν με ενδιέφερε ποτέ η ιδιοκτησία. Εκείνο που πάντα ήθελα είναι να έχω το σημείο αναφοράς μου και από κει και πέρα να κάνω τα ταξίδια μου.

Τα νέα σας μουσικά ταξίδια ποια είναι; 

Ετοιμάζω έναν δίσκο με ερμηνευτή το Δημήτρη Μητροπάνο. Είναι αρκετοί στίχοι δικοί μου, δύο υπέροχα τραγούδια της Λίνας, άλλα δύο του Μάνου Ελευθερίου και ένα ποίημα του Κωστή Παλαμά. Είμαι ευτυχής με αυτή τη συνεργασία, νομίζω ότι είναι ο τραγουδιστής αυτής της γενιάς και αυτής της εκπαίδευσης που θα κλείσει την πόρτα του λαϊκού τραγουδιού. Έπειτα, τον άλλο μήνα θα κάνω μια μεγάλη οντισιόν στην οποία θα πάρω γύρω στα 30 άτομα με τα οποία θα δουλέψουμε ένα σεμινάριο με τίτλο «Το χρέος τού γελοίου» και στην ουσία θα είναι αναλυτική δουλειά πάνω στα αριστοφανικά χορικά όλων των κωμωδιών. Θα περάσουν αρκετοί κωμικοί ως δάσκαλοι, beat boxers και μουσικοί αγωγοί. Θα φτιάχνουμε χορικό κατευθείαν από τα λόγια αναλύοντας ρυθμούς. Κι όλο αυτό θα οδεύσει λογικά μέχρι το καλοκαίρι σε μια παράσταση η οποία θα αποτελέσει προπομπό κάποιων άλλων μεγάλων παραστάσεων που έχω στο μυαλό μου.

Το μότο τελικά των δικών σας 55 ποιο είναι;

Το jam δεν σταματάει ποτέ.


*Πρώτη δημοσίευση Δίφωνο
Ιανουάριος 2011. 

7 Φεβρουαρίου 2011

Δέκα μονάδες φόβου




"Κι ο πιο μεγάλος φόβος μου 
φοβάται μην και δεν τον φοβηθώ..."

Γιάννης Αγγελάκας  

Είναι μόδα οι απολογισμοί, ειδικά τα τελευταία χρόνια που συνηθίζουμε να τους μοιραζόμαστε ακόμα και αν δεν γνωρίζουμε ο ένας τον άλλο. Λεπτά, ημίωρα ή ώρες στις οποίες επιδίδεσαι σχεδόν υπνωτισμένος σε μια ανασκαφή στο χρόνο∙ με φτυάρια, με κασμάδες, αλλά πολύ συνηθέστερα με τα ίδια σου τα νύχια. Τις περισσότερες φορές δεν ξέρεις τι ψάχνεις, ξεσκαρτάρεις τα χώματα σε μια προσπάθεια αναγνώρισης. Ποια από αυτά τα κομμάτια γης σου ήταν τα πιο γόνιμα, ποια τα πιο σάπια, πια τα άνυδρα και ποια τα ανεκμετάλλευτα;

Ο χρόνος που πέρασε ήταν ένας χρόνος δύσκολος. Μη διανοηθείς ωστόσο να ξεγελαστείς∙ ο επόμενος θα είναι ακόμα δυσκολότερος. Αν η λεγόμενη κρίση περνώντας με φόρα μας άφησε δύο γρατζουνισμένους αγκώνες, μέσα στο χρόνο που έρχεται πιθανόν να μας πάρει και το κεφάλι. Αν οι άνεργοι στον ορίζοντά σου ανέρχονταν στους δέκα, ετοιμάσου να δεις την ανεργία σπαρμένη σε κάθε γωνιά της έκτασής που σε περιέχει. Και προπάντων, μην είσαι καθόλου σίγουρος ότι εσύ θα βρίσκεσαι κάπου ψηλά και θα αγναντεύεις. Το παιχνίδι παίζεται ακόμα, που λέει και το τραγούδι, αλλά παίζεται με ζαβολιές στις οποίες- μάντεψε- δεν μπορείς να συμμετέχεις. Θυμάσαι όταν ήσουν πιτσιρικάς στο σχολείο και σου έβαζε γκολ ο μεγαλύτερος μάγκας της γειτονιάς, έχοντας πρώτα κλαδέψει τη μισή ομάδα χωρίς να υπάρξει φάουλ; Φαντάζομαι δεν διανοήθηκες να μιλήσεις τότε. Τώρα γιατί να το κάνεις; Συνεννοηθήκαμε λοιπόν. 

