Translate

24 Μαΐου 2010

Μπάμπης Στόκας- Βόλτα



Μουσική: Μπάμπης Στόκας
Στίχοι: Διάφοροι

(Seven)

Μετά το διάλειμμα της ζωντανής ηχογράφησης Τραγουδήστε μην ντρέπεστε, ο Μπάμπης Στόκας επιστρέφει στο ύφος που υπηρετεί ανεξάντλητος σε όλη την προσωπική του δισκογραφία με 16 (!) νέα τραγούδια. Χαλαρές ακουστικές μπαλάντες με γερές πινελιές ηλεκτρισμού ενίοτε, εσωστρεφή και υπαρξιακή κατά κύριο λόγο στιχουργική κατεύθυνση. Τραγούδια δίνουν την εντύπωση ότι βρισκόμαστε μόνοι καπνίζοντας σε έναν άδειο δρόμο, σε ένα άδειο δωμάτιο, στο σκοτάδι, σε μια αέναη πάλη με τον ίδιο μας τον εαυτό, με τη σιωπή ή με έναν χαμένο έρωτα. Σαφείς οι αποστάσεις από την ξεγνοιασιά των ανθρώπων· η μοναξιά επικρατούσα γύρω μας κι εντός. Μετά από μερικές ακροάσεις, την προσοχή τραβούν το Απλές κουβέντες, το Δεν είναι αργά, το πολύ δυνατό Όλα τα ψέματα του Ισαάκ Σούση και του Αλκιβιάδη Κωνσταντόπουλου, η Στρυχνίνη σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, το ξέγνοιαστο Κι έμεινα εδώ και η περίπτωση του (αρκούντως;) κοινωνικοπολιτικού Έρασμος που έδειξε να έχει μια κάποια ραδιοφωνική δυναμική μέχρι σήμερα. Πέραν τούτων (που μάλλον δεν είναι και λίγα) θα δυσκολευτούμε να βρούμε τραγούδια που να αξίζουν 100% τις ερμηνείες του Μπάμπη Στόκα, ο οποίος για ακόμα μια φορά στέκεται πληρέστατος, αποδεικνύοντας πόσο καλός τραγουδιστής είναι. Την ενορχήστρωση, όπως και την παραγωγή υπογράφει ο ίδιος ο τραγουδοποιός με τη βοήθεια των μουσικών, ενώ ο δίσκος περικλείεται από μια καλαίσθητη έκδοση με πετυχημένες, σέπια φωτογραφίες.

Tracklist
01. Απλές κουβέντες
02. Δεν είναι αργά
03. Κι έμεινα εδώ
04. Έρασμος
05. Μοναξιά (Μοναστήρι)
06. Μοναστήρι (Μοναξιά)
07. Συνήθεια
08. Όλα τα ψέματα
09. Ο πότης
10. Αναμονή
11. Η σιωπή μες στο πηγάδι
12. Στρυχνίνη
13. Βόλτα
14. Το πρόσωπό σου
15. Γκέτο οι φίλοι μου
16. Αρχίζει η συναυλία


22 Μαΐου 2010

Βαγγέλης Καζατζής- Της γης το μυστικό






Μουσική: Βαγγέλης Καζατζής
Στίχοι: Γιώργος Γκώνιας
Studio Pazl (Ανεξάρτητη παραγωγή)

Ωραίο και ρομαντικό ξεκίνημα για τους δύο νέους δημιουργούς, τον συνθέτη Βαγγέλη Καζατζή και τον στιχουργό Γιώργο Γκώνια. Ο- και για τους δυο- εναρκτήριος δίσκος περιέχει όλα τα καλά στοιχεία που συναντά κανείς σ’ εκείνους τους δημιουργούς του έντεχνου τραγουδιού που ξέρουν πόσο μπορούν και πόσο θέλουν. Στίχος με ρίζες στην παράδοση, στα ανθρώπινα πάθη και στα προαιώνια προβλήματα της ψυχής, τίμιος απέναντι στον ακροατή. Η μουσική ταξιδιάρικη, με καλές ενορχηστρώσεις που σε πολλά σημεία συγγενεύουν με το ύφος του Θανάση Παπακωνσταντίνου, βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με τον λόγο. Η ερμηνεία του Γιώργου Καζατζή είναι αρκετά καλή απέναντι στο υλικό, ωστόσο θεωρώ πως η ωριμότητα που θα επέλθει με το χρόνο θα της δώσει τη μεστότητα και την προσωπικότητα που χρειάζεται. Προς το παρόν ο ίδιος μου δίνει την εντύπωση ότι προσπαθεί να μεταλλάξει τη χροιά της φωνής του ανάλογα με το τραγούδι. Ωραίες στιγμές αποτελούν οι συμμετοχές του Ψαραντώνη (ιδιαίτερα στο «Φαντασία») , του Απόστολου Ρίζου και της Μαρίνας Δακανάλη. Κι επειδή στις νέες κυκλοφορίες καμία παράμετρος δεν είναι αυτονόητη, ένα μεγάλο μπράβο τόσο στον Παναγιώτη Παπαϊωάννου που είχε τη γραφιστική επιμέλεια όσο και στην Δήμητρα Ψυχογιού που χάρισε τις εξαίσιες ζωγραφιές της.

Track List
01 ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ - ΡΙΖΙΜΙΟ
02 ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ - ΤΑΞΙΔΕΥΤΕΣ
03 ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ ΜΑΡΙΝΑ ΔΑΚΑΝΑΛΗ - ΤΗΣ ΓΗΣ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
04 ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ - ΣΤΙΓΜΗ ΣΤΟ ΑΠΕΙΡΟ
05 ΨΑΡΑΝΤΩΝΗΣ - ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ
06 ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ - ΡΩΓΜΕΣ ΣΤΟΥΣ ΧΑΡΤΕΣ
07 ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ - ΗΛΙΑΧΤΙΔΑ
08 ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΡΙΖΟΣ - ΤΟ ΑΥΡΙΟ ΠΟΥ ΧΑΝΕΤΑΙ
09 ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ - ΝΥΧΤΑ
10 ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ - ΜΙΚΡΗ ΑΥΤΑΠΑΤΗ
11 ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ - ΦΑΝΤΑΣΙΑ





*Πρώτη δημοσίευση Δίφωνο, 
Απρίλιος 2010. 


