Translate
11 Ιανουαρίου 2010
Συνέντευξη με τη Μελίνα Τανάγρη
5 Ιανουαρίου 2010
Rimeimprovvisate
Δεκέμβριος 2009.
1 Δεκεμβρίου 2009
Salvador
Ηλικία: 31.
Φύλο: Άντρας.
Ζώδιο: Ζυγός.
Ζωδιακό Έτος: Άλογο.
Κλάδος: Τουρισμός.
Απασχόληση: paramithatziz...
Έτσι ξεκινά κανείς να κρέμεται από τα γραμμένα του Salvador, συνοπτικά κι αινιγματικά. Επικαλούμενος όλους εκείνους που ξοδεύουν τη μισή ζωή τους φιλτράροντας τα ωροσκόπια, αναρωτιέμαι πώς μπορεί ένας Ζυγός στο έτος του αλόγου (κινέζικη αστρολογία) να αποτυπώνεται κατ' αυτό τον τρόπο στα ίδια του τα κείμενα. Έπειτα κοιτώ τη ζυγαριά και μπλέκομαι ακόμα περισσότερο, είναι το μοναδικό ζώδιο που δεν συμβολίζεται με έμψυχο ων, παρά με ένα αντικείμενο απαράμιλλης αντικειμενικότητας.
περιοδικό πολιτισμού Ως3,
Νοέμβριος 2009.
18 Νοεμβρίου 2009
Άσματα και μιάσματα
Με το πρώτο κλικ, μπορείς να διαβάσεις μια καλή και τίμια δισκοκριτική, στην οποία σπανίως θα εντοπίσεις κενά στην επιχειρηματολογία, παρά την υποκειμενική φύση του εγχειρήματος. Με το δεύτερο κλικ, εντυπώσεις από συναυλίες, παραστάσεις και πολιτιστικά γεγονότα, μέσω της έμπειρης και λεπτομερούς ματιάς, ενός αρθρογράφου που συμμετέχει ενεργά στο πληρέστερο ελληνικό μουσικό περιοδικό που υπήρξε ποτέ. Στη συνέχεια, μετά από μια σειρά φιλοπερίεργα κλικ, θα ανακαλύψεις πληθώρα μοναδικών στιγμιότυπων, τραβηγμένων από τις συναντήσεις και τις συζητήσεις του με περισσότερο ή λιγότερο γνωστούς καλλιτέχνες (ερμηνευτές, συνθέτες, σολίστες, λογοτέχνες) σε χώρους συναυλιών, στα στούντιο ραδιοφωνικών σταθμών, ακόμα και στο σπίτι τους. Παράλληλα, φωτογραφίες από ταξίδια και οδοιπορικά, λεζάντες σαν παρμένες από ημερολόγιο, το κέντρο της Αθήνας, όπως το ξέρουμε και όπως δεν το έχουμε ξαναδεί. Μουσική, θέατρο, σινεμά, ραδιόφωνο, λογοτεχνία, εικαστικές αναφορές και παραπομπές, σκέψεις επί προσωπικού, θέση στα πολιτιστικά (και όχι μόνο) δρώμενα. «Σήμερα, έχω όρεξη να μιλήσουμε για το πώς πρέπει να είναι η τέχνη. Για την τέχνη της πραγματικής τραγουδοποιίας και όταν αυτή γίνεται για να εκφράσει πρωτίστως όλες τις εκφάνσεις των εγκεφαλικών διεργασιών του, ο ίδιος ο δημιουργός. Μετά, έρχονται όλα τα άλλα...το κατά πόσο άρεσε το έργο, κατά πόσο έγινε αντιληπτό, κατανοητό κλπ. Λες κι ένα οποιοδήποτε έργο τέχνης, γίνεται για να αρέσει απλά στους άλλους, βάσει συνταγών, μεθοδεύσεων και μοδάτων ρευμάτων. Λες κι ο καλλιτέχνης, ο οποίος καταθέτει ολόκληρα κομμάτια της ύπαρξης του, δεν υπάρχει.»
περιοδικό πολιτισμού Ως3,
Σεπτέμβριος 2008.
