Translate

30 Ιουνίου 2011

Όπου υπάρχει καπνός λες να υπάρχει και φωτιά;



Όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά κι αυτό είναι κάτι που όχι μόνο μας παραδόθηκε ως ρήση από τις προηγούμενες γενιές, αλλά έχει την κακιά συνήθεια να επιβεβαιώνεται κάθε που υπάρχει ανάγκη. Κάθε που υπάρχει φωτιά, κάθε που εμφανίζονται καταστάσεις αντίθετες με την ομαλή εξέλιξη των πραγμάτων. Χιλιάδες ζευγάρια πόδια πέρασαν από την πλατεία Συντάγματος ένα μήνα τώρα. Χιλιάδες ζευγάρια μούντζες προς τη Βουλή, δεκάδες ατάκες και βρισιές για τους πολιτικούς, συνθήματα, αφίσες, πανό, ψηφίσματα, αποκλεισμοί του δρόμου. Οι δύο ημέρες (μία στον ανασχηματισμό και μία χθες) που στιγματίστηκαν από επεισόδια δεν μου αφήνουν το στατιστικό περιθώριο να επιστρατεύσω τις αγνές μου σκέψεις. Και δεν είναι μόνο αυτό, είναι και η φύση των συμβάντων, τα βίντεο, οι φωτογραφίες, τα ντοκουμέντα, οι ζωντανές μαρτυρίες. Ένας ολόκληρος λαός καλείται να το παίξει παράφρων προκειμένου να πειστεί ότι ο ουρανός δεν είναι γαλάζιος, αλλά κίτρινος και ότι η πάπια γαυγίζει αν τη στριμώξεις. Ότι ο καπνός δεν βγαίνει από τη φωτιά, αλλά από παρεξήγηση.Ότι το κράτος τον προστατεύει. Είδα τόσο κόσμο να διαμαρτύρεται παραδειγματικά, να επιστρετεύει όσο πολιτισμό του έχει απομείνει, όση καλή θέληση και όση αυτοσυγκράτηση παραμερίζοντας την ανθρώπινη ορμή και αγανάκτηση που θα τον ήθελε να σπάει το σύμπαν επειδή δεν έχει να πληρώσει τη ΔΕΗ παρόλο που δουλεύει χρόνια σαν σκύλος. Είδα μια ορδή ανθρώπων να περπατούν από την Σπάρτη μέχρι την πλατεία εις ένδειξην διαμαρτυρίας τιμώντας τη συνείδησή τους με όποιον τρόπο μπορούσαν. Είδα και άτομα με καλυμένα τα πρόσωμα να εισχωρούν στη λαοθάλασσα και να ξεκινούν καυγά σπάζοντας πεζοδρόμια. Είδα επίσης τα ΜΑΤ να μπαίνουν στον πόλεμο χωρίς δεύτερη κουβέντα πετώντας πέτρες και καρκινογόνα χημικά. Είδα και τις δύο ομάδες να κάνουν βόλτες στην πλατεία, να μπαίνουν στα στενά, να βγαίνουν από τα στενά, να δέρνονται, να βρίζονται, να κυνηγιούνται. Είδα εμπρηστές να συλαμβάνονται επαυτοφώρω και να αφήνονται μετά από 10 δετερόλεπτα σαν να μη συνέβη τίποτα. Είδα μια αλήθεια που δεν ήθελα να είναι αλήθεια και η αλήθεια είναι πως κάποιοι (και δεν είνα λίγοι) κάνουν τα πάντα για να με ξεκολλήσουν από την οθόνη του υπολογιστή και να με στρέψουν στην εφημερίδα και στην τηλεόραση για να παραδεχτώ στο τέλος μπουχτισμένος ότι επρόκειτο περί παρεξηγήσεως. 

Είδα και άλλα πολλά. Είμαι πλέον πεπεισμένος ότι οι κουκουλοφόροι είναι εκεί χωρίς λόγο διαμαρτυρίας. Είμαι επίσης πεπεισμένος ότι οι δυνάμεις των ΜΑΤ μπαίνουν στον πόλεμο μόνο και μόνο για να τον συντηρήσουν. Για να μην πάψει πότε αυτός ο καπνός που μοιάζει καρφωμένος στην άσφαλτο. Κι αναρωτιέμαι πώς γίνεται στη χώρα που εξαρθρώνεται η 17 Νοέμβρη, που παρακολουθούνται οι πολιτικοί της, που (μετά από δεκαετίες) συλαμβάνονται εκείνοι που εξεφτελίζουν τον πολιτισμό του αθλητισμού αξαπατώντας και κερδίζοντας, πώς γίνεται να μην μπορούν να συλληφθούν 10 αληταράδες που καίνε τα πάντα; Πώς γίνεται τα εκπαιδευμένα όργανα της αστυνομίας μας να μην μπορούν να συλλάβουν και να τιμωρήσουν εκείνους που καταχρώνται την αγανάκτηση των υπολοίπων και βανδαλίζουν το σύμπαν; Πώς γίνεται όλες οι καταγγελίες να είναι παρεξηγήσεις; Πώς γίνεται να υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά; Δεν είναι ένδειξη ανικανότητας το γεγονός ότι μας απασχολεί ακόμα το θέμα των κουκουλοφόρων. Είναι απόδειξη σκοπιμότητας. Κι αναρωτιέμαι πού θα μας βγάλει, παρόλο που με το κυάλι άρχισα να διακρίνω κάτι σαν γύψο. 

Κι ένα υστερόγραφο για τον εκ του ασφαλούς χαβαλέ: πού στο διάολο είναι οι τρομοκρατικές οργανώσεις που απειλούσαν την δημόσια ασφάλεια και ειρήνη των πολιτών; Θα περίμενε κανείς ότι ήρθε γι' αυτούς η ώρα να συμβάλουν στη λαϊκή επανάσταση.  

28 Ιουνίου 2011

4o ARTogether Festival από το Bankit.gr



12-13-13 Ιουλίου στο SIX DOGS. 

Sing it Voice it Compose it Jingle it Play it 
Band it Design it Act it Draw it Film it 
Create it Animate it Sketch it Shake it 
Shoot it Move it Rhyme it Script it Poem it Write it. 


23 Ιουνίου 2011

Συνέντευξη στον Ορφέα με αφορμή το Τραπέζι



Συνέντευξη στον Τάσο Π. Καραντή


Το ιντερνέτ είναι, πλέον, το κυρίαρχο μέσο στη ζωή μας. Και κυρίαρχα μέσα στο διαδίκτυο είναι τα ιστολόγια(blogs), όπου αποτελούν την πιο απόλυτα ελεύθερη μορφή έκφρασης και γνώμης, σε συνάρτηση, βεβαίως με την υπευθυνότητα, τη σοβαρότητα και το πολιτικό ήθος κι ανεξαρτησία του δημιουργού τους. Ανάμεσά τους υπάρχουν και τα «Ιστολόγια με νότες», που αφορούν τον τομέα της μουσικής και του ελληνικού τραγουδιού, που υπηρετεί, εξάλλου κι ο «ΟΡΦΕΑΣ», ως ένα μη κερδοσκοπικό μουσικό περιοδικό. Σκεφτήκαμε, λοιπόν, να ανοίξουμε την ενότητα «Ιστολόγια με νότες», όπου θα συστήνουμε στους αναγνώστες μας τα – υπεύθυνα και σοβαρά, κατά την κρίση μας – μουσικά blogs. Η μορφή της γνωριμίας αυτής θα είναι μέσω μιας συνέντευξης, με - κοινό κατά 80%-90% - ερωτηματολόγιο προς τον δημιουργό του κάθε μπλογκ. Σκοπός μας δεν είναι μόνο μια τυπική παρουσίαση του κάθε μπλογκ, αλλά, κυρίως, οι απόψεις του δημιουργού του κι ιδιοκτήτη του για διάφορα θέματα του τραγουδιού μας, ευελπιστώντας να ανοίξει ένας ευρύτερος, σοβαρός, με επιχειρήματα, διάλογος, μέσω αρθρογραφίας. Αυτή τη φορά παρουσιάζουμε το «Τραπέζι» του Χρήστου Μιχαήλ, τον οποίον ευχαριστώ θερμά για την ανταπόκρισή του.

Σε πρωτογνώρισα, πριν λίγα χρόνια, ως ένα πολύ νεαρό παιδί, που έγραφε ποιήματα. Η ποίηση σε οδήγησε στο τραγούδι ή από το τραγούδι οδηγήθηκες στην ποίηση; 

Χρήστος Μιχαήλ: Το τραγούδι με οδήγησε στη λογοτεχνία και η αλήθεια είναι ότι άργησα να μπω στα πράγματα ως ακροατής. Καλό τραγούδι και με την δέουσα προσοχή άρχισα να ακούω γύρω στα δεκαπέντε. Πριν από αυτό το χρονικό σημείο δεν υπήρχε τίποτα, ούτε καταβολές, ούτε βιβλιοθήκες και δισκοθήκες να ανατρέξω, ούτε αγαπημένες μουσικές των γονιών, των θείων και των παππούδων. Μέχρι και σήμερα στο πατρικό μου σπίτι δεν υπάρχει μηχάνημα να παίζει μουσική• αν υπάρξει κάποια ξαφνική ανάγκη για μελωδία καλύπτεται και με το παραπάνω μέσα από την τηλεόραση και το αυτοκίνητο. Η γραφή μπήκε στη ζωή μου γύρω στα 17, στη Λεμεσό όπου πήγαινα σχολείο. Εκεί καταρρίφθηκε μέσα μου ο φόβος που μου είχε δημιουργηθεί από το κοινωνικό περιβάλλον, ότι δηλαδή το να γράφει κανείς είναι ταμπού και καλύτερα να γίνεται κρυφά. Κατάλαβα ότι ο γραπτός λόγος έχει λόγο. Έτσι λατρεύοντας το ελληνικό τραγούδι και τους στίχους του μέχρι λαγνείας, οι φόρμες γραφής και έκφρασής μου προσαρμόστηκαν αυτόματα σε σύντομες και πυκνές. Το ποίημα λοιπόν, ως φυσικό επακόλουθο, αποτέλεσε τον κύριο τρόπο έκφρασης.

Το ελληνικό τραγούδι πότε μπήκε, κυρίαρχα, στη ζωή σου, ώστε να είσαι πλέον σήμερα ένας επαγγελματίας μουσικογράφος;

Χ.Μ.: Το 2005 ανακάλυψα με τη βοήθεια μιας φίλης, τη μουσική κοινότητα www.musicheaven.gr στην οποία ένα μεγάλο και σημαντικό κομμάτι είναι το ηλεκτρονικό περιοδικό.  Αφού έγινα μέλος και γνωρίστηκα με αρκετό κόσμο, κάποιοι από αυτούς, μου πρότειναν να κάνουμε μαζί μια  συνέντευξη στο Μανώλη Φάμελλο. Ακολούθησε μια τολμηρή συνέντευξη με την πρωτοεμφανιζόμενη τότε Δανάη Παναγιωτοπούλου. Από εκεί και πέρα μπήκε το νερό στο αυλάκι, ακολούθησαν κάμποσες συνεντεύξεις. Έπειτα ήρθαν οι άλλες συνεργασίες: Ως3, Δίφωνο, e-tetradio, musicpaper.gr. Το σημαντικότερο κομμάτι, εκείνο που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στο να συνεχίσω βουτώντας σταδιακά όλο και βαθύτερα, είναι κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι βρέθηκαν στο δρόμο μου και με τίμησαν παράλληλα με τη φιλία τους. Επίσης μου δόθηκε και μου δίνεται συνεχώς η ευκαιρία να γνωρίζω όλο και καλύτερα την προσωπική μου μυθολογία: στιχουργούς, συνθέτες, ερμηνευτές, τραγουδοποιούς.

«Τραπέζι», το μπλογκ σου. Πως προέκυψε ο τίτλος και ποιος είναι ο στόχος του κι η ουσιαστική του ταυτότητα;

Χ.Μ.: Το τραπέζι ως έπιπλο είναι συνδεδεμένο με τις περισσότερες και σημαντικότερες αναμνήσεις μας σε αυτή τη ζωή. Είναι ένα καθοριστικό έπιπλο. Επειδή το μπλογκ καθενός είναι το σπίτι του, αλλά και το μέρος όπου καταθέτει τη δουλειά του, που γράφει την άποψή του, που μαλώνει στα σχόλια, που ξεδίνει με ένα ενδεχομένως φορτισμένο κείμενο, που ακουμπάει για να ξεκουραστεί, να θυμηθεί, να αυτοψυχαναλυθεί πολλές φορές, είναι σαν να ακουμπάει πάνω του ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού του. Τουλάχιστον για εμένα κάπως έτσι λειτουργεί. Κάνοντας λοιπόν συνεχείς συνειρμούς και για όλους αυτούς τους λόγους, ονόμασα το μπλογκ «Τραπέζι». Μέσα από το «Τραπέζι» έχω την ευκαιρία να εκφράσω γνώμη χωρίς τη μεσολάβηση τρίτων, να τακτοποιώ τα κείμενά μου και να προτείνω κάποια πράγματα στους μετρημένους αναγνώστες, μακριά από την ελαφρότητα και τον επικαιρικό χαρακτήρα των social networks. Επίσης αποτελεί και το διαδικτυακό μου αρχείο από τις διάφορες δημοσιογραφικές δραστηριότητες. Μπορεί οποιοσδήποτε (κυρίως οι δημοσιογράφοι που ερευνούν συνεχώς πριν γράψουν κάποιο κείμενο) με μια αναζήτηση να βρει λεγόμενα καλλιτεχνών, άρθρα και κριτικές δίσκων και παραστάσεων.