18 Μαΐου 2010

Η Κύθνος του χειμώνα με μελαγχολεί (οδοιπορικό)


Η Κύθνος, γειτόνισσα των Αθηνών λόγω απόστασης, έχει χρόνια ταυτιστεί με τις ήρεμες και γαλήνιες διακοπές του καλοκαιριού. Ο χειμώνας της μοιάζει απάτητο έδαφος από τους ταξιδευτές που, ένεκα των καιρικών συνθηκών, παραδοσιακά προτιμούν τους ορεινούς προορισμούς. Έτσι, το νησί αναδύεται ξαφνικά το καλοκαίρι, για να χαθεί το ίδιο απροσδόκητα καθώς μπαίνει ο χειμώνας με το κρύο και την αγριεμένη θάλασσα. Στο άκουσμα της πρόκλησης τρέξαμε συνειδητά. Από τη μια το πανηγύρι των Αγίων Ακίνδυνων με το καλημέρα του Νοέμβρη, σημάδι του χειμώνα για τους ντόπιους. Από την άλλη η αγάπη για την ιδιότυπη ομορφιά των Κυκλάδων ακόμα και τους παγωμένους μήνες. Οι αμφιβολίες παραδόθηκαν και το καράβι σάλπαρε για έναν από τους ομορφότερους εναλλακτικούς προορισμούς του χειμώνα. 


Η χειμωνιάτικη Κύθνος, υποδέχεται τον επισκέπτη νηφάλια και με μια ατμόσφαιρα καθαρή. Τα βουνά που ορίζουν τη ματιά σου θες δεν θες, ξεπλυμένα από τη βροχή και τον παγωμένο αέρα, είναι ζωσμένα με ξερολιθιές: μάντρες που έχτισαν οι κάτοικοι στοιβάζοντας τη μια πέτρα πάνω στην άλλη, χωρίς λάσπη για τις χαραμάδες, με σκοπό να ορίσουν την κυριαρχία τους πάνω στη γη. Άφθονο υλικό η πέτρα, αποτελεί το βασικό συστατικό δόμησης από το ξεκίνημα του πολιτισμού σε αυτόν εδώ τον τόπο αλλά και χαρακτηριστικό φόντο κάθε διαδρομής. 


Φτάνοντας από τον Μέριχα (λιμάνι) στα σπλάχνα του νησιού μάς καλωσορίζει η Δρυοπίδα, το χωριό που σύμφωνα με την ιστορία έχτισαν Δρύοπες με την κάθοδό τους από την περιοχή της Οίτης και του Παρνασσού και συνέχισαν να κατοικούν γενιές και γενιές Θερμιωτών μέχρι σήμερα. Η θέα σχεδόν ξαφνιάζει· τίποτα δεν συναντάμε που να θυμίζει τις Κυκλάδες όπως τις γνωρίζουμε από τον τουριστικό οδηγό. Εδώ τα σπίτια έχουν στέγες με κεραμίδια ενώ τα παράθυρα και οι πόρτες ισομοιράζονται ανάμεσα στο πελαγίσιο γαλάζιο και στα χρώματα της γης. Στο χωριό τα αυτοκίνητα δεν είναι καλοδεχούμενα. Η ελευθερία τους σταματά στην πρώτη πλακόστρωτη πλατεία η οποία μας υποδέχεται με ψιλόβροχο και κάποιες φιγούρες που περπατούν σχεδόν αθόρυβα. Έχουμε την αίσθηση πως κάθε μας ανάσα συμβάλει καθοριστικά στην ηχητική ατμόσφαιρα αυτού του πίνακα. Τα δρομάκια είναι στην πλειονότητάς τους πλακόστρωτα. Ξεναγοί μας κάποιες χρωματιστές ταμπέλες τις οποίες σκόρπισε η νεολαία πριν από λίγα χρόνια δείχνοντας τα σημεία σταθμούς: θεατράκι, σπήλαιο, λαογραφικό μουσείο… Τα κεραμίδια στις στέγες συνομιλούν με τον συννεφιασμένο ουρανό, κάποια τζάκια καπνίζουν, μια τριμελής οικογένεια ντυμένη με βαριά και επίσημα ρούχα, βγαίνει από μια πόρτα χάνεται μέσα στα σοκάκια. 


Ο κόσμος σήμερα το πρωί είναι συγκεντρωμένος στους Αγίους Ανάργυρους, μία από τις οχτώ εκκλησίες που καλύπτουν τις θρησκευτικές ανάγκες των τετρακοσίων κατοίκων του χωριού. Με το πέρας της λειτουργίας έρχεται και το κέρασμα: παραδοσιακό κόκκινο κρασί και ζουμί, μια σούπα που έχει σαν βάση το κρέας μεγάλων ζώων, το λεγόμενο «χοντρό». Ανταλλάσσουμε ευχές κάτω από τα θολωμένα τζάμια του ναού μοιραζόμενοι γέλια και αφηγήσεις για τις λεγόμενες κρασομέρες· με το κρύο και τον αέρα να μην γνωρίζει άλλο δρόμο, οι παρέες μαζεύονται στα σπίτια, πίνουν το βαρύ κρασί που παράγουν μόνοι τους και τρώνε πατροπαράδοτους μεζέδες, όπως ο πούλος: κρέας που ψήθηκε στο αλάτι και ξαρμυρίστηκε από την προηγούμενη νύχτα, τυλιγμένο με ζυμάρι. Λένε ιστορίες από το παρελθόν, τραγούδια και ταξιδεύουν με έναν τρόπο που μόνο εκείνοι ξέρουν. Θυμάμαι πως το νησί ονομάστηκε και Θερμιά τον 12ο αιώνα, από τις θερμές πηγές που συναντά κανείς μέχρι και σήμερα στον οικισμό των Λουτρών. Έπειτα, κάνοντας παιγνιώδεις παραλληλισμούς, σκέφτομαι ότι το όνομα σίγουρα έχει να κάνει και με τους θερμούς και φιλόξενους κατοίκους της.