22 Οκτωβρίου 2009
Χνούδι
Το Χνούδι μετρά ήδη τρία χρόνια κι επτά μήνες πτήσης. Το ξεκίνημα έγινε μία Τετάρτη του 2005 κάπως έτσι: «Θα γεννηθώ λίγο πριν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Στο δημοτικό θα χαράζω θρανία με μπλε στυλό και κόκκινες σκέψεις ενός ευτυχισμένου παιδιού…». Το blog της κεντημένο πάνω σε μαύρο φόντο αποτελεί ίσως το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα δημοφιλούς blog, με πάμπολλους αναγνώστες να ταυτίζονται πότε με τη νεράιδα στην επικεφαλίδα και πότε με το κύμα που ακούγεται απ’ το βάθος. Πηγή αυτού δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο παρά η αλήθεια που κουβαλά ανελλιπώς αυτή η ιστολόγος, ό,τι κι αν συμβεί κάθε που βουτά ο ήλιος στα σκεπάσματά και κάθε που ξυπνάει το πρωί. Άλλοτε η έκφρασή της θυμίζει την ωμότητα και τη σκληράδα με την οποία μια έφηβη θα σκάλιζε τον κόσμο στο υγρό τσιμέντο ενός πεζοδρομίου «Η όραση φθίνει στα ποτάδικα των Εξαρχείων. Σαββατόβραδο που μου στενεύει τα πόδια. Σβήνω κάφτρες στο φόρεμα της Μάρλεν Ντήτριχ και φοβάμαι…». Άλλοτε θυμίζει την τρυφερότητα που βγάζει ένα κοριτσάκι μουρμουρώντας τη δική του αλήθεια, κοιτώντας σε μελαγχολικά στα μάτια και τυλίγοντας τα χεράκια του γύρω απ’το λαιμό σου. «Άνοιξε μου την πόρτα αν θες. Ξέχασα τα κλειδιά μου. Σ' αγαπώ μαμά. Θες το ένα; Χτες μου χαρίσανε δύο μωβ γάντια...». Γιατί το Χνούδι, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα κορίτσι που βούτηξε απότομα στα παγωμένα νερά της καθημερινότητας, κολύμπησε, ξύλιασε και πλέον αναζητά παραλία να αράξει και καθαρό ουρανό να ονειρευτεί.
Με τα κείμενά της οι περισσότεροι ξεθάψαμε κρυφές πτυχές του εαυτού μας. Πολλές φορές νιώθω το Χνούδι σαν καθρέφτη που ανακάλυψα μετά από χρόνια στην αποθήκη. Να με κοιτάω μέσα του και να μην πιστεύω. «Οι μονομάχοι κατεβαίνουν στην αρένα σε ζευγάρια, σκοτώνονται όμως μόνοι τους». Ποτέ μεγάλα, χωρίς συντακτικούς καθωσπρεπισμούς, όλα όμως τα κείμενα μοιάζουν με κομμάτια της ζωής ξεκολλημένα, καθαρισμένα κι εκτεθειμένα σε βιτρίνα δίχως τζάμι. Όποιος θέλει απλώνει το χέρι και παίρνει. «Η χειρότερη ώρα ενδέχεται να είναι εκείνη που συνειδητοποιείς ότι οι άνθρωποι που φυλάς μέσα σου, δε διαφέρουν σε τίποτα από αυτούς που σε περιβάλλουν».
Τις περισσότερες φορές παρούσα δηλώνει η μουσική. Είτε με τη μορφή link κάτω από τα κείμενα, είτε με όχημα κάποιο βίντεο, οι μελωδίες λειτουργούν συμπληρώνοντας κομμάτια από το παζλ των νοημάτων. Εξάλλου, μεγαλωμένη ανάλογα, η ιστολόγος αποκρίνεται πως κάτω από το δέρμα της στάζει μουσική. Υπάρχουν όμως «…κάτι μουσικές που δεν σηκώνουν λόγια και θυμίζουν εκείνο το “σώπα τώρα” που μας έλεγε η μάνα μας κάθε φορά που μας έπαιρνε το παράπονο».