Το σίγουρο είναι ότι τα μπλογκ σπάνε το κατεστημένο του δημοσιογραφικού συστήματος, συμβάλλοντας στην πολυφωνία και στον πλουραλισμό. Μήπως όμως η ανωνυμογραφία (ιδίως στα σχόλια), το επίπεδο – αρκετές φορές – της “γραφής στο γόνατο”, κι οι εκφράσεις επιπέδου κουβέντας καφενείου, αποτελούν την “αχίλλειο πτέρνα” τους;

Χ.Μ.: Υπάρχουν δύο οπτικές γωνίες οι οποίες αποκλίνουν: εκείνη που βλέπει τα μπλογκς να καταστρέφουν τη δημοσιογραφία και η άλλη που βλέπει τη δημοσιογραφία να ενισχύεται και να απαλλάσσεται σταδιακά από εκείνους που την καταδυναστεύουν, δίνοντας αλήθεια στον πολίτη που διψά να ενημερώνεται. Έχουμε διαβάσει μπλογκς τα οποία είναι υπόδειγμα γραφής, συμπεριφοράς και πολιτισμού. Έχουμε διαβάσει και απαράδεκτες διαδικτυακές φυλλάδες που έχουν ένα φτυάρι και μοιράζουν λάσπη. Και τα δύο είχαν την τύχη που τους άξιζε, ξεχώρισαν και παγιώθηκαν ή πέρασαν στα αζήτητα. Κάποιος που ρίχνει λάσπη θέλει απλά την προσοχή που δεν έχει στην καθημερινότητά του. Είναι άσχημο πράγμα οι ανώνυμες επιθέσεις μέσα από τα σχόλια, αλλά μπορούν να περιοριστούν με μια ρύθμιση. Τα μπλογκς είναι ένα μέσο ελευθερίας της έκφρασης και της ενημέρωσης. Ανάλογα με τα κείμενα που ανεβάζουν κερδίζουν πόντους στην υπόληψη του αναγνωστικού κοινού το οποίο πλέον είναι πολύ πιο απαιτητικό σε θέματα εγκυρότητας και ταχύτητας και μπορεί να διαλέγει αποτελεσματικότερα τι διαβάζει και τι εμπιστεύεται.  Η μπλογκόσφαιρα πάντως πολεμήθηκε πολύ κυρίως από το δημοσιογραφικό κατεστημένο το οποίο ένιωσε να απειλείται. Δεν νομίζω να έχει χάσει τον πόλεμο, τη βλέπω να κερδίζει ύψος δίπλα στις πιο συντονισμένες ενέργειες μέσω διαδικτύου, όπως τα ενημερωτικά πορταλς.

Εσύ, στο δικό σου μπλογκ, κυρίως, αναδημοσιεύεις, συνεντεύξεις κι αρθρογραφία σου, από τα μουσικά περιοδικά (έντυπα κι ηλεκτρονικά) με τα οποία συνεργάζεσαι. Παρατηρώ όμως, ότι, στα περισσότερα μπλογκς, προβάλλονται (και πολύ σωστά) οι μη έχοντες πρόσβαση στο κυρίαρχο μουσικό-δημοσιογραφικό σύστημα, αλλά, συνάμα, αποκλείονται, σχεδόν, οι έχοντες πρόσβαση σ’ αυτό! Οι οποίοι, δεν είναι πάντα ατάλαντοι κι άτεχνοι, αλλά μιλάμε για μεγάλα ονόματα, με ιστορία, ρεπερτόριο και προσφορά στο τραγούδι μας, έστω κι αν είναι μέινστριμ τραγουδιστές. Μήπως δηλαδή έχουμε μια “πολεμική τακτική” με εκατέρωθεν, από κάθε πλευρά, αποκλεισμούς;

Χ.Μ.: Οι μη έχοντες πρόσβαση είναι κυρίως οι νέοι καλλιτέχνες. Οι νέοι αυτοί είναι άνθρωποι της γενιάς του διαδικτύου, ανεβάζουν τα τραγούδια τους στην προσωπική τους ιστοσελίδα, την επικοινωνούν μέσα από τα social networks και τα δικά τους μπλογκς. Μοιραία λοιπόν οι μπλόγκερς στην διαδικτυακή τους βόλτα έρχονται σε επαφή με αυτές τις δουλειές, τις ακούν ολόκληρες όσες φορές θέλουν, έχουν τη δυνατότητα να ενημερωθούν για τα δρώμενα του καλλιτέχνη (που όπως είπαμε είναι κατά κανόνα αποκλεισμένος από τα μεγάλα ΜΜΕ) κλπ. Έτσι δεν είναι παράξενο που οι καλλιτέχνες αυτοί αποκτούν ένα πιο εναλλακτικό κοινό το οποίο τους στηρίζει μέσα από τα μπλογκ του από μεράκι, από αγάπη και από την ανάγκη να μοιραστεί τη νέα του ανακάλυψη με τους φίλους και τους αναγνώστες του. Ελάχιστες είναι οι φορές που προωθούνται καλλιτέχνες με αποκλειστικό σκοπό την προβολή, συνήθως είναι η ειλικρινής πρόθεση που τους κάνει παρόντες. Από κει και πέρα, οι μεγάλοι έρχονται πίσω στα μπλογκς διότι είναι μπροστά στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση και στις εφημερίδες. Και το κοινό της τηλεόρασης δύσκολα είναι και κοινό του μπλογκ. Κάποιοι το βλέπουν ως πολεμική σύγκρουση. Κάποιοι μπορεί και να το πράττουν έτσι.

Και μια και μιλάμε για ιντερνετικά μπλογκ, Θα ήθελα τη γνώμη σου για το διαδίκτυο όσον αφορά το τραγούδι. Από τη μια αποτέλεσε κυριολεκτικά ένα νέο χώρο όπου όλα, πλέον, τα μουσικά δημοσιογραφικά μέσα βαίνουν προς τα εκεί, από την άλλη, είναι ένας από τους βασικούς λόγους της κατάρρευσης της δισκογραφίας, μέσα από τα παράνομα κατεβάσματα των τραγουδιών. Πως το βλέπεις εσύ;

Χ.Μ.: Η δισκογραφία είναι μέσο, δεν είναι περιεχόμενο. Αυτό το μέσο καταρρέει και τη θέση του παίρνει ένα άλλο: το διαδίκτυο. Το περιεχόμενο είναι το τραγούδι και το καλό τραγούδι δεν πεθαίνει, γράφεται συνεχώς και θα γράφεται κατά την άποψή μου για πάντα. Όπως λέει και ένας μεγάλος συνθέτης σε κάθε δημόσια δήλωσή του- και έχει δίκιο- το καλό τραγούδι όπως και το πολιτικό τραγούδι υπάρχουν και σήμερα, αλλά είναι άλλη η λειτουργία τους. Η κυκλοφορία της μουσικής είναι πολύ πιο γρήγορη γιατί είναι πιο ελεύθερη: δεν χρειάζεται να δώσεις ούτε ένα ευρώ για να μπορέσεις να ακούσεις σπίτι σου έναν δίσκο. Τον κατεβάζεις. Πλέον ούτε και αυτό, μπαίνεις και τον ακούς στο Youtube. Αυτό μάλιστα καταργεί και την τελευταία παραλλαγή της έννοιας “δισκοθήκη”. Πρώτα ήταν τα βινύλια, έπειτα τα σιντί, τα τελευταία χρόνια φάκελοι με mp3 στον υπολογιστή μας και τώρα πια... τίποτα. Όλα κυκλοφορούν ελεύθερα, δωρεάν και σε πολλές εκτελέσεις. Για τον ακροατή είναι καλό όλο αυτό σε πρώτη φάση. Για τον τραγουδιστή επίσης, γιατί έχει τη δυνατότητα να μπει στα σπίτια όλου του κόσμου και να διαφημιστεί δωρεάν. Οι δημιουργοί όμως, ο πυρήνας δηλαδή του τραγουδιού, που δεν μπορεί να τραγουδήσει για να βγάλει μεροκάματο, δεν μπορεί να γεμίσει πίστες και στάδια, αυτός πλήττεται. Κι αφού πλήττεται ο δημιουργός τι από τα παραπάνω μπορεί να μείνει ανεπηρέαστο;

«Δίφωνο». Μια “πονεμένη”, τον τελευταίο καιρό, ιστορία. Εσύ ανήκεις σ’ αυτούς που παρέμειναν ή επανήλθαν. Τι παίχτηκε τελικά;

Χ.Μ.: Η ιστορία είναι γνωστή: το Δίφωνο ανακοίνωσε την αναστολή της κυκλοφορίας του την ώρα που όλοι οι συντάκτες του ήταν απλήρωτοι για μήνες. Ήταν όμως παρόντες στη δουλειά, τιμώντας το όνομα και την ιστορία του περιοδικού. Συντάχθηκε λοιπόν μια κοινή επιστολή, έγινε ένας συλλογικός αγώνας, ικανοποιήθηκαν τα περισσότερα και σημαντικότερα αιτήματά κι έτσι το Δίφωνο επανήλθε στα πράγματα. Ήταν μια πολύ μεγάλη νίκη στην οποία συνέβαλαν και οι αναγνώστες του περιοδικού αλλά και αρκετοί καλλιτέχνες. Η συντακτική ομάδα κλήθηκε από τη διεύθυνση να επιστρέψει στο δυναμικό του περιοδικού, όμως κάποιοι επέλεξαν να μην συνεχίσουν για λόγους που έχουν οι ίδιοι εξηγήσει. Είναι σεβαστό. Εξάλλου με τους περισσότερους με δένει μια ειλικρινής και άδολη φιλία. Οι άνθρωποι έχουν σημασία, όλα τα άλλα ξαναγίνονται.

Και μια και μιλήσαμε για το «Δίφωνο», ανήκες σ’ αυτούς που αντέδρασαν όταν ο Μιχάλης Χατζηγιάννης μπήκε εξώφυλλό του; Πάντως, εγώ παρατήρησα(εκτός αν πρόκειται περί αβλεψίας σου), ότι, ενώ, αναρτούσες στο «Τραπέζι», το κάθε νέο εξώφυλλο του «ΔΙΦΩΝΟΥ», αυτό με τον Χατζηγιάννη το παρέλειψες! Γιατί δεν θα έπρεπε να μπει εξώφυλλο σε ένα μουσικό περιοδικό ο πιο δημοφιλής κι εμπορικός σήμερα Έλληνας τραγουδιστής;

Χ.Μ.: Στο «Τραπέζι», μπορεί κανείς να συναντήσει τα εξώφυλλα του «Διφώνου» σε δύο μέρη: στην αριστερή μπάρα όπου κάθε μήνα αναρτώ τη φωτογραφία του τρέχοντος τεύχους και σε ξεχωριστό ποστ στο οποίο στο ξεκίνημα κάθε κυκλοφορίας ανακοινώνω τα περιεχόμενα και τα σιντί που δίνονται δώρο, κάτι σαν δελτίο τύπου. Καμιά από τις δύο ενέργειες δεν είχε ξεκινήσει σε τακτική βάση όταν ο Μιχάλης Χατζηγιάννης ήταν στο εξώφυλλο. Όταν μας ανακοινώθηκε το συγκεκριμένο ενδεχόμενο στο περιοδικό και μας ζητήθηκε η άποψή μας, απάντησα πως προσωπικά δεν θα με πείραζε καθόλου, αρκεί η συνέντευξη να ήταν ιδιαιτέρως σκληρή για έναν καλλιτέχνη ο οποίος πρόσφατα είχε κάνει σκληρότατες δηλώσεις περί του έντεχνου τραγουδιού και των εκπροσώπων του. Έκανα λάθος, το οποίο μάλιστα συνειδητοποίησα σχετικά αργά, αλλά οφείλω να αναγνωρίσω. Στο εξώφυλλο ενός περιοδικού πρέπει να μπαίνουν καλλιτέχνες που αιμοδοτούνται από την ίδια φλέβα. Ο Μιχάλης Χατζηγιάννης είναι κατ' εμέ ένας καλός ποπ τραγουδιστής και συνθέτης, αλλά δεν έχει τίποτα κοινό με το κοινό του «Διφώνου». Θα μπορούσε ενδεχομένως να γίνει μια μεγάλη συνέντευξη στο εσωτερικό του περιοδικού που να ζητούσε ντόμπρες απαντήσεις, αλλά όχι εξώφυλλο. Δεν είναι θέμα κομπλεξισμού, δογματισμού και ελιτισμού. Είναι θέμα τιμιότητας προς το κοινό που σε στηρίζει και στο οποίο έχεις δώσει ελπίδες και υποσχέσεις. Το «Δίφωνο» δεν είναι ένα μουσικό περιοδικό γενικού ενδιαφέροντος. Το στίγμα του είναι συγκεκριμένο. Ή αλλάζεις προσανατολισμό μια και καλή ή παρασύρεσαι από τα αστέρια και χτυπάς σε βράχο. Κι εμείς δεν χτυπήσαμε σε βράχο μόνο μία φορά οφείλω να ομολογήσω.

Για να μπούμε και λίγο στα χωράφια του ελληνικού τραγουδιού, πολλά σύνορα και συρματοπλέγματα βλέπω. Διαχωρισμοί κι αναθέματα που μετατρέπουν το τραγούδι σε γήπεδο. Γιατί τόσος φανατισμός, για κάτι που δεν είναι ούτε κόμμα, ούτε θρησκεία, αλλά τέχνη; Εσένα, προσωπικά, όχι ως μουσικογράφος που πρέπει να ακούς διάφορα είδη, αλλά ως ακροατής, ποια είναι τα αγαπημένα σου καθημερινά ακούσματα;

Χ.Μ.: Ο δογματισμός φέρνει φανατισμό. Και τα δύο μου είναι ιδιαιτέρως απεχθή. Διαχωρισμοί με την έννοια του συνόρου δεν υπάρχουν. Ο πλανήτης γη δεν θέτει σαφή όρια στο κλίμα του, αλλά και η πανίδα και η χλωρίδα ξέρουν ότι άλλο η στέπα και άλλο η ζούγκλα. Καμιά φορά οι πλευρές του τραγουδιού μπορεί να βρίσκονται, να συμπράττουν, να βγαίνουν συμπαθητικά κομμάτια ή εμπορικά επιτυχημένα σχήματα, αλλά δεν είναι το ίδιο. Ο λόγος είναι απλός: δεν έχουν ούτε την ίδια ρίζα από όπου τραβάνε νερό, ούτε τον ίδιο προορισμό. Σε γενικές γραμμές έχω υιοθετήσει την άποψη του Μίκη Θεοδωράκη που λέει ότι τα τραγούδια χωρίζεται σε δύο είδη: αυτά που μας κάνουν να ξεχνάμε και αυτά που μας κάνουν να θυμόμαστε. Όλα έχουν τη χρησιμότητά τους. Το πρόβλημα ξεκινάει από το σημείο που τα πρώτα γίνονται συνείδηση. Ως ακροατής αγαπώ το καλό ελληνικό τραγούδι από όπου κι αν προέρχεται, με εξιτάρει η ελληνικότητα του στίχου και έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία στο ρυθμό του ζεϊμπέκικου.