Ο δρόμος που ενώνει τη Δρυοπίδα κατευθείαν με τη Χώρα μετρά ελάχιστα χρόνια παρουσίας. Ακολουθώντας τον, τα μάτια μας αντικρίζουν εκ διαμέτρου αντίθετες εικόνες να διαδέχονται η μία την άλλη: από ξερά βοσκοτόπια, εκτάσεις άνυδρες πλαισιωμένες με ξερολιθιά για τις ανάγκες των κτηνοτρόφων, μέχρι το πέλαγος που απλώνεται στο βάθος βρέχοντας τις παραλίες του νησιού που τα καλοκαίρια γεμίζουν παραθεριστές. Κάθε στροφή του δρόμου φέρνει κι ένα ξωκλήσι· λεκέδες από ασβέστη μέσα στα φρύγανα και στα βοσκοτόπια, μικρές εκπλήξεις για το μάτι και για την ψυχή. Σε ελάχιστα φτάνει δρόμος ασφαλτοστρωμένος. Πλησιάζοντας τον οικισμό, νιώθεις το άσπρο των σπιτιών να σε καλεί, φιλόξενο και ανοιχτό όπως οι άνθρωποί που το κατοικούν. 


Στο κεντρικό καλντερίμι συναντάμε ένα μπαράκι «για νέους» και δυο- τρία καφενεία. Το ένα λειτουργεί και σαν ζαχαροπλαστείο με τα γλυκά στη βιτρίνα να αποτελούν το μεγαλύτερο βάλσαμο για τον ταξιδιώτη, μαζί με έναν ζεστό καφέ. Ένας παππούς κάθεται μόνος σε μια γωνιά, ξεχασμένος θαρρείς από το μακρινό παρελθόν. Έχει κρεμάσει το σακάκι και μοιάζει να στοχάζεται μη δίνοντας ιδιαίτερη σημασία σε ό,τι δεν τον αφορά. Στα δρομάκια που διατηρούν το κλασικό κυκλαδίτικο αίσθημα, με τις ασβεστωμένες μάντρες, τα μπλε παράθυρα και τις βοκαμβίλιες περνά παγωμένος ένας αέρας που δεν αστειεύεται. Έτσι καταλήγουμε ζεστά σε ένα τραπέζι δίπλα στο τζάκι, σε μια ταβέρνα στολισμένη από άκρη σ’ άκρη με τη λαογραφική κληρονομιά του τόπου. Από το παράθυρο κοιτώντας τον ορίζοντα, διακρίνονται σαν στοιχειωμένες κάποιες ψηλές ανεμογεννήτριες. Πρόκειται για το πρώτο αιολικό πάρκο στην Ευρώπη που εδώ και εικοσιπέντε χρόνια έπαψε να προσφέρει τις υπηρεσίες του, επιβάλλοντας μια διαρκή απορία στα μάτια του επισκέπτη. Πέρα από αυτή την εξαίρεση το νησί δίνει την αίσθηση της αρμονίας και της ευνομίας σε όλη του την υπόσταση. Τίποτα το υπερβολικό, τίποτα το παράταιρο. Τηρουμένων των αναλογιών, εικάζω πως οι Θερμιώτες του παρόντος δεν διαφέρουν ιδιαίτερα από εκείνους του της εποχής τού Αριστοτέλη, ο οποίος προς τιμήν τους έγραψε γύρω στο 338 π.Χ το «Κυθνίων Πολιτεία», έργο που δεν σώζεται στις μέρες μας. 


Πίσω στον Μέριχα ο κόσμος είναι πολύς. Τα μαγαζιά είναι ανοιχτά, οι άνθρωποι συναντιούνται και μια γλυκιά ευφορία σχηματίζεται στα πρόσωπά τους. Νέοι και πρεσβύτεροι μοιράζονται στα καφενεία ενώ τα παιδιά κυκλοφορούν σε γεμάτες παρέες. Η ατμόσφαιρα είναι γιορτινή και εκείνο που μας διαπερνά είναι η αίσθηση ότι όλοι μοιράζονται τα ίδια αισθήματα. Μια μεγάλη οικογένεια χιλίων τριακοσίων ανθρώπων στο σύνολό τους όλοι οι κάτοικοι της Κύθνου. Ο μόλος στα δεξιά, σημείο φευγιού και ερχομού δεν μας αφορά απόψε. Οι ετοιμασίες για το πανηγύρι των Αγίων Ακίνδυνων βαίνουν προς το τέλος και η γιορτή προς το ξεκίνημα. Το γλέντι κρατάει σχεδόν δύο μερόνυχτα με μια μικρή παύση για πρωινή λειτουργία. Ανεβαίνοντας με της σειρά μας στο εκκλησάκι που είναι χτισμένο πάνω στο κύμα έχουμε συνεχώς την εντύπωση πως επιπλέουμε κι εμείς.  

Στο κελαρικό της εκκλησίας τα φαγητά είναι έτοιμα και το κρασί ετοιμοπόλεμο. Ο κόσμος φαίνεται πολύς στα απαίδευτά μας μάτια, όμως κάποτε μαζεύονταν ακόμα περισσότεροι. Τις περισσότερες φορές οι συνθήκες είναι δύσκολες, καθώς τα λιγοστά δρομολόγια από Πειραιά και Λαύριο δεν επιτρέπουν στους Θερμιώτες της Αθήνας να κατέβουν στο νησί. Πέρα από αυτό κάθε επισκέπτης είναι ευπρόσδεκτος σαν δικός τους άνθρωπος. Τα ενοικιαζόμενα δωμάτια εξάλλου, δεν σταματούν να φιλοξενούν κόσμο ακόμα και το χειμώνα. Την ώρα του πανηγυριού δυο λαουτιέρηδες κι ένας βιολιστής ανεβάζουν τις καρέκλες τους πάνω στο τραπέζι και κουρδίζουν βιαστικά. Οι παραγγελιές πάνε κι έρχονται, από συρτό σε μπάλο και από τραγούδι της τάβλας σε ζεϊμπέκικο. Οι άνθρωποι εδώ γλεντάνε τον χειμώνα με τον τρόπο που έμαθαν από τους παππούδες τους, αλλά και με τη θέρμη μιας νιότης που δεν στερεύει ποτέ. 