Δεν χρειάζεται τους επαίνους μας. Δεν χρειάζεται καν τα σχόλιά μας. Χρειάζεται μόνο την αλήθεια μας, όπως εμείς (όσοι) χρειαζόμαστε την δική της. Με το ταλέντο της να προκαλεί από γαλήνιες στιγμές μέχρι έντονες ψυχικές διακυμάνσεις, το Χνούδι, αποτελεί μία από τις συμπαθέστερες μορφές της μπλογκόσφαιρας. Με μοναδικό στοιχείο τη φωτογραφία στο προφίλ της και τα γραπτά της παραμάσχαλα, μπορεί κανείς να την φανταστεί σαν μια νεράιδα με χρυσοκέντητα μαλλιά, σαν πικραμένο συγγραφέα, σαν μαυροντυμένη φοιτήτρια με ένα βιβλίο στο χέρι, σαν την γυναίκα της διπλανής πόρτας που ξενυχτάει στο μπαλκόνι καπνίζοντας ακατάπαυστα.
περιοδικό πολιτισμού Ως3,
Μάρτιος 2008.
9 Οκτωβρίου 2009
Νέες απολύσεις στα ΜΜΕ (έκτακτη τοποθέτηση)...
27 Σεπτεμβρίου 2009
Άνεργοι δημοσιογράφοι
περιοδικό πολιτισμού Ως3,
Σεπτέμβριος 2009.
8 Σεπτεμβρίου 2009
Βιβλία και ξερό ψωμί

Με την είσοδο του καλοκαιριού αυξάνεται, ραγδαία θαρρώ, το αίσθημα της ενοχής, όσων από εμάς δυσκολευόμαστε να βρούμε λίγο χρόνο στην κάθε ημέρα μας για την ανάγνωση ενός βιβλίου. Το κοινό χαρακτηριστικό των τεμπέληδων της λογοτεχνίας είναι η διασκέδαση και όχι η ψυχαγωγία. Όσοι ξέρουν να ψυχαγωγούνται δεν απέχουν για πολύ από τη μυρωδιά του βιβλίου. Όσοι απλά διασκεδάζουν, προσπαθούν απλώς να ξεχάσουν. Έτσι, με την είσοδο και την εδραίωση του καλοκαιριού στην καθημερινότητα, συναντάμε όλο και περισσότερο κόσμο να έχει ανοιχτό ένα βιβλίο στο τραίνο, στα πάρκα, στις παραλίες. Κι επειδή κατά την κινέζικη παροιμία, «σε έναν πεινασμένο καλύτερα να του μάθεις να ψαρεύει παρά να τον κεράσεις ένα ψάρι», εμείς για το καλοκαίρι προτείνουμε ένα blog για βιβλιοφάγους.
Η Άννα Βαρνά είναι δασκάλα Αγγλικών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και ζει μόνιμα στη Λάρισα. Όπως μας λέει και η ίδια, σε αυτό το blog γράφει καταρχήν για τα βιβλία που διαβάζει και τη ζωή της παρέα με αυτά. Βιβλία από την παγκόσμια και την ελληνική λογοτεχνία, την ποίηση, τον περιοδικό τύπο αλλά και πολλά δρώμενα που αφορούν στο βιβλίο, όπως το ευρύτατα διαδεδομένο bookcrossing. Κάθε βιβλίο κρίνεται από το βλέμμα μιας επαγγελματία αναγνώστριας και σερβίρονται στο κοινό φιλτραρισμένα και έτοιμα προς αφομοίωση. Σχετικά με το βιβλίο The naming of dead του Ian Rankin για παράδειγμα, γράφει «Πώς μπορείς και διαβάζεις ένα αστυνομικό βιβλίο τη στιγμή που τόσα απίστευτα γίνονται στην αστυνομία στη χώρα σου; Νομίζεις άραγε ότι οι αστυνομικοί είναι καλύτεροι σε άλλες χώρες; Πιο εξευγενισμένοι, λιγότερο ρατσιστές; [.] Άλλωστε η αστυνομία είναι παντού ίδια (same shit) και μερικές φορές οι λέξεις που χρησιμοποιούνται είναι αποκαλυπτικές: Law Enforcement Force - Σώμα Επιβολής του Νόμου. Αλλά έλα που δεν επιβάλλουν το νόμο αλλά κάτι άλλο δικό τους, το νόμο της ζούγκλας ίσως;[.] Το βιβλίο μιλάει για περίπου 250.000 ανθρώπους που πάνε σε πορείες κατασκηνώνουν και διαμαρτύρονται χωρίς να ανοίξει ρουθούνι αλλά η τηλεόραση δείχνει ως συνήθως τα επεισόδια που προκαλούν καμιά εικοσαριά εγκάθετοι».