Και να το δούμε κι αλλιώς. Δεν υπάρχει μια αισθητική και μια κουλτούρα. Μπορεί να υπάρχει μια κυρίαρχη, ανά εποχή – και το πώς είναι μια άλλη μεγάλη κουβέντα – αλλά πάντως όχι μία. Άλλο είδος τραγουδιού μπορεί να αγγίζει εμένα κι άλλο εσένα. Γεννήθηκα στη Σαλαμίνα (με τη λαϊκή κουλτούρα της Β΄ Πειραιά), αλλά σπούδασα στο πανεπιστήμιο, διάβασα, αλλά και κυκλοφόρησα στη νύχτα κι ήμουν πάντα παρατηρητικός. Όσον αφορά το τραγούδι, πήγαινα - έφηβος και νεαρός - για παράδειγμα, και σε συναυλίες του Θεοδωράκη, του Μικρούτσικου, του Νταλάρα και του Β. Παπακωνσταντίνου, αλλά και στον Διονυσίου στα «Δειλινά», στον Μαργαρίτη, μέχρι και στον Τσετίνη, όταν εμφανιζόταν στην Τρούμπα στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Κι έβλεπα ότι, τραγούδια που άλλους τους αηδίαζαν άλλους τους συγκλόνιζαν! Μήπως πρέπει να τα σεβόμαστε όλα αυτά, που χρησιμοποιούν έναν μουσικό - γλωσσικό κώδικα που εκφράζει κάποιες κοινωνικές ομάδες ανθρώπων, και να τα κρίνουμε στα μέτρα τους και με βάση σε ποιους απευθύνονται κι όχι μέσα από το προσωπικό μας πρίσμα και την προσωπική μας αισθητική που, πολλές φορές, την θεωρούμε – κι είναι επικίνδυνο νομίζω αυτό – ανώτερη; 

Χ.Μ.: Η φράση “γούστα είναι αυτά” δεν βγήκε τυχαία και όσο κλισέ κι αν ακούγεται, έχει τη σημασία της. Όπως είπα και πριν, ο δογματισμός είναι κακό πράγμα και μας τραβάει προς τα κάτω. Τα ονόματα που ανέφερες ως δεύτερη κατηγορία, είχαν μια συγκεκριμένη αισθητική η οποία αποδείχτηκε ισχυρή, με δυνατό και ατόφιο αίσθημα λαϊκότητας αν και όχι ισάξια άλλων δημιουργών. Υπάρχει κάποιος να κατηγορήσει τον Στράτο Διονυσίου για φτήνια; Αυτό βέβαια ίσως είναι κάτι το οποίο μόνο κοιτάζοντας προς τα πίσω και εκ του ασφαλούς μπορούμε να αναγνωρίσουμε, στην εποχή τους ίσως να θεωρούταν ως είδος υποδεέστερο από κάποιους ελίτ κύκλους. Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εκείνο που μπορώ να αντιληφθώ είναι ότι το λάιφ στάιλ που έχει κατακλύσει τα πάντα φαίνεται ότι δεν έχει άξονα αναφοράς, παρά μόνο το χρήμα μέσω του τυχοδιωκτισμού αλλά και της σταδιακής κατάργησης των ηθικών αξιών. Έχω όμως την πεποίθηση ότι η δραστηριότητά του βρίσκει τοίχο και χτυπά εκεί που η ηθική και η αξιοπρέπεια είναι κάτι παραπάνω από προσχήματα και άλλοθι. 

Και υπάρχει και μια άλλη διάσταση, το προσωπικό μας γούστο, οι μουσικές συμπάθειες κι οι αντιπάθειες μας. Επηρεάζει τη γραφή ενός δημοσιογράφου, όσον αφορά την αντικειμενικότητά του, και το γεγονός ότι απευθύνεται σ’ ένα ποικίλο κοινό αναγνωστών-ακροατών και θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν ουδέτερος; Έχεις πιάσει δηλαδή τον εαυτό σου με τα είδη και τους καλλιτέχνες που “συμπαθείς” μουσικά να είσαι επιεικής και μ’ αυτά κι αυτούς  που “αντιπαθείς” μουσικά αυστηρός;

Χ.Μ.: Το προσωπικό πρίσμα είναι πάντα ενεργό, δεν καταργείται ποτέ. Ωστόσο περιορίζεται και ακονίζεται έτσι ώστε να δρα όσο πιο αποτελεσματικά γίνεται. Φυσικά θέλει πολλές ακροάσεις, δεν μπορείς να ξεπετάξεις έναν δίσκο σε μια φορά και να έχεις την ψευδαίσθηση ότι τον έκρινες σωστά. Προσωπικά, εκείνο που προσπαθώ να κάνω μπροστά στην πρόκληση μιας κριτικής είναι να τοποθετήσω τον εκάστοτε καλλιτέχνη και το έργο που μας καταθέτει εκείνη τη χρονική στιγμή, στην εποχή του. Τι χώρο ποιοτικά πιάνει ένας νέος δίσκος στην Ελλάδα του 2011; Κατά πόσο αγγίζει το αίσθημα του μέσου, μελετημένου ακροατή; Τι νοήματα περνάει το υλικό, πώς είναι αυτά δοσμένα και τι προοπτικές έχει να είναι παρόν αφού βγει η επόμενη φουρνιά δίσκων; Ανεξάρτητα αν ο καλλιτέχνης έχει αφήσει κάποια ιστορία, αν ξεκινά τώρα την προσπάθειά του στη μουσική ή αν κάνει στροφή στην καριέρα του. Επίσης, στους ανθρώπους που συμπαθώ ιδιαίτερα και που έχω μια επαφή πιο προσωπική, φροντίζω να τους λέω την γνώμη μου, ιδιαίτερα όταν δεν είναι η καλύτερη. Θεωρώ ότι είναι πιο χρήσιμος ένας άνθρωπος δίπλα μας όταν  εκφράζει με αυστηρότητα και επιχειρήματα την άποψή του αν εκείνη δεν είναι καλή, παρά όταν από την υπερβολική του συμπάθεια και αγάπη, δεν βλέπει τις αδυναμίες και τα λάθη μας.

Εσύ, μάλιστα, έχεις εκδώσει κι ένα ποιητικό βιβλίο («Η καχυποψία ενός άλλοθι», εκδ. ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ), που περιέχει κι έμμετρους στίχους, που μπορούν να γίνουν τραγούδια. Καταρχάς επιθυμείς κάτι τέτοιο; Κι, αν ναι, και, κάποτε, πραγματοποιηθεί, είναι δυνατόν να είσαι αντικειμενικός, ως μουσικογράφος, με συνθέτες και τραγουδιστές, με τους οποίους θα σε συνδέει, πλέον, μια σχέση συνεργασίας, ίσως, και φιλίας;

Χ.Μ.: Είμαι από εκείνους που αγαπούν τη μελοποιημένη ποίηση. Τα έμμετρα ποιήματα που βρίσκονται μέσα στο βιβλίο, δεν γράφτηκαν με σκοπό να μελοποιηθούν, αλλά αν προκύψει κάτι τέτοιο θα είναι ευτυχές σαν γεγονός. Η σχέση συνεργασίας δεν θα πρέπει να αλλάξει τις ισορροπίες. Θέλω να πιστεύω ότι αν υπάρξει αυτός ο κίνδυνος, θα αρνηθώ να αναλάβω να γράψω  επίσημη κριτική.

Γενικότερα έχεις πραγματικές φιλικές σχέσεις με καλλιτέχνες; Γιατί, εγώ, προσωπικά, δεν έχω με κανέναν (πραγματική φιλία εννοώ, όχι μια απλή γνωριμία λόγω επαγγέλματος), τις αποφεύγω όπως «ο διάβολος το λιβάνι», γιατί νομίζω ότι έτσι διατηρώ την ανεξαρτησία μου και την αντικειμενικότητά μου. Ποια είναι η δική σου άποψη;

Χ.Μ.: Δεν τις αποφεύγω. Δεν τις επιδιώκω. Δυο- τρεις καλλιτέχνες είναι οι φιλίες που έχω αποκτήσει μέσα από αυτό τον χώρο, όχι παραπάνω. Και αυτές οι περιπτώσεις ήρθαν μέσα από τη δουλειά τους: πρώτα τους εκτίμησα ως καλλιτέχνες και μετά ήρθε η φιλία. Δεν νομίζω ότι η κρίση μου έχει επηρεαστεί. Ιδιαίτερα στις προσωπικές μας συζητήσεις έχω υπάρξει σχετικά σκληρός με κάποιους από αυτούς όταν αντιλήφθηκα ότι αυτό που παρουσίασαν ήταν κατώτερο των προσδοκιών τους. Γόνιμες διαδικασίες θα έλεγα πως είναι αυτές.

Οι δηλώσεις ή το πώς συμπεριφέρεται ένας καλλιτέχνης σε επηρεάζει κι ως προς την πρόσληψη του έργου του; ‘Η διαχωρίζεις τον άνθρωπο από τον καλλιτέχνη; Να δώσω δυο, διαφορετικά, παραδείγματα, ο Σαλβαντόρ Νταλί ήταν φιλοφρανκικός, σε εμποδίζει αυτή του η πολιτική τοποθέτηση από το να σε μαγέψει ένας ονειρικός πίνακάς του; Ή, ο Άκης Πάνου, δολοφόνησε άνθρωπο, αφαίρεσε ανθρώπινη ζωή, σε ενοχλεί αυτό στο να απολαύσεις ένα σπουδαίο τραγούδι του;

Χ.Μ.: Καταδικάζω τους κακούς χαρακτήρες και τις καταστροφικές πράξεις και στάσεις, αλλά η ουσία της τέχνης ποτέ δεν κρεμάστηκε από την ηθική των καλλιτεχνών της. Προσπαθώ να κρίνω τον καλλιτέχνη σε συνάρτηση με το έργο του και όχι τον χαρακτήρα του ανθρώπου. Προσπαθώ και νομίζω ότι τα καταφέρνω. Το έργο εξάλλου από ένα σημείο και μετά δεν ανήκει στον καλλιτέχνη, με την ίδια λογική που ένα παιδί δεν ανήκει με την έννοια της κτήσης στους γονείς του. Πάντως κάτι που έχω αρχίσει να πιστεύω είναι ότι σε γενικές γραμμές τα καλά παιδιά δεν έκαναν και την καλύτερη τέχνη. Η τέχνη ίσως να έχει κάποια στοιχεία από τη σκοτεινή πλευρά του ανθρώπινου χαρακτήρα. Ίσως και όχι.

Είναι κι ένα τοπίο με κυρίαρχους μύθους το ελληνικό τραγούδι, συνθετών (Θεοδωράκης - Χατζιδάκις) και τραγουδιστών (Καζαντζίδης - Μπιθικώτσης). Κάνοντας όμως μια έρευνα, για το TOP – 10 των δίσκων με τις υψηλότερες πωλήσεις της ελληνικής δισκογραφίας, διαπίστωσα – αν εξαιρέσω το εθνικής εμβέλειας «ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ» - ότι κι οι 4 απουσίαζαν! Πρώτος είναι ο Πλέσσας με το «Δρόμο». Κι όμως σε κάθε συνέντευξη που θα διαβάσω, όλων, μα όλων, αγαπημένοι είναι ο Θεοδωράκης κι ο Χατζιδάκις, με τα τραγούδια τους λένε πως μεγάλωσαν! Είναι σπουδαίοι, ναι, αλλά κανείς δεν μεγάλωσε, για παράδειγμα, και με τα – εξίσου δημοφιλή κι αγαπητά – τραγούδια του Πλέσσα, του Χατζηνάσιου και του Σπανού; Γιατί δεν το λέμε; Μήπως άλλους λέμε ως σπουδαίους, για να είμαστε, δημόσια, πολιτικά ορθοί, κι άλλα αγοράζουμε κι ακούμε ιδιωτικά; Γιατί, κάτι τέτοιο δείχνουν οι αριθμοί του TOP-10! Εσύ πιστεύεις στους 4 αυτούς μύθους ή έχεις τη δική σου μυθολογία;

Χ.Μ.: Πιθανόν να είναι και θέμα πρεστίζ να διατυμπανίζει κανείς ότι μεγάλωσε με τους ογκόλιθους της ελληνικής μουσικής. Ίσως βέβαια να είναι κι έτσι σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις. Οι αριθμοί πωλήσεων δεν είναι δείκτης επαλήθευσης για κάτι τέτοιο. Το ότι οι περισσότεροι ποδοσφαιρόφιλοι στην Ελλάδα δηλώνουν Ολυμπιακοί, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ο Ολυμπιακός είναι η καλύτερη ομάδα (που είναι, αλλά τέλος πάντων). Ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις δεν ήταν απλώς σπουδαίοι και αγαπημένοι. Ήταν καθοριστικοί. Άλλαξαν τον χάρτη του ελληνικού τραγουδιού, μπόλιασαν το λαϊκό αίσθημα με ποίηση υψηλών προδιαγραφών και έκαναν τον κόσμο να αγαπήσει το ρεμπέτικο και το λαϊκό χωρίς να ντρέπεται. Λαϊκό δεν είναι το τραγούδι που ακούει ο λαός. Λαϊκό είναι το τραγούδι μέσα από το οποίο αποκαλύπτεται ο λαός, για να δανειστώ και τα λόγια του Χατζιδάκι. Όλοι οι άλλοι ακολούθησαν χαράσσοντας ο καθένας τους τη δική του πορεία, αλλά σίγουρα είχαν μια συνιστώσα που ξεκινούσε από αυτούς τους δύο. Το ίδιο φαντάζομαι συμβαίνει και με τον Καζαντζίδη και τον Μπιθικώτση. Προσωπικά αν και δεν μεγάλωσα με αυτούς πιστεύω σε αυτούς τους μύθους, έχοντας δίπλα και τους δικούς μου λατρεμένους οι οποίοι είναι οι στιχουργοί. Μάνος Ελευθερίου, Άλκης Αλκαίος, Νίκος Γκάτσος. 

Νταλάρας, Πάριος, Αλεξίου. Οι τρεις (ακριβώς με τη σειρά που τους παραθέτω και με τη σειρά που – νομίζω, όχι τυχαία - τους παράθεσε  ο Τζίμης Πανούσης στο ομώνυμο τραγούδι του το 1985) πιο εμπορικοί τραγουδιστές στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού (με βάση τις πωλήσεις των χρυσών και πλατινένιων δίσκων τους). Κι όχι μόνο αυτό βέβαια, αλλά και σπουδαίες φωνές, με ρεπερτόριο, που κυριάρχησαν τις τελευταίες 4 δεκαετίες και τις χαρακτήρισαν. Αγαπήθηκαν πολύ κι από την συντριπτική πλειοψηφία, αλλά κι αμφισβητήθηκαν έντονα τα τελευταία χρόνια. Είναι θύματα πατροκτονίας – μια κι όλοι αμφισβητούμε τους πατεράδες μας κι οι νέοι τους μεγαλύτερους – ή της μεγάλης δημοφιλίας και της εμπορικότητάς τους; Θα ήθελα μια συνολική τοποθέτησή σου για τα 3 αυτά ιστορικά ονόματα.