Η Κύθνος, πέρα από την φυσική της ομορφιά είναι οι άνθρωποί της. Είναι ένας προορισμός που χειμωνιάζει αρμονικά, προσκαλώντας όλους όσους αναζητούν τις κατάλληλες συνθήκες να τα βρουν με τον εαυτό τους μέσα από γαλήνιες διαδρομές στις πιο ακριβές τους σκέψεις. 

*Info: Το κείμενο αυτό προήλθε από ένα οδοιπορικό στην Κύθνο, το Νοέμβριο του 2009, για λογαριασμό του περιοδικού Γεωτρόπιο της Ελευθεροτυπίας. Δημοσιεύτηκε το Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009 ελαφρώς παραποιημένο και επουσιωδώς ψαλιδισμένο, έτσι ώστε να ικανοποιήσει τους περιορισμούς του συγκεκριμένου εντύπου. Εδώ βρίσκεται στην αρχική του μορφή. Οι φωτογραφίες είναι εμπλουτισμένες από όσες δεν χώρεσαν. Ιδιαίτερες ευχαριστίες στους Φίλη, Μαργαρώ, Γιάννη, Φρόσω, καθώς και σε όσους δεν είναι πια κοντά μας. 

15 Μαΐου 2010

Μάνος Ξυδούς- Εσύ εκεί...


Χωρίς φωνή ακροβατείς πάνω στην τρέλα της ζωής 

δεν ξέρεις πότε και ποιος θα' ρθει να κόψει το σχοινί...


Λίγοι είναι εκείνοι που έφτασαν τη ζωή τους σε ένα σημείο όπου, κοιτάζοντας πίσω, να νιώθουν ευτυχία και πληρότητα. Όχι μονάχα επειδή κατάφεραν να κάνουν κάποια πράγματα που τους εξασφάλισαν, πέρα από τα προς το ζην, μια σχετική φήμη, μια ακτινοβολία που θα διαρκέσει και μετά το φευγιό τους από τα επίγεια. Ούτε μόνο επειδή κατάφεραν να δώσουν στα παιδιά τους τη δυνατότητα να καμαρώνουν μέσα τους γι’ αυτούς. Ούτε ακόμα- ακόμα γιατί έδωσαν την ευκαιρία σε ανθρώπους να κάνουν πράξη το όνειρό τους, να σταθούν στα πόδια τους λέγοντάς τους με ευθεία ματιά τι στ’ αλήθεια αξίζουν, να αισθανθούν πως υπάρχει χώρος και χρόνος γι’ αυτούς. Δεν είναι μόνο αυτά που κάνουν τον απολογισμό ενός ανθρώπου να αξίζει όσο ο απολογισμός άλλων εκατό ανθρώπων μαζί. Δεν ξέρω στ’ αλήθεια αν ο Μάνος Ξυδούς πρόλαβε ή θέλησε κάποια στιγμή στη ζωή του να κοιτάξει πίσω και να ζυγίσει τα πεπραγμένα. Για να πω την αλήθεια, αμφιβάλλω αν είχε για εκείνον κάποια σημασία μια διαδικασία που ενέχει τον κίνδυνο να σε κάνει να κόψεις ταχύτητα και να καθησυχαστείς στο ελάχιστο. Γιατί ο Μάνος Ξυδούς δεν ήξερε να χαμηλώνει ταχύτητα ούτε για λίγο· ακούραστος εργάτης σε κάθε τι με το οποίο καταπιανόταν, δεν είχε στο αίμα του την ανάγκη να αισθάνεται αρκετός απέναντι στα πιστεύω του. Ωστόσο αν κάποτε η φυσική ανησυχία του ανθρώπινου νου, του χτυπούσε την πόρτα ρωτώντας τον «τι κατάφερε στη ζωή του», σίγουρα θα είχε κάθε λόγο να αισθάνεται ευτυχισμένος. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. 

Ο Μάνος (Μανούσος) Ξυδούς γεννήθηκε στις 15 Μαΐου του 1953 στους Άγιους Αναργύρους, στα δυτικά προάστια των Αθηνών, από πατέρα Μήλειο και μητέρα Κρητικιά. Έδωσε εξετάσεις και πέρασε στην Ανώτατη Σχολή Οικονομικών επιστημών, ενώ αργότερα έκανε σπουδές πάνω στο Marketing. Παράλληλα δούλεψε ως dj στις Καρυάτιδες της Πλάκας, δείχνοντας από νωρίς την αγάπη του για τη μουσική αλλά και αποκτώντας την ικανότητα να «διαβάζει» το κοινό που είχε μπροστά του, δημιουργώντας το κατάλληλο soundtrack για την κάθε βραδιά. Επρόκειτο ουσιαστικά για μια κατάσταση δημιουργικής αναζήτησης που τον καλούσε να αναπτύξει την γκάμα των μουσικών του γνώσεων, με βασικό παρονομαστή ένα ζωντανό κοινό. Το 1974 βρέθηκε να εργάζεται ως κλητήρας στις εγκαταστάσεις της τότε δισκογραφικής εταιρίας EMI- Columbia στη Ριζούπολη, παίρνοντας ακόμα κι έτσι τις πρώτες γεύσεις από έναν χώρο από τον οποίο έμελε να μάθει πολλά και να δώσει όλο του τον εαυτό. Έμοιαζε να μην τον νοιάζουν θέσεις και βιτρίνες, παρά μόνο η επαφή του με τον κόσμο της μουσικής. Το 1976 τον βρίσκει στην πατρίδα της μητέρας του, την Κρήτη, και στο ρόλο του «πωλητή» για λογαριασμό πάντα της ίδιας εταιρίας. Εκεί αποκτά την ίσως χρησιμότερη δεξιότητα που έκρινε την πορεία του στο χώρο της δισκογραφίας από την μεριά της παραγωγής: να καταλαβαίνει με ποια κριτήρια, υπό ποιες συνθήκες και εν τέλει σε ποιες περιπτώσεις ο κόσμος αγοράζει δίσκους. Κάποια στιγμή γνωρίζεται με τον Θοδωρή Σαραντή, παραγωγό της εταιρίας, ο οποίος τον παίρνει κοντά του ως έναν από τους τρείς βοηθούς που δρουν υπό τις οδηγίες του. Η μαθητεία δίπλα σε έναν πληρέστατο παραγωγό της εποχής αποδείχθηκε όχι μόνο χρήσιμη αλλά και κρίσιμη. Έτσι, στα τέλη του 1978 το όνομα του Μάνου Ξυδού τυπώνεται για πρώτη φορά στο εσώφυλλο δίσκου ως «Συντονιστής Παραγωγής», στο άλμπουμ- ορόσημο για το λεγόμενο ελληνικό ροκ (ή όπως σοφότερα το θέτουν πολλοί, ελληνικό ηλεκτρικό τραγούδι), το Φλου του Παύλου Σιδηρόπουλου και του συγκροτήματος Σπυριδούλα. Όπως λέει χαρακτηριστικά και ο ίδιος «Την ευθύνη του δίσκου την είχε ο Θοδωρής Σαραντής και μια μέρα λίγο πριν μπει η δουλειά στο στούντιο, ο Παύλος Σιδηρόπουλος που έτσι κι αλλιώς με συμπαθούσε, με ρώτησε αν φτιάχνω καλούς καφέδες. Αυτό ήταν. Έφτιαχνα τους καφέδες για τους μουσικούς κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης του δίσκου και ασχολήθηκα στην ουσία με το συντονισμό της παραγωγής. Φρόντιζα να είναι στην ώρα τους οι μουσικοί στο στούντιο, σημείωνα τις ώρες, τέτοια πράγματα…» (απόσπασμα από τη συνέντευξη του Μάνου Ξυδούς στο Δίφωνο τεύχος 79, Απρίλιος 2002). 