Στην ουσία όμως δεν πρόκειται για στυγνή βιβλιοκριτική με τη μορφή που την έχουμε συνηθίσει στα διάφορα έντυπα, όπου ο χώρος είναι πολύτιμος και οι ποσότητες των βιβλίων που προορίζονται για κριτική τεράστιες. Μέσα από τα κείμενά της αναπτύσσει σταυροειδείς αναφορές στις πλοκές των βιβλίων που διαβάζει, τους χαρακτήρες και τις τοποθεσίες, αλλά και παραλληλισμούς με τη δική της καθημερινότητα, τους ανθρώπους, τα απλά γεγονότα της ζωής της που λίγο απέχουν από τα δικά μας. Ένας αδιάκοπο πλέγμα λογοτεχνίας και ζωής. «Καταλαβαίνω ότι ένα βιβλίο έχει μπει πραγματικά μέσα μου όταν εκεί που καθαρίζω ψάρια, στο νεροχύτη μου στη Λάρισα, στο δεύτερο όροφο της πολυκατοικίας, σκέφτομαι ότι σίγουρα αυτή είναι μια πανάρχαια συνήθεια των ανθρώπων, ότι κάπως έτσι θα καθάριζαν τα ψάρια και οι γυναίκες των νησιών της Γαιοθάλασσας. [.] Η Ούρσουλα Λε Γκεν έχει αυτό το χάρισμα λοιπόν, με το γράψιμο της να μπαίνει στη σκέψη σου και να καρφώνεται εκεί. Να δημιουργεί ένα καινούριο κόσμο, που δεν είχες φανταστεί ποτέ. Ένα κόσμο με μάγους και σκιές, με υπεράνθρωπες δυνάμεις και σκοτεινές αδυναμίες».
Μέσα από τα κείμενά μαθαίνουμε ακόμα για πτυχές της ζωής της που συνδέονται έμμεσα ή άμεσα με τη λογοτεχνία. Έτσι, με λίγη προσοχή και συνεχή παρακολούθηση μπορεί κανείς να σκιαγραφήσει ένα αρκετά αντιπροσωπευτικό πορτρέτο της. Εξάλλου, η ίδια γράφει επώνυμα, αναλαμβάνοντας κάθε πιθανή ευθύνη για καλές και κακές κριτικές σε αντίθεση με την πλειοψηφία του χώρου η οποία καλύπτεται από την ανωνυμία των ψευδωνύμων «Τα ονόματα είναι μαγικά. Τα παιδιά το ξέρουν αυτό από την αρχή, γι' αυτό όταν τα ρωτάς 'πως σε λένε' δεν απαντάνε αμέσως, περιμένουν λίγο μέχρι να σε εμπιστευτούν και να μπορέσουν να σου πουν το όνομα τους. Στη μυθολογία της Ursula Le Guin τα ονόματα, τα αληθινά ονόματα των πραγμάτων είναι και η δύναμη τους. Δεν τα λες έτσι για ψύλλου πήδημα».