Χ.Μ.: Ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Η δική μου άποψη είναι ότι και οι τρεις τα τελευταία χρόνια, δεν κάνουν καθόλου καλές επιλογές σε θέματα ρεπερτορίου. Βέβαια γούστα είναι αυτά, θα ξαναπούμε, αλλά εκείνο που είναι γεγονός και παράμετρος υποκειμενική, είναι ότι ξέφυγαν από τη σοβαρή πορεία που είχαν χαράξει τις περασμένες δεκαετίες. Ο μεν Νταλάρας προσπαθεί να καλύψει το κενό με επανεκτελέσεις και ποπ συνεργασίες, ο Πάριος επέλεξε να τραβήξει το δρόμο της πίστας και η Αλεξίου τα τελευταία χρόνια δυσκολεύεται να τραγουδήσει. Δεν γνωρίζω τι φταίει, όμως τις τελευταίες 3-4 φορές που την παρακολούθησα, ήταν σαν να άκουγα μια άλλη τραγουδίστρια. Ίσως οι δύο πρώτοι να είναι υποσυνείδητα θύματα του εαυτού τους και της εμπορικότητας που απέκτησαν μέσα στα χρόνια. Αλλά θα ήθελα να τονίσω ότι οι επιλογές γίνονται με προσωπικά κριτήρια του καθενός. Δεν θα μπω στην διαδικασία να κατηγορήσω κανέναν για τις επιλογές και τις κινήσεις που κάνει στη δουλειά του. Απλώς θα απορρίψω αυτές τις επιλογές από το προσωπικό μου soundtrack. Δεν  μπορώ για παράδειγμα να απαρνηθώ τον Νταλάρα στα Παραπονεμένα λόγια επειδή θα τραγουδήσει παρέα με τον Χατζηγιάννη στο Παλλάς. Απλά δεν θα πάω στο Παλλάς.

Η “άλλη πλευρά του τραγουδιού” : Βίσση, Βανδή, Θεοδωρίδου, Ρουβάς, Χατζηγιάννης, Μαζωνάκης, Ρέμος, Πλούταρχος, Βέρτης κ.ά. Εξίσου εμπορικά και δημοφιλή ονόματα, μερικά από αυτά μέσα στο TOP -10 των μεγαλύτερων πωλήσεων της ελληνικής δισκογραφίας. Η δική σου ματιά κι οπτική βρίσκει κάτι το θετικό καλλιτεχνικά στους τραγουδιστές της “άλλης πλευράς”;

Χ.Μ.: Τα πάντα έχουν τη χρησιμότητά τους, αρκεί η φτήνια και η λησμονιά να μην γίνονται συνείδηση. Επίσης άποψή μου είναι ότι έχουν γραφτεί πάρα πολύ καλά κομμάτια μέσα σε αυτό τον χώρο, κυρίως ερωτικά. Δεν αποτελούν όμως καθόλου γενναίο ποσοστό. Εκείνο που με εξοργίζει είναι όταν οι καλλιτέχνες εκείνης της πλευράς διεκδικούν δάφνες και περιφέρονται ως υπερασπιστές του ελληνικού πολιτισμού.

Τραγουδοποιοί. Η Στέλλα Βλαχογιάννη έχει μιλήσει, παλιότερα, για τη «λαίλαπα των τραγουδοποιών». Πραγματικά βλέπω αρκετούς, με μια κιθάρα, δυο ακόρντα κι όχι πάντα συμπαθή φωνή, να κάνουν καριέρα τραγουδιστή, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, γιατί είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό αν ήταν μόνο συνθέτες – δημιουργοί. Αν το τραγούδι παραμένει η τέχνη της φωνής, που θέλει τον συνθέτη του και τον τραγουδιστή του (κάτι θα ήξεραν ο Άκης Πάνου, που έγραφε ο ίδιος τη μουσική και τους στίχους στα τραγούδια του, αλλά τα έδινε στις μεγαλύτερες φωνές ή ο Κουγιουμτζής, που είχε πει : «κι εγώ μπορώ να ερμηνεύσω τα τραγούδια μου, αλλά δεν μπορώ να τα τραγουδήσω!»), μήπως – χωρίς φυσικά να απαγορεύσουμε σε κάποιον να λέει και τα τραγούδια του – θα πρέπει να ξαναβρούμε το μέτρο;

Χ.Μ.: Μέτρο θα πρέπει να υπάρχει παντού. Οι τραγουδοποιοί ήταν ένα κομμάτι της ιστορίας του τραγουδιού που το στήριξε όταν έπρεπε, όταν οι συνθέτες έκαναν κοιλιά. Δεν συνέβη το αντίθετο. Επίσης κοιλιά δεν έκαναν οι στιχουργοί, οι οποίοι βρήκαν μια μικρή διέξοδο στους τραγουδοποιούς. Από κει και πέρα οι μουσικές τους φόρμες, ο τρόπος που δημιουργούσαν και τα τραγούδια που άφησαν, έβλαψαν ως προς το εξής: έδωσαν άλλοθι σε πάρα πολλούς μουσικόφιλους να θεωρήσουν τους εαυτούς τους καλλιτέχνες, να πάρουν την κιθάρα και τα 5 ακόρντα που ήξεραν και να διεκδικήσουν μερίδιο. Αυτό έφερε μια μετριότητα σε ένα μεγάλο ποσοστό και κατά την άποψή μου, έβλαψε πολύ τη μελωδία. Αν παρατηρήσετε, η σχολή των τραγουδοποιών του ΄90 έδωσε τραγούδια λιγότερο μελωδικά και λυρικά από εκείνα που έδωσαν οι γνήσιοι συνθέτες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι καλά και σημαντικά τραγούδια. Το μασίφ αποτέλεσμα του τραγουδοποιού δεν το έχει εύκολα ο συνθέτης με το στιχουργό. Όλο αυτό λοιπόν είχε αλυσιδωτές αντιδράσεις που έφεραν περισσότερη γκρίνια παρά προοπτική. Ίσως εκεί να έγκειται και η δυσκολία της σημερινής τραγουδοποιίας: στην αναζήτηση μιας μελωδίας που θα βρίσκεται έξω από το συγκεκριμένο κλίμα.

Ελληνικό ροκ. Υπάρχει; Αγγλόφωνο ή ελληνόφωνο; Βασίλης Παπακωνσταντίνου, παραμένει ακόμα ο μεγαλύτερος, δημοφιλέστερος κι εμπορικότερος βετεράνος «Έλληνας ροκ σταρ», αλλά κι αρκετά κατηγορούμενος για ζημιογόνο (λόγω της μεγάλης δημοφιλίας του που επηρεάζει και παρασύρει) στασιμότητα κι αμφισβητούμενος. Μόνικα. Ποια είναι η αίσθησή σου για την ελληνική ηλεκτρική σκηνή;

Χ.Μ.: Ας ξεκινήσουμε από τον βασικό διαχωρισμό. Μουσικά υπάρχουν οι ροκ δρόμοι, όπως και οι λαϊκοί και οι ποπ. Πολιτικά και κοινωνικά υπάρχει η έννοια του ροκ ως αντιδραστικό στοιχείο και συνεχώς συγκρουόμενο με κάθε τι στάσιμο. Ιδεατό είναι αυτά τα δύο να συνδυάζονται. Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου όντως υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια του ροκ στην Ελλάδα, με την μεγαλύτερη παρουσία και τη μεγαλύτερη αποδοχή. Μουσικά πλέον, μπορεί να τραγουδάει “το παιχνίδι παίζεται ακόμα” και στην πλατεία των θεάτρων να γίνεται πανικός από τους «ταλιμπάν βασιλικούς» (οι οποίοι δεν είναι καθόλου λίγοι), αλλά πολιτικά όσο και να γκρινιάζει, ροκ δεν είναι πια. Δικαίωμά του, επιλογή του. Απλά με ενοχλεί όταν προσπαθεί να με πείσει για το αντίθετο. Αν ήταν ροκ θα είχε σταματήσει ή θα είχε κάνει στροφή στην καριέρα του. Τίποτα από αυτό δεν συνέβη ακόμα. Αναμένουμε. Προς το παρόν συνεχίζει να βρίσκεται πάνω στη ράγα μιας βασανιστικά αργής, καθοδικής καμπύλης. Και φυσικά δεν έχει να κάνει με την εμπορικότητά του. Είναι περισσότερο θέμα λανθασμένης αντίληψης για τα πράγματα, παρά άλλων εξωκαλλιτεχνικών παραγόντων θέλω να πιστεύω. Παρόλα αυτά ως τραγουδιστή τον βρίσκω ακμαιότατο. Η φωνή του βρίσκεται σε άριστη κατάσταση, ερμηνευτικά είναι από τους σημαντικότερους ανθρώπους του χώρου και αυτό μας το αποδεικνύει σε κάθε ζωντανή του εμφάνιση. Όσον αφορά τη νέα αγγλόφωνη σκηνή, είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι η ουσία του Έλληνα, όπου κι αν βρίσκεται αυτή, δεν μπορεί να εκφραστεί σε μια γλώσσα που δεν ομιλείται. Επίσης, επειδή ο στίχος είναι μια παράμετρος που με αφορά άμεσα, ακόμα και στην ξένη γλώσσα, τα αγγλόφωνα σχήματα και οι καλλιτέχνες της εναλλακτικής αυτής σκηνής, μέχρι στιγμής δεν θα έλεγα ότι με εντυπωσιάζουν. Τις περισσότερες φορές οι στίχοι μου φαίνονται αφελείς, απλώς είναι όμορφα καμουφλαρισμένοι με καταπληκτικές ενορχηστρώσεις και όμορφες μελωδίες. Αναμφισβήτητα όμορφες μελωδίες. Δεν μπορώ να πω ότι μου είναι αδιάφοροι κάποιοι καλλιτέχνες, ειδικά για τη μουσική και τη σκηνική τους παρουσία. Η Μόνικα είναι μία από αυτούς. Η τάση που διαμορφώνεται είναι ιδιαίτερα ελπιδοφόρα και αναγνωρίζω σε αρκετούς πολλά υψηλά στάνταρ ποιότητας, καλλιτεχνικού αιτήματος και αγνών κινήτρων.

Λαϊκό τραγούδι. Όλοι μιλούν για τον Νικολόπουλο ως τον “τελευταίο των Μοϊκανών”. Υπάρχουν ακόμα - όχι όμως το ίδιο πια πολυγραφότατοι - κι οι Σούκας, Μουσαφίρης, Πολυκανδριώτης κ.ά. Κι από ερμηνευτές, πέρα από τη θρυλική γενιά του ’70, οι Μακεδόνας, Μπάσης, Ανδρεάτος(κ.ά.), οι οποίοι είναι κι αυτοί πλέον 40 και κάτι. Μετά πάμε σε ονόματα(κι εκεί έχουμε νομίζω αρκετές καλές φωνές – ως λαρύγγια εννοώ) του λαϊκού της πίστας, ας το πω έτσι. Θεωρείς πως υπάρχει ή θα υπάρξει συνέχεια; Ή θα επιβεβαιωθούν όσοι έχουν την άποψη ότι το λαϊκό έχει κλείσει μουσικά ως είδος, δεν ανανεώνεται πια και θα αποτελέσει σύντομα ένα ιστορικό πλέον είδος σαν το δημοτικό και το ρεμπέτικο;

Χ.Μ.: Η λειτουργία του λαϊκού τραγουδιού έχει αλλάξει. Ίσως το λαϊκό τραγούδι του μέλλοντος ως μουσική φόρμα να απομακρυνθεί από αυτό που ξέραμε μέχρι σήμερα. Ήδη το είδος αυτό απαντήθηκε σε καταπληκτικές παραλλαγές από τους τραγουδοποιούς του ‘ 90 και κυρίως από τον Σωκράτη Μάλαμα και τον Θανάση Παπακωνσταντίνου. Προσωπικά πιστεύω ότι μπορεί το κοινό του λαϊκού όπως το ξέρουμε σήμερα να μειωθεί κάπως, αλλά θα συνεχίσει την πορεία του αντλώντας αιτίες και αφορμές από αυτά που μας ενώνουν και που μας καθορίζουν συλλογικά.

Νατάσσα Μποφίλιου. Το αύριο, μάλλον το σήμερα, του ελληνικού τραγουδιού. Προσωπικά τη θεωρώ την κορυφαία σήμερα ερμηνεύτρια, επιπέδου(όχι ομοιότητας) μιας Αλεξίου, αν και της λείπουν τα λαϊκά γυρίσματα στη φωνή, στα όσα την έχω ακούσει μέχρι σήμερα. Νομίζω πως πλέον έκανε το μεγάλο άλμα κι όσον αφορά την αναγνωρισιμότητά της και τη δημοφιλία της, άρχισαν όμως – ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο - κι οι πρώτες αντιπάθειες! Θυμάμαι ένα σχόλιο στο μπλογκ «Άσματα και Μιάσματα» του Αντώνη Μποσκοΐτη : «Μην ασχολείσαι με το ξανθό κενό»! Εσύ είσαι ενθουσιώδης με την Μποφίλιου;

Χ.Μ.: Κάποτε ήμουν ενθουσιώδης με τη Μποφίλιου. Τώρα πια είμαι πεπεισμένος ότι αυτή η γυναίκα πέρα από ταλέντο έχει τσαγανό. Από κει και πέρα αν έχει μέλλον δεν μπορώ να το ξέρω, αλλά εκτιμώ πως ναι. Το μέλλον έχει να κάνει με επιλογές, δουλειά, ήθος και προσήλωση στον στόχο. Μέχρι στιγμής μας έχει δείξει ότι δεν της λείπει τίποτα. Ούτε τα λαϊκά γυρίσματα θα έλεγα, την έχω ακούσει να ερμηνεύει δωρικά και όπως τους αξίζει, πολλά λαϊκά τραγούδια που έχουν θέση στο πάνθεον της δημιουργίας. Θα έλεγα ότι, προσωπικά, έχω ποντάρει πάνω της μεγάλη ποσότητα ελπίδας.