Το 2010 που με τόσο νταλκά και καημό στείλαμε σο διάολο πριν ακόμα τελειώσει η αντίστροφη μέτρηση στην τηλεόραση (γεια σου δήμαρχε), δεν ήταν το χειρότερο έτος που έχουμε περάσει σαν λαός. Δεν ήταν καν από τα μέτρια: όλοι βρήκαμε χρόνο και χρήμα για δυο καφέδες και 2 ποτά την εβδομάδα. Βάλε τσιγάρα, βενζίνες και μια μουσική σκηνή/ θέατρο/ μπουζούκι/ κλαμπ. Συγκρίνεται αυτό με των γονιών μας την άγρια εποχή; Επίσης θαρρείς πως συγκρίνεται με ό,τι θα κληθούμε να ζήσουμε στο μέλλον. Αν είσαι από εκείνους που εξακολουθούν να βλέπουν αυτή την παρακμή ως ευκαιρία για κοινωνικό ξεσκαρτάρισμα, ξεκίνα να κλαις από τώρα την ώρα που θα βρεθείς με το κεφάλι στο δάπεδο σε ένα ανοιγοκλείσιμο των ματιών. 

Έχει περάσει ένας μήνας και 7 ημέρες από τότε. Τι είναι λοιπόν αυτό που μας έκανε να μισήσουμε το έτος που έφυγε; Το 2010 δεν μας έριξε στη φτώχια. Τα επόμενα μάλλον θα το κάνουν. Το 2010 μας στέρησε την ελπίδα. Επέβαλε τον φόβο ως επικρατούσα κατάσταση στα μάτια όλων. Ακόμα και όσων δεν έχασαν ή δεν προβλέπεται να χάσουν άμεσα. Ακόμα και οι λεγόμενοι λεφτάδες, τα διάσημα λαμόγια ή οι παππού προς πάππου καθώς πρέπει ευκατάστατοι ξυπνάνε με τον φόβο τού αύριο. Σήμερα έχουμε, αύριο όμως ξέρουμε ότι δεν θα έχουμε. Τουλάχιστον όχι τόσα (αλλά πόσα;). Το ξέρουμε σχεδόν σίγουρα και είναι αυτό που μας καθηλώνει μπροστά στο ρολόι παρακολουθώντας τις ώρες που μας απομένουν και ψάχνοντας γωνίες στους καναπέδες και κούφια πλακάκια να κρύψουμε ένα μάτσο πενηντάευρα. 

Σε φόβισα;

Δεν ξέρω τι στ’ αλήθεια μας μένει να κάνουμε. Μάλλον επιβάλλεται όσο ποτέ να κάνουμε όσα δεν κάναμε μέχρι τώρα. Καθένας από τη μεριά του, καθένας όσο μπορεί και όσο του πρέπει. Όπως του πρέπει. Ποια είναι η συνταγή αυτή μη με ρωτήσεις να σου πω. Καλό θα ήταν να μην ρωτήσεις κανένα, ο δρόμος είναι μέσα σου και ο νόμος σου είσαι εσύ. Αν υπάρχει καλό και κακό είναι μια φιλοσοφία που δεν με αφορά στην παρούσα φάση. Με αφορά το μετά μου, το μετά σου, το μετά όλων μας. Για χαρακτηρισμούς και φιλοσοφίες χρόνος υπάρχει. Για πράξεις δεν υπάρχει. Κάποτε υπήρξε, τώρα είμαστε χρεωμένοι με χαμένο χρόνο. Ξεκινάμε από το πλην δέκα και οι δέκα αυτές μονάδες που μας χωρίζουν από την αφετηρία είναι μονάδες φόβου. Να ισοφαρίσουμε τα τέρματα ίσως να μη γίνεται, αλλά σίγουρα μας παίρνει να μειώσουμε το σκορ για να αυξήσουμε την ελπίδα πρόκρισης στον δεύτερο γύρο. Γιατί μπορεί το μισοάδειο ποτήρι σου να είναι σε αυτή την κατάσταση επειδή ήπιες μονορούφι το άλλο μισό, αλλά υπάρχει ακόμα η υπόλοιπη μεζούρα που δεν έχει καταναλωθεί. Φρόντισε να την πιεις γουλιά- γουλιά και με μέτρο για να ξεδιψάσεις και όχι για να κάνεις κεφάλι. Γιατί σήμερα κεφάλι έχεις να ζαλίσεις. Αύριο θα παρακαλάς να μην είχες, σαν τον αλκοολικό που ξερνώντας μετανιώνει επίπονα μία- μία τις στάλες αλκοόλ που του ροκανίζουν το αίμα. Από φόβο για τα χειρότερα. Ίσως και από τρόμο για τα πεπραγμένα. 

*Το κείμενο αυτό έχει γραφτεί στα πλαίσια της "Ημέρας ενάντια στο φόβο"
Δείτε περισσότερα στο http://grfear.blogspot.com/

Camly - A Responsive Blogger Theme, Lets Take your blog to the next level.

This is an example of a Optin Form, you could edit this to put information about yourself.


This is an example of a Optin Form, you could edit this to put information about yourself or your site so readers know where you are coming from. Find out more...


Following are the some of the Advantages of Opt-in Form :-

  • Easy to Setup and use.
  • It Can Generate more email subscribers.
  • It’s beautiful on every screen size (try resizing your browser!)
Subscribe Via Email

Subscribe to our newsletter to get the latest updates to your inbox. ;-)

Your email address is safe with us!