Χωρίς να πλατειάζει και να φλυαρεί, η Άννα δεν τσιγκουνεύεται τη γραφή, σε αντίθεση με άλλους bloggers, οι οποίοι αποφεύγουν συστηματικά τα «σεντόνια» (μεγάλα κείμενα). Είτε αυτό συμβαίνει από πλήξη είτε από αδυναμία στην ανάπτυξη, είτε από έλλειψη εκείνου του μικροβίου που σε κάνει να δωρίζεις όλο σου το «είναι» και το κουράγιο στη γραφή. Η Άννα Βρανά δείχνει να απολαμβάνει αυτή την προσφορά γνώσης και πείρας (αν μπορεί να εννοηθεί η έννοια πείρα στο χώρο της βιβλιοφιλίας) χωρίς φυσικά να περιμένει οποιουδήποτε είδους ανταπόδοση, παρά μόνο την ικανοποίηση πως η λογοτεχνία αποτελεί όλο και περισσότερο κομμάτι της καθημερινότητάς μας.
|
25 Ιουνίου 2009
Candy Blue

Δεν είναι ένα το χρώμα της πόλης. Δεν την μονοπωλεί ένα πρόσωπο, μία μυρωδιά ή ένας ήχος. Δεν είναι κάτι ενιαίο, δεν μαθαίνεται σε μια διαδρομή. Είναι συνισταμένη από χιλιάδες συνιστώσες. Η πόλη έχει εικόνες άλλων πόλεων, έχει συνδεδεμένα «πακέτα» από ζωές που ήρθαν και συνεχίζουν να έρχονται, απλώνοντας τις δικές τους αποχρώσεις καθιστώντας την καθημερινότητά μας ένα συνεχές αλισβερίσι. Η πόλη θυμίζει κολάζ. Έργο τέχνης από κείνα που σου παίρνει μήνες ή και χρόνια να τα γνωρίσεις κι άλλο τόσο πως τα έκανες δικό σου. Κι όμως την ώρα που βαστάς τα ινία της σιγουριάς, που έχεις κάνει τις μετρήσεις έχοντας κρίνει και συγκρίνει όλα τα μεγέθη, το μάτι σου ανακαλύπτει μια γωνιά που μέχρι τότε σχεδόν δεν υπήρχε. Ένα σημείο βαφτισμένο στη διακριτικότητα, εξίσου σημαντικό με εκείνα που κυριαρχούν από το σύνολο. Ένα σημείο που μπορεί να στρέψει τη γνώμη σου σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση.
Σαν άνθρωπος μιας πόλης που αναζητά καθημερινά τις πολλαπλές της ταυτότητες, η Candyblue μας παίρνει από το χέρι και μας τριγυρνά στα στενάκια εκείνης της καθημερινότητας που βιώνουν χιλιάδες ανάμεσά μας. Η φιλία, η μοναξιά, ο έρωτας, η μουσική αποτελούν τα πρωτογενή συστατικά αυτού του blog. Ακόμα και η φυγή έχει τη θέση της. Το αποτέλεσμα που εισπράττει ο αναγνώστης έχει φύση διττή. Από τη μία, η γραφή με χαρακτήρα ημερολογιακό. Ανατρέχεις στα γραμμένα του παρελθόντος με την αίσθηση πως κάποια φίλη σού εξιστορεί τα δικά της. Κείμενα τα οποία πέρα από τα άυλα των προσωπικών της στιγμών ανασαίνουν στον παλμό ενός αστικού περιβάλλοντος που χωράει σχεδόν τα πάντα, ωστόσο ακολουθεί την τέχνη ως τη γενετήσια δύναμη. «Το να είσαι νοήμων και λογικός άνθρωπος σε περιθωριοποιεί πια σε μειονότητα που αρχίζει και ενοχλεί την πλειονότητα. Η αλήθεια όμως υπάρχει μέσα στον καθένα. Δεν θα αργήσει να βγει. Σαν τα φτερά που σκίζουν το σώμα της πεταλούδας. Δεν θα αργήσει. Και αυτό δεν είναι ποίηση. Είναι η αλήθεια και α-λήθεια σημαίνει κάτι που δεν μπορεί να ξεχαστεί» Διακριτικά μια νοσταλγία περιφέρεται πότε- πότε χαιρετώντας σαν μοναχικός περιπατητής που πλήττει αφάνταστα στη σιωπή του «Και ο χειμώνας καθαρίζει τα τζάμια των γυαλιών του και ανάβει τσιγάρο φτιάχνοντας χοντρά γκρι σύννεφα. Ξεφυλλίζω παλιά ημερολόγια και μυρίζω παλιές φωτογραφίες. Ψαχουλεύω τα συρτάρια της εφηβείας μου και κρυφοκοιτάζω το παρελθόν που με πέταξε ως εδώ τρικλίζοντας. Πως μου το είπες αυτό; «Σύννεφα σαν αφράτοι κουραμπιέδες που κάποιος τους πάτησε και τα κομματάκια τους διαλύθηκαν». Από την άλλη η ίδια η τέχνη με τη μορφή κολάζ. Κάθε κείμενο και πίνακας, κάθε πίνακας μια γειτονιά της πόλης, άλλοτε ήρεμη και νηφάλια κι άλλοτε φορτισμένη με αισθήματα τρικυμίας. Φυσικά δεν λείπουν και οι ταξιδιωτικές αναφορές με φωτογραφίες να κολλιούνται σε ρόλους που επιβεβαιώνουν το σουρεαλισμό του όλου εγχειρήματος, οι εποχές του χρόνου φιλτραρισμένες σε ασυνήθιστο «καμβά», οι κοινωνικές αναταραχές που υποβόσκουν συνεχώς και η νύχτα που ό,τι κι αν συμβεί είναι πιστή στο ραντεβού της.