Η Ελεονώρα  Ζουγανέλη – μια φωνή με εξαιρετικές δυνατότητες και πανέμορφο ζεστό ηχόχρωμα – μήπως οδηγείται δισκογραφικά στους περπατημένους ήδη ποπ εμπορικούς δρόμους; Η Στέλλα Βλαχογιάννη, που ήταν από τους πρώτους που την παρουσίασαν εξώφυλλο στο «ΔΙΦΩΝΟ», πρόσφατα τη χαρακτήρισε «ως το τελευταίο εργοστασιακό κατασκεύασμα»! Εσύ τι γνώμη έχεις;  

Χ.Μ.: Είναι μια εκπληκτική ερμηνεύτρια. Όποτε έχει κληθεί να πει κομμάτια με καλλιτεχνικό βάρος, έχει ανταποκριθεί και με το παραπάνω. Από κει και πέρα οι επιλογές της δεν μου ταιριάζουν αισθητικά και θεωρώ ότι χαραμίζεται. Έτσι απλά. Και τα media που διψούν για αναλώσιμα είδη και οι επιλογές της συνέβαλαν στο να μην έχει το ρεπερτόριο που της αξίζει. Μέχρι στιγμής. Ίσως ο επόμενος δίσκος της να είναι κάτι διαφορετικό, είναι νέα ακόμα και κάποια πράγματα έχουν ένα σχετικό περιθώριο.

Διακρίνεις άλλες γυναικείες, αλλά κι αντρικές, φωνές, καθώς και δημιουργούς, που δείχνουν να έχουν τα προσόντα να αποτελέσουν τη διάδοχη κατάσταση των μεγάλων ονομάτων των προηγούμενων δεκαετιών και κυρίως του ’70 και του ’80;

Χ.Μ.: Η διαδοχή είναι όρος - παγίδα. Δίνει την αίσθηση ότι τα πράγματα πρέπει να ακολουθήσουν τα βήματα που έχουν χαραχτεί μέχρι εκείνη τη στιγμή και να μην αποκλίνουν ούτε εκατοστό. Δεν είναι σωστό αυτό, κάθε εποχή έχει τις δικές τις ανάγκες, τα δικά της χαρακτηριστικά. Ιδιαίτερα τώρα με την εύκολη και γρήγορη πρόσβαση στην πληροφορία, οι καλλιτέχνες έρχονται σε επαφή με μουσικές από την άλλη άκρη του κόσμου και επηρεάζονται αναλόγως. Υπάρχουν άνθρωποι να υπερασπιστούν την αξία του καλού ελληνικού τραγουδιού και ερμηνευτές και στιχουργοί και συνθέτες. Ειδικά από το 2004 και μετά άρχισε να σχηματίζεται μια σκηνή με νέα πρόσωπα στην οποία ελπίζω πολύ. Και είναι σημαντικό κάποιος να μπορεί να ελπίζει στη γενιά του. 

Ο ηθοποιός πεθαίνει στο σανίδι κι ο τραγουδιστής στο πάλκο, χωρίς φωνή, μόνο με την ψυχή. Ο δημοσιογράφος πως πεθαίνει;

Χ.Μ.: Μακροχρόνια είμαστε όλοι νεκροί (και αυτό δεν είναι έμπνευση του υπουργού οικονομικών). Όση ζωή μάς δίνεται πρέπει να κοιτάξουμε να μην τη χαραμίσουμε ανάμεσα σε ένα ποτήρι αλκοόλ, ένα τσιγάρο και μια βιτρίνα: ο ψαράς θα πρέπει να πιάσει πολλά και καλά ψάρια (μόνο με γαύρο δεν συντηρείς οικογένεια), ο αρχιτέκτονας να φτιάξει όμορφα και λειτουργικά σπίτια, ο καλλιτέχνης να εκφράσει την εποχή του και ο δημοσιογράφος να καταγράψει όλα τα υπόλοιπα. Στο τέλος πεθαίνει κοινότυπα.

«Όνειρα είμαστε που απέτυχαν», γράφει σ’ ένα της στίχο η Στέλλα Βλαχογιάννη. Βλέπω ότι η ελπίδα που γεννήθηκε στην Ελλάδα με την μεταπολίτευση και, κυρίως, με την αλλαγή του ’81, μεταλλάχτηκε στη σημερινή μίζερη νεοελληνική πραγματικότητα. Απ’ έξω λάμπουμε – ή λάμπαμε μέχρι πρόσφατα - κι από μέσα σήψη. Ο Παναγούλης, ψυχοσωματικά σακατεμένος, μέσα στη φυλακή της χούντας, έγραφε, με το αίμα του, τα πιο αισιόδοξα ποιήματα! Εμείς στην ασφάλεια, έστω του κοινοβουλευτισμού, δηλώνουμε ότι αποτύχαμε! Πως τα καταφέραμε έτσι;

Χ.Μ.: Η Στέλλα είναι εκπληκτική και ουσιώδης και στους στίχους της. Το συγκεκριμένο κομμάτι εκφράζει την ήττα αυτής της γενιάς, της γενιάς της. Ανήκουμε σε άλλη γενιά με τη Στέλλα αλλά εν πολλοίς μαζί θα πληρώσουμε τη σήψη. Νομίζω ότι αποτύχαμε ως πολίτες γιατί προσπαθήσαμε να αναπληρώσουμε το κενό που μας επιβλήθηκε πριν τη μεταπολίτευση και για χρόνια (πολιτικό, πολιτιστικό, οικονομικό, εκφραστικό κενό) με απληστία. Σαν ένα παιδί που κατεβαίνει μια απότομη κατηφόρα με το καινούργιο του ποδήλατο και με κλειστά μάτια. Φτιάξαμε εμπνευσμένα τα πιο όμορφα άλλοθι, τα βάλαμε μπροστά, τα ποτίσαμε με την κουλτούρα του θεαθήναι και τώρα δεν μπορούμε ούτε το λογαριασμό να βάλουμε σε τάξη.

Ας κλείσουμε την κουβέντα μας ποιητικά. Γράφεις ποίηση, εξέδωσες την πρώτη σου ποιητική συλλογή. Σε ποιους απευθύνεται σήμερα ένα ποιητικό βιβλίο; Ο Μίλτος Σαχτούρης, έλεγε ότι 3000 είναι αυτοί που ενδιαφέρονται πραγματικά για την ποίηση. Κι όμως, κοκορευόμαστε, ως έθνος και κράτος, για τον πολιτισμό μας. Μάλιστα τα δυο «Νόμπελ» (Σεφέρης - Ελύτης), αλλά – για να μην τα ξεχνάμε - και τα δυο «Λένιν» (Βάρναλης - Ρίτσος) τα πήραν ποιητές! Από την άλλη όμως, στον Μίλτο Σαχτούρη, το ελληνικό κράτος, έδωσε τιμητική σύνταξη 600 ευρώ το μήνα! Ενώ στον προπονητή Ότο Ρεχάγκελ - μετά την κατάκτηση του πανευρωπαϊκού ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος από την εθνική ομάδα μας το 2004 – του δόθηκε το ποσό των 800.000 (!) ευρώ για την ανανέωση του συμβολαίου του για έναν μόνο χρόνο! Τελικά, είμαστε η Ελλάδα της ποίησης ή της μπάλας;

Χ.Μ.: Ένα ποιητικό βιβλίο σαν κι αυτό απευθύνεται σε όποιον έχει μεράκι να ξεκλειδώνει νοήματα και να εντοπίζει τον εαυτό του ανάμεσα στις γραμμές ενός κειμένου. Σε όποιον αναζητά τι κοινά έχει με τους υπόλοιπους της γενιάς του. Ως έθνος κοκορευόμαστε για κάθε τι παρελθοντικό που κάποτε μας έφερε στο προσκήνιο (ακόμα και για τη γιουροβίζιον), αλλά στ' αλήθεια τι κοινό έχει η Ελλάδα των παραπάνω ποιητών με τη σημερινή Ελλάδα;  Το κονδύλι προς τον Ρεχάγκελ χρεώνεται στον λογαριασμό των επενδυτικών δραστηριοτήτων και των εμπορικών συναλλαγών και τα 600 ευρώ του Σαχτούρη στον λογαριασμό του πολιτισμού και των γραμμάτων. Είναι δύο διαφορετικές ενέργειες και αποσκοπούν σε διαφορετικά πράγματα. Το ότι ο Ρεχάγκελ πήρε ένα τέτοιο ποσό, έχει να κάνει με τα έσοδα που  αναμενόταν να φέρει πίσω μέσα από τα γήπεδα και εκτιμώ ότι έφερε πολλά περισσότερα. Ας μην ξεχνάμε ότι με την πρωτιά στο Euro του 2004 η Ελλάδα έγινε υπολογίσιμη δύναμη στα παγκόσμια γήπεδα και άρχισε ο κόσμος να γεμίζει τα στάδια. Από την άλλη ο Σαχτούρης αποτέλεσε ένα τεράστιο κεφάλαιο για τα ελληνικά γράμματα και όπως οι περισσότεροι όμοιοί του πέθανε φτωχός. Εκτιμώ ωστόσο ότι σπουδαιότερο όλων από μέρους του ελληνικού κράτους θα ήταν να ακολουθήσει μια άλλη πολιτική όσον αφορά τα γράμματα, παρόμοια με αυτή που ακολουθεί για το ποδόσφαιρο. Να κάνει γνωστό το έργο του ποιητή στο ευρύ κοινό και ιδιαίτερα να μπολιάσει τη νέα γενιά με τις κατάλληλες αρετές έτσι ώστε να υπάρξουν κίνητρα για συνειδητή ανάγνωση. Και κάτι τέτοιο μακροχρόνια θα ήταν σαφώς σημαντικότερο από ένα μεγαλύτερο κονδύλι. Θα το εκτιμούσε σίγουρα περισσότερο και ο ίδιος ο ποιητής. 

*Πρώτη δημοσίευση Ορφέας,
Ιούνιος 2011. 

13 Ιουνίου 2011

Συνέντευξη με τους Πυξ Λαξ



Οι Πυξ Λαξ υπήρξαν ένα ιστορικό συγκρότημα για τα ελληνικά δεδομένα, για πολλούς το ιστορικότερο. Δεν ήταν μόνο η αποδοχή του κόσμου που τους χάρισε σπουδαίες στιγμές σε θέατρα, στάδια και μαγαζιά. Ήταν το γεγονός ότι στα 15 χρόνια της δισκογραφικής τους παρουσίας, κατάφεραν να συνδυάσουν με απόλυτη αρμονία στοιχεία της ελληνικής και παγκόσμιας μουσικής τα οποία έμοιαζαν ασυμβίβαστα μεταξύ τους. Κι ενώ κανείς θα περίμενε ένα βαρύ και επιτηδευμένο αποτέλεσμα, τα τραγούδια που μας χάρισαν ήταν φτιαγμένα με την απλότητα και την αλήθεια που προσφέρει το πηγαίο ταλέντο όταν συνδέεται με το γνώθι σεαυτόν. Κυκλοφόρησαν 16 δίσκους και συνεργάστηκαν με ανθρώπους που σε πρώτο πλάνο έμοιαζαν να τους είναι καλλιτεχνικά ξένοι∙ κατηγορήθηκαν γι’ αυτό, με τον χρόνο ωστόσο να τους δικαιώνει στο έπακρον. Οι επικείμενες συναυλίες τους οι οποίες θα περάσουν από το ΟΑΚΑ στις 13 Ιουλίου και θα συνεχιστούν σε άλλες πέντε μεγάλες πόλεις της Ελλάδας, ήταν ένα σχέδιο που είχε αρχίσει να στήνει ο τρίτος της παρέας, ο πρόωρα χαμένος Μάνος Ξυδούς, αντιλαμβανόμενος την ανάγκη του κόσμου να τους ξαναδεί μαζί έστω για λίγο, αλλά και των ίδιων να συντονίσουν μαζί με τον κόσμο για τελευταία φορά όσα τους ένωσαν και τους ενώνουν.

Δεν είναι παράξενο που μόλις 7 χρόνια μετά τη διάλυσή της μπάντας καθόμαστε και κάνουμε μια συνέντευξη για την επανένωσή της; Θυμίζει κάτι η διαδικασία της επανένωσης και του στησίματος αυτών των συναυλιών με το ρομαντισμό του ξεκινήματος;

Μ.Σ: Τότε όλα ήταν πολύ αγνά και ονειροπόλα. Τώρα είμαστε κατασταλαγμένοι, έχουν περάσει τα χρόνια, έχει υπάρξει τριβή. Όλο αυτό θα μπορούσε να γίνει ενδεχομένως στα 10 χρόνια μετά τη διάλυση, αν δεν είχε φύγει ο Μάνος. Η επανένωση έγινε τώρα γιατί δυστυχώς τώρα έφυγε και του το χρωστάγαμε. Το χρωστάγαμε επίσης στον κόσμο και στον εαυτό μας. Αυτό που κοιτάμε είναι να γίνει μια γιορτή, να περάσει καλά ο κόσμος, να περάσουμε καλά και εμείς, έτσι ώστε αυτή η παρέα των Πυξ Λαξ να τελειώσει τόσο όμορφα προχώρησε όλα αυτά τα χρόνια. Και σε διαβεβαιώνω ότι ήταν πολύ όμορφα τα κοινά μας χρόνια.

Προφανώς λοιπόν δεν έχουμε να περιμένουμε και άλλο reunion στο μέλλον.

Φ.Π: Δεν επαναλαμβάνεται αυτό που κάνουμε. Ας μην ξεχνάμε το βασικότερο πέρα από τα υπόλοιπα: λείπει ο Μάνος. Το να βρεθώ ξανά εγώ με τον Μπάμπη στη σκηνή, προσωπικά το θεωρώ δεδομένο. Αλλά είναι άλλο πράγμα αυτό και άλλο το συγκρότημα. Το γιατί βγαίνουμε τώρα ως Πυξ Λαξ, το έχουμε ξαναπεί αλλά να επαναλαμβάνουμε, όπως και όλες τις αλήθειες μας. Όλο το concept ξεκίνησε από το Μάνο και το Νίκο το Λώρη, τον πρόεδρο της Didi Music και συνεργαζόταν από πολύ παλιά με το συγκρότημα. Βλέποντας τη συνεχή θέληση του κόσμου να μας ξαναδεί μαζί επί σκηνής, αλλά και των νέων να μάθουν τι ήταν οι Πυξ Λαξ, άρχισαν οι δυο τους να το οργανώνουν ακριβώς όπως το βλέπετε τώρα: με το ίδιο στήσιμο, το ίδιο εισιτήριο κλπ. Προετοίμασαν λοιπόν όλη τη φάση και κάποια στιγμή μας το ξεφούρνισαν. Εμένα μία εβδομάδα πριν φύγει ο Μάνος και του Μπάμπη 10 ημέρες πριν. Ο αρχικός σχεδιασμός ήταν να το κάνουμε 2-3 χρόνια μετά, αλλά με το θάνατο του Μάνου δεν υπήρχε κανένας λόγος να καθυστερήσει. Αν ήταν να γίνει, έπρεπε να γίνει τώρα και γι’ αυτό η υλοποίησή του αφιερώνεται στη μνήμη του Μάνου.