Η δεκαετία του ’80 βρίσκει τον Μάνο Ξυδού στα πρώτα του δημιουργικά βήματα. Σχηματίζει τους Dreamers and The Full Moon, ένα συγκρότημα που κατάφερε να κάνει αίσθηση στην Ελλάδα της εποχής τόσο για τα τραγούδια του με αγγλικό στίχο, όσο και για την ιδιαιτερότητα των μελών του να φορούν στα πρόσωπά τους … κουκούλες για να κρύψουν την πραγματική τους ταυτότητα. Η μουσική στο επίκεντρο και η δημοσιότητα σε μοίρα δεύτερη. Κάποια στιγμή βέβαια οι κουκουλοφόροι αποκαλύφθηκαν: Γιάννης Ευσταθίου, Γιάννης Πιπινέλης, Νίκος Πιπινέλης, Σωτήρης Τσούκαλης, Τόλης Σκαμαντζούρας και φυσικά ο Μάνος Ξυδούς. Κυκλοφούν το single «Sardina» και το ομώνυμο τραγούδι γνωρίζει τη μεγαλύτερη επιτυχία. Επίσης κυκλοφορούν τα singles «Anne Frank» και «Dreamin in the night». Ακούγοντας κανείς τα τραγούδια μπορεί εύκολα να διαπιστώσει ότι το προσωπικό ύφος του Μάνου είχε ήδη αρχίσει να σχηματίζεται τόσο ερμηνευτικά όσο και δημιουργικά· οι μελωδίες οδηγούν αμέσως τον ακροατή (κρίνοντας φυσικά εκ των υστέρων και με απόσταση ασφαλείας) στις μελωδίες των Πυξ Λαξ. 

Η αρχή της δεκαετίας του ’90 αποδεικνύεται καθοριστική. Οι Πυξ Λαξ είναι γεγονός με βασικά μέλη τον Φίλιππο Πλάτσικα και τον Μπάμπη Στόκα την ώρα που ο Μάνος Ξυδούς βρίσκεται στο πόστο του Παραγωγού και του Διευθυντή Marketing της ΕΜΙ. Αρχικά συνεργάζεται μαζί τους, όχι ως μέλος του συγκροτήματος, αλλά ως δημιουργός, γράφοντας τραγούδια σε ύφος ποπ με ελληνικό στίχο. Ο δίσκος Τι άλλο να πεις πιο απλά (φράση που δίνει το στίγμα της μπάντας μέχρι το τέλος: απλότητα όχι απλοϊκότητα), φέρει επίσης την υπογραφή του από τη θέση του παραγωγού, όπως και ο τρίτος κατά σειρά δίσκος ο οποίος τον φέρνει και επίσημα στην παρέα ως βασικό μέλος. Τα χνότα τους φαίνεται να ταιριάζουν από την πρώτη στιγμή και αυτό έμελε να κατοχυρωθεί στην πορεία, δημιουργώντας ένα κοινό το οποίο συνδυάζει εκ διαμέτρου αντίθετα μεταξύ τους ακούσματα: το ποπ, το λαϊκό, το ροκ καθώς και το φερόμενο ως έντεχνο με τις καταβολές που το σχημάτισε και το ανέδειξε στο παρελθόν, διαδέχονται το ένα το άλλο, συνδυάζονται απόλυτα και μας προσφέρουν μέχρι το τέλος μια πορεία 17 δισκογραφικών κυκλοφοριών και δεκάδων συνεργασιών (από τον Γιώργο Νταλάρα, τον Sting και τους Κορσικανούς I Muvrini μέχρι τον Δημήτρη Μητροπάνο, τον Βασίλη Καρρά και το Νίκο Νομικό), την οποία πολλά συγκροτήματα έχουν ζηλέψει. Πέρα από αυτό κατάφεραν να σχηματίσουν ένα καλλιτεχνικό πλέγμα, του οποίου κάθε κλωστή και βρόχι συνδέονται άμεσα ή έμμεσα μεταξύ τους, έχοντας ως βασικό άξονα την απλότητα και την πηγαία ανάγκη για ζωή και έκφραση. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι υπήρχε παρέα νέων ανθρώπων που όταν έπιαναν τις κιθάρες να μην έπαιζαν τραγούδια των Πυξ Λαξ και κατά συνέπεια δικά του. Ο Μάνος Ξυδούς, πρωταγωνιστής σε αυτό το σκηνικό, αφού διασχίσει ποπ κύματα (Με στέλνεις, Πούλα με), αφού περπατήσει με σταθερό βήμα σε λαϊκούς δρόμους (Άστη να λέει, το Ζεϊμπέκικο της Αθήνας, Χάθηκες αλήτισσα) εκτινάσσεται δυναμικά σε μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, παίρνοντας τον χαρακτηρισμό του «ροκά της παρέας»και δίνοντας την αίσθηση (τουλάχιστον σε όσους έχουν στοιχειώδη συναίσθηση της μουσικής πραγματικότητας), ότι τον συνδέει μια ευθεία γραμμή με την εποχή του γνήσιου Rock&Roll, όπως το γνωρίσαμε στην άνθησή του. 