Να μην δίνουμε δηλαδή σημασία στους κακεντρεχείς που λένε ότι μετά το περσινό πείραμα της επανένωσης των Κατσιμιχαίων ήρθε η ώρα για τους Πυξ Λαξ να εκμεταλλευτούν την κρίση…

Μ.Σ: Εμείς δεν μπορούμε να ασχοληθούμε με αυτά τα πράγματα. Λυπάμαι πολλές φορές με αυτά που ακούγονται, αλλά μέχρι εκεί, σταματάει στη λύπη μου. Κάνουμε αυτό που γουστάρουμε∙ πάντα κάναμε αυτό που γουστάραμε και όπου μας έβγαινε. Αν τόσα χρόνια ακούγαμε αυτούς που μας έλεγαν τι πρέπει να κάνουμε και τι όχι, μάλλον δεν θα είχε γίνει τίποτα. Γι’ αυτό αναλαμβάνουμε την ευθύνη των πράξεών μας και προχωράμε. Το ίδιο κάναμε και με τον Βασίλη Καρρά, όταν όλοι μας έλεγαν ότι θα καταστραφούμε. Τώρα νιώθουμε την ανάγκη να κάνουμε κάτι για τον φίλο μας, που είναι κάτι παραπάνω από φίλος μας και των δυο, για την πάρτη μας και για τον κόσμο. Ούτως ή άλλως είναι δύσκολη η θέση μας, εγώ προσωπικά όσο πλησιάζει ο καιρός τόσο μαζεύομαι συναισθηματικά.

Φ.Π: Προχθές κάποιος έγραψε στο ίντερνετ ότι ακυρώνονται οι συναυλίες των Πυξ Λαξ γιατί όπως είπε ο Πλιάτσικας η προπώληση δεν πήγε τόσο καλά όσο θα θέλαμε και μάλιστα δεν θα δώσουμε και τα λεφτά πίσω. Αν κάτσεις να ασχοληθείς με όλους αυτούς τους τύπους, δεν θα σε βγάλει πουθενά, θα σου κάνει κακό και στον ίδιο. Το μόνο που οφείλεις να κάνεις είναι κάθε φορά να λες στον κόσμο την αλήθεια. Ξέρεις, είναι τεράστια η πρόκληση για εμάς, ειδικά η συναυλία στο ΟΑΚΑ, οι κλίμακες είναι τεράστιες και πρωτόγνωρα για τα ελληνικά δεδομένα για όλους μας: μουσικούς, τεχνικούς, παραγωγούς. Θα ήταν αφελές από μέρους μας να μην περιμένουμε ότι μια μερίδα ανθρώπων δεν θα χωνέψουν εύκολα όλο αυτό το εγχείρημα. Οι λόγοι είναι ευνόητοι και αν θέλεις ανθρώπινοι∙ η ζήλια είναι ανθρώπινη. Μια ελληνική μπάντα πάει να παίξει στο ΟΑΚΑ και αυτό πονάει όσους σκέφτονται στενόμυαλα και προσπαθούν συνεχώς να διαγωνίζονται και να κοντράρονται δήθεν για τη αξία τους.

Εσείς δεν ζηλέψατε ποτέ;

Φ.Π: Δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν ζηλεύει. Το θέμα είναι πώς ζηλεύεις.

Μ.Σ: Να σου μιλήσω για τον εαυτό μου. Προσωπικά δεν έχω ζηλέψει ποτέ με την κακή έννοια. Ίσα- ίσα χαίρομαι πάντα να βγαίνουν πράγματα και καλύτερα από αυτά που κάνουμε εμείς, γιατί αυτό μας πάει όλους μπροστά. Ίσως να ενοχλεί, αλλά εμείς δεν ζηλεύουμε. Στο σπίτι μας ακούμε όλους αυτούς που μπορεί να μην μας χωνεύουν και να καταφέρονται εναντίον μας, αλλά εμείς τους αγαπάμε για τη δουλειά τους. Είμαστε περίεργοι τύποι, τι να κάνουμε; Μας αρέσει το καλό τραγούδι. Επίσης, το άλλο που συμβαίνει πολύ συχνά είναι να μιλάει κάποιος και να κρίνει έναν καλλιτέχνη, κυρίως αρνητικά, ενώ δεν τον έχει ακούσει. Μου είχε τύχει μια φορά να συζητάω με μια κοπέλα και επί δύο ώρες να μου λέει άσχημα πράγματα για τους Πυξ Λαξ. Όταν της έκανα την εύλογη ερώτηση αν τους έχει δει ποτέ ζωντανά και αν έχει ακούσει κανένα δίσκο τους, όσο τρομακτικό κι αν σου φαίνεται η απάντηση ήταν αρνητική.
Φ.Π: Η έννοια της ζήλιας που σωστά περιγράφει ο Μπάμπης, είναι παραγωγική, σε πάει μπροστά. Λέμε «μπράβο στο μάγκα, μακάρι να έκανα κι εγώ κάτι τέτοιο».

Μ.Σ: Οι Πυξ Λαξ ουσιαστικά αυτό έκαναν. Έβαλαν όλα αυτά που αγαπούσαν μέσα στα τραγούδια τους. Δεν το φοβήθηκαν αυτό. Γούσταραν και τον Τιτσάνη και τον Van Morrison και Βαμβακάρη και τον Ψαραντώνη και τόσους άλλους. Όλα αυτά ήταν δικά μας. Δεν ήμασταν μια μονόπλευρη μπάντα που έπαιζε μόνο rock & roll ή μόνο λαϊκό κι όλο αυτό έγινε χωρίς να το σκεφτούμε καν. Ακούς τη δισκογραφία των Πυξ Λαξ και ο ένας δίσκος είναι πιο ροκ, άλλος πιο λαϊκός. Επίσης, δεν ακούσαμε τι θα μας πούνε οι «φαν» μας. Μέσα στα εισαγωγικά το «φαν», το τονίζω. Αν δεν το αγαπάς το τραγούδι που κάνεις, δεν μπορείς να το πεις μετά στο λάιβ, ειδικά κάποια τραγούδια που πρέπει να τα λες κάθε φορά, σε κάθε εμφάνιση.

Τώρα που το λες, σκέφτομαι: κάποια τραγούδια δεν έχετε κουραστεί να τα λέτε, όσο καλά κι αν είναι; Το «Δεν θα δακρύσω πια για σένα» ας πούμε.

Μ.Σ: Κάποια τραγούδια όντως μπορεί να τα έχουμε βαρεθεί, αλλά βρίσκουμε τρόπο να τα λέμε όπως πρέπει να τα πούμε. Άλλες φορές επιτυχημένα, άλλες όχι και τόσο. Μέσα μου το αγαπάω αυτό το τραγούδι, του χρωστάμε εξάλλου πολλά όλοι μας.

Φ.Π: Δεν μπορείς να πεις ότι στην τέχνη μπορείς να τα καταφέρνεις πάντα το ίδιο καλά. Άλλες φορές κάνεις κάτι και πετυχαίνει, άλλες φορές όχι. Ακόμα και δύο στις εκατό φορές να βγει κάτι καλό, είναι μεγάλο το ποσοστό επιτυχίας κι ας είναι τα υπόλοιπα μάπα.

Η σχέση σας με τα μέσα και τους δημοσιογράφους δεν ήταν και η καλύτερη τα χρόνια που ήσασταν στο συγκρότημα. Πλέον έχετε γίνει πιο επικοινωνιακοί, ιδιαίτερο Φίλιππος. Και στην τηλεόραση σας έχουμε δει σχετικά συχνά και συνεντεύξεις δίνετε σε δημοσιογράφους.


Μ.Σ: Δεν νιώθαμε και τόσο άνετα, δεν είναι θέμα σνομπισμού. Απλά πιστεύαμε ότι δεν υπήρχε λόγος ή ακόμα και δεν μπορούσαμε οι ίδιοι να εξηγήσουμε κάτι από αυτά που κάναμε, απλώς τα νιώθαμε. Εμένα προσωπικά ακόμα δεν είναι τόσο καλή η σχέση μου.

Φ.Π: Έλεγαν όλοι ότι παραήμασταν σνομπ. Εγώ πραγματικά πιστεύω ότι βγαίναμε όσο έπρεπε να βγούμε, όσο το είχε ανάγκη η μπάντα και η μουσική μας. Αν μιλάμε κάθε μέρα στα μέσα, αναλώνεται η ουσία αυτών που έχουμε να πούμε. Εγώ έγινα πιο επικοινωνιακός όντως. Ένας από τους λόγους που σταματήσαμε να παίζουμε ως συγκρότημα είναι γιατί θέλαμε να κάνουμε κάποια πράγματα με τον δικό μας τρόπο, είτε μουσικά, είτε στιχουργικά, είτε ενορχηστρωτικά. Νομίζω ότι όποιον δίσκο και αν πάρεις από τις μοναχικές μας πορείες θα το διαπιστώσεις αυτό. Κάναμε εντελώς άλλα πράγματα. Έπρεπε να το δείξουμε.

Σας εγκλώβιζε δηλαδή η μπάντα;

Φ.Π: Φυσικά και όχι, αλλά θα ήταν υποκριτικό να σταματήσουμε αν ήταν να κάνουμε τα ίδια πράγματα κι αυτό νομίζω μας το αναγνώρισε και ο κόσμος. Αναγνώρισε την ειλικρίνεια. Γενικά είναι πολύ δύσκολο να υπάρχεις μετά το σταμάτημα μιας τέτοιας μπάντας, με τον τρόπο που υπάρχουμε εμείς. Στη δική μου περίπτωση υπήρξαν μεγάλες περίοδοι, όπως μετά τον δίσκο Όμνια, που πολλά τραγούδια εισέπραξαν κάποια δημοσιότητα χωρίς τη φυσική μου παρουσία. Το Ποιος έχει λόγο στην αγάπη παίχτηκε πολλές φορές στα ραδιόφωνα. Χαίρομαι γι’ αυτή την εξέλιξη, αλλά μια τέτοια συγκυρία δεν είναι και εύκολα διαχειρίσιμη.

Μ.Σ: Εγώ έχω αρχίσει να μετανιώνω για κάποιες φορές που βγήκα στα μέσα, παρόλο που είμαι πιο μαζεμένος. Πολλές φορές με πιάνει ο παροξυσμός και λέω πράγματα που τα ξεχνάω μετά από πέντε λεπτά και δεν θα ήθελα να τα έχω πει, αλλά εκείνα έχουν καταγραφεί. Σκέφτομαι καμιά φορά ότι πρέπει να βγω και να μιλήσω, να πω πέντε πράγματα για τον δίσκο που έβγαλα γιατί είναι η δουλειά μου. Μετά που τα ξανακοίταξα σκέφτηκα ότι από τα πέντε αυτά που είπα, χρειαζόταν επί της ουσίας το ένα. Είμαι όμως άνθρωπος αφελής και πολλές φορές επιπόλαιος σε τέτοια ζητήματα. Στο λέω τώρα: θα προσπαθήσω να κλειστώ και πάλι στο καβούκι μου, να παίζω τα τραγούδια μου, να βγαίνω στις μουσικές σκηνές αλλά μέχρι εκεί. Δεν μου αρέσω κιόλας τις περισσότερες φορές, δεν νιώθω άνετα με τον εαυτό μου.

Φ.Π: Ρε συ Μπάμπη, για εμένα όμως, αυτό είναι το μεγαλείο της ανθρώπινης ύπαρξης: το να μπορείς να αλλάζεις γνώμη, να μην έχεις εγωισμό και να παραδέχεσαι ότι κάποτε έκανες λάθος. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό για την ανθρώπινη φύση.

Το να αλλάζει άποψη όμως δεν είναι κάτι σαν μπανανόφλουδα; Δηλαδή, ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να είναι πειστικός απέναντι στο κοινό του;

Φ.Π: Πειστικό πρέπει να είναι το κίνητρο, το οποίο πρέπει να είναι πάντα ειλικρινές. Από κει και πέρα δεν υπάρχει καμία άλλη μανιέρα. Όλα τα στεγανά σε εγκλωβίζουν και καλλιτεχνικά και ως άνθρωπο σε έναν μικρό πυρήνα ανθρώπων που πιθανότατα να έχουν στήσει μια αυλή, να σε έχουν χώσει μέσα και να μην μπορείς να πεις κουβέντα διαφορετική. Αυτή είναι πολύ μεγαλύτερη παγίδα από το να αλλάξω γνώμη. Όχι επί τούτου, αλλά αν είναι να αλλάξω γνώμη επειδή μου κάβλωσε, θα πρέπει να αλλάξω και να υπερασπιστώ την καινούργια. Ο Ντύλαν, όταν είχε έρθει στην Ελλάδα να παίξει, είπε σε μια συνέντευξή του ότι όποιος καλλιτέχνης δεν έχει φάει κονσερβοκούτια και γιαούρτια επί σκηνής, δεν είναι καλλιτέχνης. Δεν το είπα εγώ, ο Ντύλαν το είπε. Θα πρέπει δηλαδή να ανατρέψει την εικόνα του σε σημείο που να δυσαρεστήσει τους φαν. Δεν θα πρέπει να αυτοεγκλωβίζεισαι και να φοβάσαι να συγκρουστείς. Οι Πυξ Λαξ ήταν μια μπάντα που δεν φοβήθηκε να συγκρουστεί.