Εκείνο που δεν σταμάτησε ποτέ να κάνει ο Μάνος Ξυδούς από το ξεκίνημά του στη δισκογραφία, είναι να δίνει βήμα σε νέους καλλιτέχνες που μέχρι τότε είχαν απορριφθεί από τις εταιρίες. Κλασικό παράδειγμα επιτυχημένης εκτίμησης και πίστης σε υλικό που αξίζει, είναι η περίπτωση του Χάρη και του Πάνου Κατσιμίχα. Οι δίδυμοι τραγουδοποιοί έχοντας ταλαιπωρηθεί πηγαίνοντας από εταιρία σε εταιρία και έχοντας ήδη εισπράξει αρνητικές απαντήσεις και πόρτες κλειστές, ακούν από τον Μάνο Ξυδού τη φράση «αν ήταν στο χέρι μου, ο δίσκος θα έβγαινε αύριο το πρωί». Τελικά το 1985 με τη μεσολάβηση του ιδίου τα θρυλικά «Ζεστά ποτά» γίνονται πραγματικότητα σε παραγωγή του Μανώλη Ρασούλη και ενορχηστρωτές το Νίκο Αντύπα και τον Γιάννη Σπάθα. Με την ιδιότητά και το ένστικτό του ως παραγωγός, ανοίγει πόρτες, υπογράφει παραγωγές, δίνει τραγούδια και συμμετέχει ακομπλεξάριστα σε δίσκους νέων κατά καιρούς καλλιτεχνών που ήρθαν κι έμειναν, όπως ο Μιλτιάδης Πασχαλίδης, οι Όναρ, ο Γιάννης Χαρούλης, οι Βωξ του Δημήτρη Καρρά και του Μάνου Λιδάκη κ.α Άξιες αναφοράς ήταν και οι συνεργασίες του, το 2002 με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου στον δίσκο «Προσέχω δυστυχώς», στον οποίο υπέγραψε την πλειοψηφία των τραγουδιών και συμμετείχε ερμηνευτικά και η συμμετοχή δημιουργικά στην επιστροφή του Γιάννη Κούτρα με τίτλο «Χωρίς βαλίτσα και παλτό». Ιδιαίτερος σταθμός στη δισκογραφία του, αποτελεί ο από κοινού δίσκος με τον  Πάνο Κατσιμίχα «Μέχρι να πάρεις παγωτό σε βρίσκει ο χειμώνας», ο οποίος μετά από κάποια χρόνια συμπόρευσης στις ζωντανές εμφανίσεις, σφράγισε μια φιλία δεκαετιών. 

Το 2004 φέρνει το τέλος των Πυξ Λαξ και την αρχή μιας πορείας μοναχικής η οποία καθόλου δεν εμποδίζει το Μάνο Ξυδού να συνεχίσει την καλή δουλειά. Σταθερός απέναντι στην αισθητική του η οποία σαφώς εξελίχθηκε από την αρχή της πορείας του μέσα στο χρόνο (υιοθετώντας ωστόσο μια κάποια εσωτερικότητα που δεν είχε πριν), αμετακίνητος στις αξίες που τον έφεραν ως εδώ, γράφει συνεχώς, ηχογραφεί και εκτονώνεται ροκάροντας πάνω στη σκηνή σαν να μην πέρασε μια μέρα. Η ειλικρίνεια στη γραφή και την στάση, το καλλιτεχνικό έρμα που δεν είχε αποκλίσεις και ο λαϊκός πυρήνας της γραφής του τον έφερναν αντιμέτωπο με την ουσία του ανθρώπου και των αδυναμιών του. Μέχρι σήμερα κατάφερε να κυκλοφορήσει πέντε δίσκους παρόμοιας αισθητικής: Κανάστα (2005), Περιμένοντας το νέκταρ (2006, μαζί με το συγκρότημα Άρωμα γυναίκας), Βράδιασε, τα ξαναλέμε (2007), Μέχρι να πάρεις παγωτό, σε βρίσκει ο χειμώνας (2007, μαζί με τον Πάνο Κατσιμίχα), Τ' αστέρια θα 'ναι πάντα μακριά (2008). Στις 12 και 20 Μαρτίου του 2010 συμμετείχε στις δύο μεγάλες συναυλίες του Χάρη και του Πάνου Κατσιμίχα σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα αντίστοιχα, αποδεικνύοντας ακόμα μια φορά με την ερμηνεία του, πως τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει- ούτε καν ο χρόνος που μας φθείρει- τα πηγαία, τα αυθεντικά αισθήματα να εκφραστούν, όταν εκείνα μοιάζουν με ηφαίστειο που βράζει. 

Ο Μάνος Ξυδούς ευτύχησε στο πέρασμά του από αυτό τον κόσμο να πετύχει όσα άλλοι με ίδια φόντα κι ευκαιρίες δεν θα καταφέρουν ποτέ. Υπήρξε σεμνός και ειλικρινής σε κάθε του κίνηση, είτε αυτό γινόταν δημόσια, είτε μακριά από το ρίσκο της δημοσιότητας. Μία από τις πιο ευγενείς φυσιογνωμίες του ελληνικού πενταγράμμου άφησε αυτό τον κόσμο για το ύστατο ταξίδι στο βράδυ της Τρίτης 13 Απριλίου, ύστερα από πρόβα για ζωντανή εμφάνιση σε τηλεοπτική εκπομπή, έχοντας βάλει το δικό του λιθαράκι στην αναζήτηση της ουσίας και της ευτυχίας μέσα από το μονοπάτι της απλότητας. Αν επιχειρούσε λοιπόν μια ματιά προς τα πίσω, σε αυτά που δεν πρόκειται να ξαναρθούν με την ίδια μορφή, θα έβλεπε να καρπίζει συνεχώς ό,τι προσπάθησε να σπείρει από τη θέση που του δινόταν κάθε φορά, κοιτώντας στα μάτια την πραγματικότητα και την ανάγκη της εποχής, χωρίς μεγάλα λόγια και εντυπωσιασμούς. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε πριν λίγα χρόνια σε ραδιοφωνική συνέντευξη «η αγάπη πάνω απ’ όλα είναι θυσία κι επειδή η θυσία είναι πολύ σκληρή, ας προσπαθήσουμε δύο άλλα πράγματα: τον σεβασμό και την ειλικρίνεια…». 


*Πρώτη δημοσίευση Δίφωνο,
Μάιος 2010.

11 Μαΐου 2010

Συνέντευξη με τον Κώστα Χρονόπουλο






Μας συστήθηκε το 2005 με τον δίσκο «Σαν μια φωτογραφία». Το ντεμπούτο του συνοδεύτηκε δυναμικά από τη συνεργασία του με τον Μπάμπη Στόκα και τον Δημήτρη Καρρά ενώ τον Ιούλιο του 2007 κυκλοφορεί ο δεύτερος δίσκος με τίτλο «Δεν έχω ιδέα». Εδώ τη σφραγίδα τους αφήνουν οι καλοί του φίλοι Βωξ, η Marianne Rarity των In Vox καθώς και ο Νίκος Ζούδιαρης. Ο νέος του δίσκος κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες με το περίεργο όνομα «Καληνύχτα Barney» και μετρά ήδη μια ραδιοφωνική επιτυχία και πολλές αφορμές για να τον συναντήσουμε και να συζητήσουμε μαζί του.

Τρεις δίσκοι σε τρεις διαφορετικές εταιρίες πρώτης γραμμής. Δεν είναι λίγο παράξενο για έναν νέο τραγουδοποιό;

Με τις δύο προηγούμενες εταιρίες δεν τα βρήκαμε, δεν ήμουν ευχαριστημένος με τον τρόπο που αντιμετώπισαν τον δίσκο. Έτσι αναγκάστηκα να ζητήσω απαλλακτικό, το πήρα και στράφηκα αλλού. 

Κάπου διάβασα ότι δεν θεωρείς το ωδείο χρήσιμο για κάποιον που θέλει να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική. Εκεί όμως δεν θα πάρεις τον κατάλληλο οπλισμό για τον πόλεμο, ανεξάρτητα αν εσύ είσαι καλός στρατιώτης ή όχι;

Είμαι κατά του ωδείου στα πρώτα στάδια ενός καλλιτέχνη. Αν κάποιος θέλει να μάθει πέντε πράγματα παραπάνω για να βελτιώσει τη δουλειά του, σίγουρα θα του κάνει καλό. Είναι όμως πολύ σημαντικό να βρίσκεις μόνος σου τις νότες, γιατί αποκτάς εξ αρχής ένα δικό σου ύφος στο παίξιμο. Όταν έχεις συνεχώς πάνω από το κεφάλι σου κάποιον να σου δείχνει, αυτόματα γίνεσαι κάτι παρόμοιο με εκείνον, δεν αποκτάς ξεχωριστή προσωπικότητα. Εγώ, προσωπικά, δεν έχω φοιτήσει σε κανένα ωδείο. 

Επίσης απ’ ότι ξέρω δεν γράφεις για πράγματα που δεν έχεις ο ίδιος βιώσει. 

Όντως, η μουσική δεν είναι παραγγελία. 

Αυτό δεν φέρει έναν εγωκεντρισμό; 

Καθόλου! Αυτό που νιώθω για να γράψω ένα τραγούδι, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, μπορεί να το νιώθουν ταυτόχρονα εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο. Δεν είναι κάτι που νιώθω αποκλειστικά εγώ λοιπόν, αφορά κόσμο. Δεν έχει τύχει ωστόσο να ακούσω μια ιστορία, να πάρω το θέμα από εκεί και να το κάνω τραγούδι. Για να πω και την αλήθεια έχω μια δυσκολία στο να γράψω κάτι που δεν είναι δικό μου, παρόλο που στα χέρια μου έχουν έρθει εκπληκτικές μουσικές από φίλους. 

Τελικά μέσα σου τι βαραίνει περισσότερο. Η μουσική η ο στίχος;

Είναι λίγο παρεξηγημένο το θέμα. Δεν υπάρχει μόνο ο λόγος και η σύνθεση αλλά και η ενορχήστρωση, η οποία καλύπτει το ένα τρίτο της δημιουργίας. Μπορείς να έχεις ένα καταπληκτικό τραγούδι, να το ενορχηστρώσει κάποιος και να βγει  μια αηδία. Φυσικά ισχύει και το αντίθετο. Στο «Καληνύχτα Barney» προσπάθησα, περισσότερο, να πετάξω κάθε τι μη αναγκαίο και να τονίσω τα βασικά στοιχεία.

Ο νέος σου δίσκος έχει τίτλο «Καληνύχτα Barney», παρμένο από το τελευταίο τραγούδι που συναντάμε μέσα. Δεν είναι και ο πιο αναμενόμενος. Αλήθεια, σε τι υπερτέρησε των άλλων τίτλων;

Είχα μια συζήτηση με τον φίλο μου τον Θωμά Βασιλάκο σχετικά με αυτό. 
«Barney» ονομαζόταν μια σειρά κινουμένων σχεδίων του 1939, όπου ένας αρκούδος πάντα προσπαθούσε να βοηθήσει δύσκολες καταστάσεις αλλά ώντας ατζαμής τα έκανε θάλασσα. Αν ακούσεις το κομμάτι θα συναντήσεις την προσπάθεια την ανθρώπων να κάνουν κάτι καλό, που στο τέλος καταλήγουν στο ακριβώς αντίθετο. Το έχω κάνει κι εγώ ο ίδιος πολλές φορές. Σε όλους έχει τύχει να ξεκινήσουμε να φτιάξουμε κάτι, με καλές προθέσεις, αλλά στο τέλος ανακατεύουμε τα πράγματα περισσότερο. 

Βρίσκω το τραγούδι κάπως αμφίθυμο. Από τη μια «ίδιοι άνθρωποι μιλούν, ίδια άνθρωποι κυβερνούν κι εσύ μόνο κοιτάς το μυαλό σου ξεγελάς» και από την άλλη «η κάθε μου στιγμή ακροβατεί σε ένα σχοινί». 