Δηλαδή;

Φ.Π: Κυρίως με τα media. Σχετικά με αυτό που λέγαμε και πιο πριν, δεν είχαμε πρόβλημα εμείς με τα media, μάλλον εκείνα είχαν μαζί μας. Πολλές φορές είχε τύχει να έρθουν κάποιοι σε ρόλο μιντιάρχη και ήθελαν να το παίξουν μέντορές μας με το ζόρι. Έφυγαν με κλωτσιές. Ήταν εύκολο να γίνεις φίλος με τη μπάντα αυτή. Το να ανήκεις στην πολύχρωμη κολεκτίβα που είχαμε φτιάξει, όποιος κι αν ήσουν, δημοσιογράφος ή καλλιτέχνης, ήταν το πιο εύκολο πράγμα. Το να μας πουλήσεις όμως παραμύθι ότι θα μας παίζουν τα ραδιόφωνά σου, θα είμαστε παντού για να σε κάνουμε τελικά μάγκα εμείς, δεν ήταν αποδεκτό.



Μ.Σ: Εμείς στην αρχή μας παίζαμε επί πέντε χρόνια στο πουθενά χωρίς καμία πλάτη και αυτό είναι που πρέπει να κάνει κάθε νέος που θέλει να στηρίξει τη δουλειά του. Εταιρίες δεν υπάρχουν πια κι έτσι πρέπει να δώσουμε στους νέους να καταλάβουν ότι πρέπει να αγωνιστούν μόνοι τους, όπως κάναμε κι εμείς. Φοβάμαι τους ανθρώπους που τους υπερβοηθούν στα πρώτα τους βήματα. Το να κάνεις έναν καλλιτέχνη ξαφνικά σούπερ σταρ, είναι ό,τι πιο καταστροφικό για τον ίδιο. Εμείς δεν ήμασταν φίρμες όταν ξεκινήσαμε και για καιρό και όταν τελικά γίναμε, δεν το καταλάβαμε

Την ώρα που εσύ έβγαζες εισιτήριο για να φύγεις απογοητευμένος από την Ελλάδα και παραιτούμενος από την προσπάθεια που κάνατε για χρόνια ως μπάντα, αν ερχόταν κάποιος και σου έδινε αυτή την επιτυχία δεν θα τη δεχόσουν;

Μ.Σ: Όχι. Δεν θα το κάναμε. Ήμασταν αλλού, ήμασταν λίγο κλειστοφοβικοί τύποι όλοι μας τώρα που το σκέφτομαι.

Στον Πρωινό Καφέ της Ρούλας Κορομηλά είχατε βγει ωστόσο…

Μ.Σ: Εκείνη την εποχή ο Πρωινός Καφές ξεκινούσε σχεδόν μαζί με την ιδιωτική τηλεόραση και αφενός δεν ξέραμε, αφετέρου δεν υπήρχε η επιλογή. Υπήρχαν τα κρατικά κανάλια και δύο ιδιωτικά. Πέρα από αυτό δεν θα έλεγα ότι μας έκανε κακό. Πήγαμε, παίξαμε τα τραγούδια μας ζωντανά, κάναμε το χαβαλέ μας… δεν ήταν κάτι τόσο τρομερό. Δεν είχε προλάβει να φθαρεί όλο αυτό το πράγμα.

Φ.Π: Όπως τόνιζε συχνά και ο Μάνος και είχε δίκιο, τότε είχαμε πάει και λόγω της Ρούλας, η οποία είχε αγαπούσε τα τραγούδια, μας είχε πάρει τηλέφωνο η ίδια και γενικώς γούσταρε πολύ τη μπάντα. Εμείς δεν είχαμε ποτέ κόμπλεξ και ταμπού. Δεν θεωρήσαμε ποτέ κάποιον παρακατιανό σε σχέση με τους εαυτούς μας. Η ειλικρινής πρόθεση είναι πολύ πιο σημαντική από το θεαθήναι.

Μ.Σ: Οι Πυξ Λαξ στηρίχθηκαν από ανθρώπους που αγάπησαν τα τραγούδια και τα αντιμετώπισαν σαν δικά τους. Ένας από αυτούς ήταν και η Ρούλα. Δεν ήταν λοιπόν τίποτα για εμάς να πάμε να παίξουμε στην εκπομπή της. Εμείς έχουμε πρόβλημα με ανθρώπους που δεν μας ξέρουν, δεν έχουν ιδέα για τα τραγούδια μας και μας καλούν στην εκπομπή τους απλά για να γεμίσουμε μια ώρα. Όποτε συνέβη αυτό, η εκπομπή ήταν καταδικασμένη με πλήρη αποτυχία.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η δύναμή σας ήταν ο κόσμος.

Φ.Π: Η σχέση που είχε με τον κόσμο ήταν εκπληκτική. Υπερέβαινε πολλές φορές και τις δικές μας φιλοδοξίες και δυνάμεις.

Μ.Σ: Εμείς πιστεύω ότι γλιτώσαμε από τα απωθημένα που δημιουργεί αυτή η επιτυχία γιατί ακούγαμε και τις δουλειές των άλλων.

Φ.Π: Ο κόσμος μας το δημιούργησε αυτό, Μπάμπη, μας ηρέμησε την ψυχή. Όταν όποτε παίζεις γεμίζεις μαγαζιά και ο κόσμος έρχεται να σε ακούσει, πρέπει να είσαι πολύ μαλάκας να μην το αναγνωρίσεις, να μην έχεις την ψυχή σου ανοιχτή ακόμα και όταν σε βρίζει. Είχε τύχει ένας μουσικός σε μα συνέντευξή του να ασχολείται πολύ περισσότερο με εμένα και τους Πυξ Λαξ, παρά με τον εαυτό του. Ε, μετά από δύο εβδομάδες πήγα και παρακολούθησα συναυλία του γιατί γούσταρα να τον ακούσω, είναι καλός καλλιτέχνης. Κι εμείς έχουμε πολλά πράγματα να πούμε και να τα χώσουμε αν μας τη βαρέσει κάποια στιγμή, με ονόματα και καταστάσεις αλλά ποιο το νόημα; Όποιος αναλώνεται σε τέτοια, αδικεί τον εαυτό του.

Μ.Σ: Το παράξενο είναι ότι με ανθρώπους που μας τα έχωσαν, έχω βρεθεί στο δρόμο και δεν μου έδειξαν ότι πίστευαν αυτά που έλεγαν στις συνεντεύξεις. Εγώ αν δεν χωνεύω κάποιον και τον τρακάρω σε ένα μαγαζί, απλά θα τον αγνοήσω. Δεν θα κάνω σαν να μην τρέχει τίποτα. Αλλά τι να κάνουμε, όπως στρώνεις κοιμάσαι. Η ουσία είναι ότι αν βγαίνουν καλά τραγούδια πηγαίνουμε όλοι μπροστά. Οι Πυξ Λαξ έκαναν δεκαπέντε δίσκους. Ε, δέκα καλά τραγούδια θα τα έχουν αφήσει, αλλιώς δεν θα είχαν κάνει δεκαπέντε δίσκους.

Με βάζετε στον πειρασμό να ρωτήσω κι εσάς αν γράφονται πια καλά τραγούδια.

Μ.Σ: Φυσικά και γράφονται, πάντα γράφονταν. Το καλό τραγούδι όμως θέλει αναβρασμό, θέλει ζωή, θέλει έρωτα, δεν βγαίνει όποτε θέλεις εσύ. Το πιο δύσκολο πράγμα είναι η τρίχα, σηκώνεται όποτε θέλει αυτή. Υπάρχει μέγα ζήτημα με την τρίχα. Όλα τα άλλα σηκώνονται όταν θέλεις εσύ, η τρίχα σου σηκώνεται καμιά από πράγματα που δεν περίμενες να σηκωθεί. Η τέχνη είναι ένα περίεργη κατάσταση, όταν λες «κάνω τέχνη» στην ουσία δεν κάνεις. Είναι πολλοί εκείνοι που μας δίδαξαν ότι γράφονται καλά τραγούδια μέσα από τη ζωή και την καθημερινότητα και όχι επιτηδευμένα.

Φ.Π: Για μένα οι κορυφαίοι είναι οι Pink Floyd. Ήταν το πληρέστερο συγκρότημα σε όλα τα επίπεδα: μουσικά, στιχουργικά, ενορχιστρωτικά, οπτικά…

Μ.Σ: Και στην Ελλάδα υπήρξαν και υπάρχουν καλλιτέχνες που μας έδωσαν καταπληκτικά πράγματα. Ο Τσιτσάνης για μένα είναι από τους μεγαλύτερους συνθέτες, ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Ζαμπέτας, ο Μαρκόπουλος, ο Ξαρχάκος και από τους πιο σύγχρονους ο Χάρης και ο Πάνος, ο Μαχαιρίτσας και οι Τερμίτες, ο Τσακνής, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο Μάλαμας. Ειδικά ο Χάρης και ο Πάνος είναι ότι πιο άρτιο έχει βγει τις τελευταίες δεκαετίες.

Φ.Π: Θα πρέπει να αναφέρουμε εδώ ότι χρωστάμε ως ακροατές πολλά πράγματα στον Μπάμπη Παπαδόπουλο που ήταν στις Τρύπες και μετά επιμελήθηκε πάμπολλους δίσκους τραγουδοποιών. Δεν τον ξέρουμε προσωπικά, αλλά τον εκτιμούμε πολύ. Και από συγκροτήματα ο Παυλίδης με τα Ξύλινα Σπαθιά, ο Αγγελάκας με τις Τρύπες. Εκείνο που βλέπω και χαίρομαι είναι ότι σιγά- σιγά οι μουσικοί αποβάλουν το δογματισμό που ήθελε ας πούμε τον μπαγλαμά μόνο στο λαϊκό ή την ηλεκτρική μόνο στο ροκ. Πράγματα βέβαια που οι Πυξ Λαξ τα έκαναν πριν από 17 χρόνια και πριν τους Πυξ Λαξ τα είχαν κάνει άλλοι, όπως ο συγχωρεμένος ο Παπάζογλου με την εκδίκηση της γυφτιάς.

Εσείς ήσασταν μια ζωντανή μπάντα. Πέρα από τις πολύ καλές στιγμές σας, δεν μπορεί, θα είχατε και τις πολύ κακές.

Φ.Π: Έχουμε τσακωθεί άπειρες φορές αλλά μόνο για καλλιτεχνικούς λόγους. Ποτέ για τα φράγκα ή για άλλες γελοιότητες. Προσωπικά δεν μου έχει μείνει ούτε ψήγμα από τις κακές στιγμές. Δεν θυμάμαι για παράδειγμα να ανταλλάξαμε κάποια βαριά κουβέντα.

Οι κακές οι γλώσσες πάντως έλεγαν ότι ο Πλιάτσικας με τον Στόκα έχουν γίνει μπίλιες, γι’ αυτό και διαλύθηκαν οι Πυξ Λαξ.

Φ.Π: Την ώρα που οι κακές οι γλώσσες έλεγαν ό,τι έλεγαν, μπορεί εμείς να ήμασταν μαζί και να τα πίναμε σε κάποιο μπαρ. Όταν διαλύσαμε το 2004 βέβαια, φυσικό ήταν να αραιώσουμε για λίγο στην αρχή, αλλά σε διαβεβαιώνω ότι μετά από λίγο καιρό τα λέγαμε ακόμα πιο συχνά. Είμαστε συγγενείς πια.

Μ.Σ: Καταρχήν εγώ πήγα κι έπαιξα στο Λυκαβηττό που έκανε τη μεγάλη συναυλία ο Φίλιππος. Μπορεί εγώ να τον μπινελίκωνα σε μια παρέα, να του έλεγα «το τραγούδι σου είναι μια μαλακία και μισή», αυτό όμως σήμαινε ότι δεν τον αγαπούσα; Με το Μάνο ας πούμε, «ήμασταν τσακωμένοι» τα τελευταία δύο χρόνια γιατί ως παραγωγός τότε δεν έβαλε ένα τραγούδι μου στον δίσκο. Ρίχναμε μπινελίκια σε ημερήσια βάση. Μπορεί να κρατούσαμε μούτρα σαν τα μικρά παιδιά για τέτοιους γελοίους λόγους, όμως ανησυχούσαμε ο ένας για τον άλλο αν είναι καλά, μιλούσαμε στο τηλέφωνο.

Ας κλείσουμε με τις επικείμενες συναυλίες. Τι θα ακούσουμε;

Μ.Σ: Ο στόχος μας είναι να περάσουμε καλά κι εμείς και ο κόσμος. Θα είναι μια γιορτή με τις χαρούμενες στιγμές της μπάντας.

Φ.Π: Θα είναι όλα τραγούδια από τη δισκογραφία των Πυξ Λαξ, πλην δύο που θα ανταλλάξουμε από τις προσωπικές μας πορείες. Το σημαντικό είναι ότι θα βρεθούμε αντιμέτωποι με μεγάλες κλίμακες παραγωγής κι αυτό είναι κάτι που ελπίζουμε να ανοίξει μια πόρτα για τους υπόλοιπους έλληνες καλλιτέχνες. Ότι μπορούν να διεκδικήσουν και επιτύχουν τέτοιες παραστάσεις χωρίς να έχουν να φοβηθούν τίποτα. Εκείνο που δεν θα ακούσετε είναι τραγούδια του Μάνου από τον τελευταίο δίσκο, καθώς θεωρήσαμε ότι δεν είναι σκόπιμο να μετατραπεί όλο αυτό σε ένα μνημόσυνο. Θα παίξουμε πολλά τραγούδια του από την πορεία με την μπάντα, ακόμα και τα πιο χαρακτηριστικά όπως ο Μπαμπούλας και το Εσύ εκεί.

*Πρώτη δημοσίευση Δίφωνο, 
Μάιος 2011. 

10 Ιουνίου 2011

Στο Δίφωνο Ιουνίου που κυκλοφορεί




Cover Story

Ο Δημήτρης Αποστολάκης μιλάει στον Σπύρο Αραβανή: «Μας ενδιαφέρουν οι εμφανίσεις μας, αλλά κυρίως μας ενδιαφέρουν οι “εξαφανίσεις” μας. Το πόσο ανοικοδομούμε τον εαυτό μας ημέρα με την ημέρα. Το στοιχείο της εξέλιξης και της μαθητείας είναι το βασικό χαρακτηριστικό των Χαΐνηδων».

Συνεντεύξεις

Ο Κώστας Μακεδόνας συζητάει με τον Κώστα Μπαλαχούτη για τον καινούργιο του δίσκο και τη συνεργασία του με τον Γιώργο Θεοφάνους και τον Νίκο Μωραΐτη.

Ο Λόλεκ μιλάει στον Γιώργο Φλωράκη: «Ο έρωτας είναι ένα πανέμορφο μεθύσι που έρχεται αβίαστα και τελειώνει βιαστικά».