Είναι ειρωνικό, ωστόσο εκφράζει μια πραγματικότητα. Στον τόπο μας τόσα χρόνια, τίποτα δεν λέει να αλλάξει. Αυτό συμβαίνει σε όλα τα επίπεδα, νομίζω δεν προχωράμε. 

Τι φταίει;

Όλοι μας κάνουμε κάποιες επιλογές. Δεν είναι τυχαίο που τόσα χρόνια μας κυβερνούν οι ίδιοι άνθρωποι, κάποιοι από εμάς τους ψηφίζουν. Δεν είναι τυχαίο που τόσα χρόνια η πόλη μας είναι μέσα στα σκουπίδια και ένα σωρό άλλα παραδείγματα. Παράλληλα δεν βλέπω να υπάρχει διάθεση να αλλάξει αυτό το πράγμα. Αν μπορεί να γίνει κάτι, σίγουρα θα ξεκινήσει ξεχωριστά από τον καθένα. 

Ο δίσκος ανοίγει με ένα τραγούδι τοποθέτηση: την Τέχνη. «Είπα να κάνω ανταρσία σε ένα παγκάκι για να’ χει αξία. Τι υποκρισία» και «Η τέχνη είναι μια λατέρνα που όλο γυρίζει· αν θέλεις πέρνα». 

Είναι πολύ δύσκολο να κάνεις μουσική στις μέρες μας. Όχι απαραίτητα να ζήσεις από αυτήν, σε εμένα τουλάχιστον δεν συμβαίνει. Η χρυσή δεκαετία του 90, όπου βγήκαν τραγουδοποιοί που έκαναν τέχνη και βιοπορίστηκαν μέσα από αυτή, έχει περάσει. Η λατέρνα που αναφέρω, είναι μια παρομοίωση που φέρνει τον ακροατή πιο κοντά στην ψυχαγωγία των παλιών ανθρώπων, στο πώς αντιλαμβάνονταν την τέχνη μέσα από την απλότητά της. 

Εντύπωση μου κάνουν και τα εικαστικά που συνοδεύουν τα τραγούδια, δια χειρός Κωστή Γεωργίου. 

Είναι υπέροχος εικαστικός ο Κωστής, συνεργαστήκαμε για πρώτη φορά στον προηγούμενο δίσκο, το «Δεν έχω ιδέα». Όταν πρωτοείδα έργα του εντυπωσιάστηκα, βρήκα το τηλέφωνό του και γνωριστήκαμε. Του έδωσα το υλικό του προηγούμενου δίσκου, του άρεσε κι έτσι ζωγράφισε ένα έργο για κάθε τραγούδι αφιλοκερδώς. Αν ανοίξεις το βιβλιαράκι θα δεις στη μία πλευρά τους στίχους και στην άλλη τον αντίστοιχο πίνακα. Στο νέο δίσκο δεν υπήρχε αρκετός χώρος για κάτι τέτοιο, έτσι αρκεστήκαμε στο να περιληφθούν τα έργα χωρίς άμεση αντιστοιχία. Όσο αυτός ο καλλιτέχνης ενδιαφέρεται, θα συνεχίσω να συνεργάζομαι μαζί του. 

Ας μιλήσουμε λίγο για τις συμμετοχές. Συναντιέσαι με το Μάνο Ξυδούς, το Απόστολο Ρίζο, την Ελένη Πέτα, τον Γρηγόρη Κλιούμη και τη Ζήνα Αρβανιτίδη. 

 Όταν μπαίνει ένα τραγούδι σε διαδικασία ενορχήστρωσης αρχίζει με ένα παράξενο και μαγικό τρόπο να σου μιλάει. Σου λέει που «πονάει», τι του χρειάζεται και σε που, για να γίνει καλύτερο. Ήταν τα ίδια τα τραγούδια που ζήτησαν αυτές τις φωνές κι εγώ το μόνο που έκανα ήταν να σηκώσω το τηλέφωνο και να τους κάνω την πρόταση. Υπήρξαν και απορρίψεις. Η αρχική μου πρόθεση σε αυτό τον δίσκο ήταν να τραγουδήσω μόνο ένα τραγούδι, τη Γέννηση. 

Βρίσκεσαι δημιουργικά και με τον Νίκο Μωραΐτη στο τραγούδι «Κανένας τους» το οποίο παίζεται πολύ στα ραδιόφωνα.

Το συγκεκριμένο τραγούδι έρχεται από τον πρώτο δίσκο. Στην αρχική του εκδοχή λεγόταν Σκιά. Αυτό που θέλω από εδώ και στο εξής είναι να ηχογραφήσω ξανά κάποια κομμάτια τα οποία θα αλλάζω σε διάφορα σημεία: είτε την ενορχήστρωση, είτε στον ερμηνευτή, είτε στους στίχους και να τα περιλάβω σε νέους δίσκους. Εδώ άλλαξε τελείως ο μουσικός δρόμος και μπήκαν οι συγκεκριμένοι στίχοι του Νίκου. 

Κλείνοντας, σχεδιάζεις κάτι αυτό τον καιρό;

Ήδη έχω ξεκινήσει να γράφω κάποια τραγούδια για τον επόμενο δίσκο ο οποίος θα διαφέρει πολύ, κυρίως ενορχηστρωτικά. Τουλάχιστον αυτός είναι ο στόχος μου. Από κει και πέρα αν το τραγούδι ζητήσει κάποια φωνή, θα την επιδιώξω. Σχετικά με τις ζωντανές εμφανίσεις δεν έχω προγραμματίσει κάτι.


*Περιοδικό Δίφωνο, 
Μάρτιος 2010.

Camly - A Responsive Blogger Theme, Lets Take your blog to the next level.

This is an example of a Optin Form, you could edit this to put information about yourself.


This is an example of a Optin Form, you could edit this to put information about yourself or your site so readers know where you are coming from. Find out more...


Following are the some of the Advantages of Opt-in Form :-

  • Easy to Setup and use.
  • It Can Generate more email subscribers.
  • It’s beautiful on every screen size (try resizing your browser!)
Subscribe Via Email

Subscribe to our newsletter to get the latest updates to your inbox. ;-)

Your email address is safe with us!