Ο Δημήτρης Μπάσης κουβεντιάζει με την Αφροδίτη Παπακαλού, με αφορμή τον νέο του δίσκο.

Οι Mode Plagal εξηγούν στον Γιώργο Φλωράκη: «Ο λόγος γεννάει και επινοεί εικόνες. Η μουσική δεν επινοεί, γίνεται η εικόνα. Καμιά φορά ο λόγος αντιμάχεται το διονυσιακό στοιχείο της μουσικής. Η μουσική καμιά φορά αντιμάχεται τη μουσικότητα του λόγου. Και τα δύο είναι σκληρά σαν την πέτρα».

Θέματα

Τα παιδιά του Πειραιά: Ένα Oscar 50 χρόνων, του Γιώργου Β. Μονεμβασίτη
Γυναίκες καθηγήτριες φωνητικής: Οι δασκάλες των ερμηνευτών, του Αλέξη Βάκη
Ραντεβού στην Ευρώπη: Τα καλοκαιρινά φεστιβάλ, της Κορίννας Λασκαρίδου
Ελληνικές Ορχήστρες: Ένα προπύργιο πολιτισμού, της Λιάνας Μαλανδρενιώτη
Roger Waters: The Wall, του Αδάμ Γιαννίκου


Πρόσωπα

Αλέξης Καραβέργος, Γιώργος Τεντζεράκης, Μιχάλης Νικολούδης, Emmylou Harris, K.D. Lang, Rumer & Steve Brown, Mariza, Fleet Foxes, James Blake, Randy Newman

Και οι Μόνιμες Στήλες

Moderato Cantabile, του Κώστα Αγοραστού
Από Στόμα σε Στόμα, του Παναγιώτη Γιαννέλη
Κλασικά, της Λιάνας Μαλανδρενιώτη
Διαθέσεις, του Σπύρου Αραβανή
Από το αρχείο του Διφώνου, επιμέλεια Κώστας Αγοραστός
Κέρματα, του Οδυσσέα Ιωάννου
Λόγου Χάριν, της Στέλλας Βλαχογιάννη
Σινεμά, της Άντυς Δημοπούλου
Θέατρο, της Μαριάννας Παπάκη
Βιβλία, του Σάββα Σερέτη
Παραδούναι και Λαβείν, του Σωτήρη Μπέκα
Ιδιοχείρως: Λίνα Δημοπούλου, επιμέλεια Κώστας Αγοραστός

Σ’ αυτό το τεύχος συνεργάζονται

Σπύρος Αραβανής, Αλέξης Βάκης, Στέλλα Βλαχογιάννη, Παναγιώτης Γιαννέλης, Αδάμ Γιαννίκος, Άντυ Δημοπούλου, Οδυσσέας Ιωάννου, Αφροδίτη Α. Καλομάρη, Ηλίας Κατιρτζιγιανόγλου, Έλενα Κοντού, Κορίννα Λασκαρίδου, Λιάνα Μαλανδρενιώτη, Θάνος Μαντζάνας, Χρήστος Α. Μιχαήλ, Κώστας Μπαλαχούτης, Γιώργος Β. Μονεμβασίτης, Σωτήρης Μπέκας, Αφροδίτη Παπακαλού, Μαριάννα Παπάκη, Μιχάλης Πολυχρόνης, Σάββας Σερέτης, Βάσια Τζανακάρη, Γιώργος Φλωράκης, Αντώνης Ν. Φράγκος


Τα cd του Διφώνου

-Σταύρος Ξαρχάκος: Αμάν Αμήν
-Ορφέας Περίδης: Live & με τους Φίλους του
-Συλλογή: Δίφωνο 2011
-Locomondo: Live Locomondo
-Vangelis: El Greco
-Manu Chao: Esperanza
-Natalie Cole: Unforgettable


7 Ιουνίου 2011

Άνευ όρων.




Το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι και αν του το κόψεις τώρα και το πετάξεις, θα πρέπει να ξέρεις ότι δεν θα βρεθεί ούτε μία γάτα να το ζυγώσει. Ίσως κανενα ποντίκι, από μακριά κι αυτό. Εδώ που μου λες ότι φτάσαμε, δεν μπορώ καν να υποπτευθώ τι έπεται σε συλλογικό επίπεδο. Σε εθνικό; Σε κρατικό; Σε μεταθανάτιο δεν ήξερα ποτέ. Μακροχρόνια είμαστε νεκροί, το είπε και ο υπουργός (για να το λέει ο υπουργός έτσι θα' ναι). Ξέρω ωστόσο τι περνάει από το χέρι μου από δω και στο εξής. Γιατί από δω και στο εξής ίσως και να μπορώ να κάνω κάτι. Πριν δεν μπορούσα γιατί δεν φανταζόμουν. Γιατί μου το έλεγαν οι μαλάκες, οι γραφικοί και οι κουλτουριάρηδες κι εγώ δεν έδινα σημασία. Τα έσπαγα στις πίστες, έπαιρνα κι άλλο δάνειο, έπιανα τα 180 στη Συγγρού και στην Ποσειδώνος. Ένας στιχουργός σε μια συνέντευξη μού είπε ότι όλοι μας ερωτευθήκαμε με δανεικό αίσθημα. Δανεικό μα όχι αγύριστο: το κόστος δανεισμού δεν το συνάντησα σε κανένα ψιλό γράμμα. Γιατί δεν είναι ούτε σε λεφτά ούτε σε ζωή μετρημένο αυτό το κόστος. Είναι σε μέλλον και σε ελπίδα. Και την ελπίδα, να μην τα ξαναλέμε, μας τη στέρησαν το χρόνο που έφυγε τραβώντας την από τα μαλλιά- πνιγμένη ελπίδα. Και το χειρότερο; Οι δικοί μας μάς τη στέρησαν. Οι δικοί μας, όχι οι ξένοι. Μα ήρθε ο καιρός και η φαντασία μου ακονίστηκε επαρκώς για κάτι που να μοιάζει με φαντασία. Και φυσικά μην κάνεις τον κόπο να προσπαθήσεις να με βάλεις να προβληματιστώ στο τι έφταιξα. Γιατί έφταιξα και το ξέρω, αλλά επίσης ξέρω ότι αν μου έδινες άλλη μια ευκαιρία μάλλον μια από τα ίδια θα έκανα. Είμαι σίγουρος σου λέω, πάλι την πόρτα θα έκλεινα να μην ακούσω τον βήχα του διπλανού. Να μην κολλήσω μικρόβια, να έχω μάτια να κοιτάζω τη δουλίτσα μου και αύριο και μεθαύριο. Και για πάντα. Μην ακούσω, μην μυρίσω, μη ζήσω το μαζί. Και πού' σαι; Τώρα που αρχίζεις και μπαίνεις στο νόημα μη δω δάκρυ. Αν μπορείς μόνο, πες μου πού θα βρω κάτι για να ελπίζω. Κάτι μικρό. Και μετά πες μου πόσο κοστίζει να παει στο διάολο. 

6 Ιουνίου 2011

Η Cheapart στη Θεσσαλονίκη 6-26 Ιουνίου





1998 – 2011

13 
χρόνια cheapart στη Θεσσαλονίκη



Η cheapart ένας από τους πιο μακρόχρονους και αειθαλείς θεσμούς στη χώρα, μας υπενθυμίζει ότι σε καιρούς δύσκολους υπάρχουν δυνάμεις που στηριζόμενες σε δημιουργικούς ανθρώπους και ένα κοινό που αγαπά την τέχνη προχωρά μπροστά. 



Η cheapart στη Βιέννη (Νοέμβριος ΄10), στην Αθήνα (Δεκέμβριος ΄10), στην Λεμεσό (Μάρτιος ΄11) και όπως κάθε χρόνο στη Θεσσαλονίκη τον Ιούνιο επιβεβαιώνουν με τη συμμετοχή των καλλιτεχνών και την πρωτοφανή προσέλευση κοινού τη θετική αυτή πορεία. Η αποκατάσταση της ενότητας της αλυσίδας « έργο -καλλιτέχνης- θεατής» κάνει τον θεατή συνένοχο ,το έργο θέμα συζήτησης και τον καλλιτέχνη ως φυσικό πια πρόσωπο το μέσον για την κατανόηση του έργου και της διαδικασίας παραγωγής του. Θα λέγαμε ότι η παροχή ακριβώς αυτής της δυνατότητας κάνει την cheapart πιο ανθρώπινη και προσιτή και ως εκ τούτου δημοφιλή. 

Η cheapart πραγματοποιήθηκε την πρώτη φορά το 1998 στη Θεσσαλονίκη. Φέτος γιορτάζουμε τα 13 χρόνια στη Θεσσαλονίκη και η έκθεση πραγματοποιείται στην Καλαμαριά στο κτίριο των Κοιτώνων, στο πρώην στρατόπεδο Κόδρα. 

Η cheapart πιο επίκαιρη παρά ποτέ παρουσιάζει 120 επιλεγμένους καλλιτέχνες με πάνω από 2500 έργα σε καινούριες ενότητες. Πολλούς από τους καλλιτέχνες αυτούς είχε την ευκαιρία να δει και το διεθνές κοινό στη Βιέννη τον Νοέμβριο 2010 και στη Λεμεσό τον περασμένο Μάρτιο. Αφήστε πίσω την μεμψιμοιρία και τη γκρίνια της στιγμής οι καλλιτέχνες σας καλούν στην cheapart, στη γιορτή της τέχνης. Την έκθεση επιμελούνται οι Δημήτρης Γεωργακόπουλος, Γιώργος Γεωργακόπουλος και Λευθέρης Πλακίδας.


Συμμετέχουν

Αβραμίδου Ελένη/ Δανιηλίδη Ελευθερία, Αγαπητάκης Αγαπητός, Αγγελάκης Γιώργος, Αγγελοπούλου Χριστίνα, Αγγέλου Ελένη, Αίμα Νίκος, Αλαφούζος Στέφανος, Αμπαστάδο Λούση, Άνθη Ελευθερία, Ανταράκη Τερέζα, Αντύπα Ράνια/Χρήστου Άκης, Αξιώτη Βιργινία, Αποστολίδου Μυρτώ, Αποστολοπούλου Γιώτα, Αργείτης Σωκράτης, Αριστοτέλους Μαρία, Βάης Ανδρέας, Βάκου Πολυξένη, Βέλλιου Έλλη, Βιτσαρόπουλος Γιώργος, Βραζιώτης Κων/νος, Γαβαλάς Γιάννης, Γαλλής Δημοσθένης, Γεωργίου Τάσος, Γιαβρόπουλος Νίκος, Γιατράς Θωμάς, Γκούζια Βάλια, Γκούμα Κυριακή, Γλύνη Ελένη, Δαπουλάκη Ειρήνη, Δέλλιου Δόμνα, Δερβένη Άννα, Δημοπούλου Θεώνη, Ζαφόλια Αλεξάνδρα, Ζήκος Λάζαρος, Caroline Giannini, Ζυμάρας Άγγελος, Ηλιάκης Σέργιος-Μάριος, Ηλιού Μιχάλης, Ιωαννίδη Κατερίνα, Καλαφάτη Βίκυ, Καλημούκος Κωνσταντίνος, Καλπάκας Ηλίας, Κάππα Βασιλική, Κατσίκα Τριανταφυλλιά, Peter Kelly, Κεμανέ Ιωάννα, Κερκύρα Ναταλία-Αικατερίνη, Anne Κern, Κλαυδιανού Σίσσυ, Κοκκίνου Ευαγγελία, Κολώνης Λευτέρης, Κορρέ Πένυ, Κοταμανίδου Νίνα, Κουράκης Ορέστης, Κριτσωτάκης Δημήτρης, Κυριακού Λάμπρος, Κυρίτσης Νίκος, Lab of Architecture, Λαγός Γρηγόρης, Λεούση Επιστήμη, Λυντζέρης Γιώργος, Μάλλιου Ντορίνα, Μανιδάκη Βάσω, Μάνος Φίλιππος, Μανωλάκου Βίλη, Μανωλίδου Αντιγόνη, Μάρα Μάγδα, Μαραγκάκη Εύα, Μαρκαντωνάτου Εριέττα, Μαρούδα Δήμητρα, Μαρτινάκης Αδάμ, Μέντη Βούλα/Μαραγκού Νίκη, Μπάρτζη Ανθή, Μπονάτσου Ισμήνη, Μποσίνη - Κοντοβράκη Βασιλική, Μπουρουλίτη Δήμητρα, Ξυδιά Λήδα, Ξυνοπούλου Μαρία, Παντελέων Γιώργος, Παντελόπουλος Παντελής, Παπαγεωργίου Μαρία, Παπαδημητρίου Κυριακή/Παπασταματίου Κωνσταντίνος, Παπαδόπουλος Αντώνης, Παπαδοπούλου Ελένη, Παπαϊωάννου Μαντώ, Παππούς Δημήτρης, Παρακεντέ Χριστίνα, Παρλαμάς Μιχάλης, Πετρής Γιάννης, Πλακίδας Λευθέρης, Ποθητάκης Χρήστος, Πολυχρονιάδης Δημήτρης, Ράκκας Νίκος, Ράπτη Γιασεμή, Ρεΐζη Σταματία, Ρουβάς Γιάννης, Ρουπίνας Άρης, Σαλταφέρος Γιώργος, Σιμόπουλος Μάριος, Σκουλούδη Μαίρη, Σκυργιάννη Έρη, Σούλαρης Χρήστος, Σταυρόπουλος Νίκος, Στόκας Θάνος, Στριφτάρης Γιώργος, Στρούτζα Μαρία, Τσιάλου Μάνθα, Τσιάρα Μάρθα, Τσιμπουρλά Μαρία, Τσιντσάρης Χρήστος, Χαμηλάκη Ουρανία, Χατζημουράτη Μαρία, Χριστοδούλου Δημήτρης, Χρυσαφίδου Ελένη. 

Camly - A Responsive Blogger Theme, Lets Take your blog to the next level.

This is an example of a Optin Form, you could edit this to put information about yourself.


This is an example of a Optin Form, you could edit this to put information about yourself or your site so readers know where you are coming from. Find out more...


Following are the some of the Advantages of Opt-in Form :-

  • Easy to Setup and use.
  • It Can Generate more email subscribers.
  • It’s beautiful on every screen size (try resizing your browser!)
Subscribe Via Email

Subscribe to our newsletter to get the latest updates to your inbox. ;-)

Your email address is safe with us!