Καθένα ξεχωριστά, καθένα κι ένας ρόλος για το σύνολο. Εξάλλου, ως σκηνοθέτης τηλεοπτικών τρέιλερ στην πραγματικότητα, η Candyblue, γνωρίζει καλά την τέχνη τού να μιλάς ενώνοντας κομμάτια από διαφορετικά puzzle. Να καταθέτεις απόψεις, πυκνώνοντας τα νοήματα και ανακατεύοντας τις ιστορίες διαφορετικών τόπων και ηρώων. Κι όλα αυτά να συγκροτούν την πορεία προς μια αναζήτηση εαυτού μέσα στην πόλη. Με ό,τι καλό και ό,τι άσχημο έχει εκείνη να προσφέρει. Έτσι η Candyblue οικειοποιείται τις διακυμάνσεις και προχωρά κάνοντας τέχνη.
(Στα ακουστικά «Ένα κλεμμένο ποδήλατο» από τους Stereo Nova)
|
ΥΓ: Ο πίνακας που κοσμεί το άρθρο είναι έργο της Candyblue.
24 Μαΐου 2009
Old Boy

|
περιοδικό πολιτισμού Ως3,
Μάιος 2009.
11 Μαΐου 2009
Ποιείν

Την ώρα που ένα μεγάλο μέρος κριτικού και αναγνωστικού κοινού μοιάζει να αμφιβάλει για το μέλλον του βιβλίου με τη μορφή που έχει σήμερα, στον κόσμο των blogs γεννιέται ένας διαφορετικής υφής πολιτισμός: πεζογράφοι, ποιητές, δοκιμιογράφοι και κριτικοί καταθέτουν τη δουλειά τους δημόσια, αδιαφορώντας για πωλήσεις, διαφημίσεις σε ένθετα εφημερίδων και προθήκες βιβλιοπωλείων. Κι ενώ η έντυπη λογοτεχνία συγκεντρώνει τον κόσμο της κατά κύριο λόγο σε τεύχη ασταθούς περιοδικότητας και περιορισμένης διάθεσης, η ελληνική μπλογκόσφαιρα διαθέτει απλά το Ποιείν.
«Η Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης «poiein.gr» είναι μια ιστοσελίδα για ποιήματα, ποιητές και ποίηση (ίσως…) από όλο τον κόσμο. Από τον Δεκέμβριο 2006 λειτουργεί ως διαδικτυακό λογοτεχνικό περιοδικό με καθημερινή ανανέωση το οποίο περιέχει 14 μόνιμες στήλες. Παραπέμπει σε επιλεγμένους συνδέσμους για την ποίηση και όχι μόνο (προσωπικά blogs, διαδικτυακά περιοδικά, μουσικά sites κ.α). Ο ιδρυτής του Ποιείν, ψυχίατρος στο επάγγελμα, Σωτήρης Παστάκας, μάχιμος της ποίησης στην Ελλάδα εδώ και 27 συναπτά έτη, με έξι ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό του, μεταφράσεις, δοκίμια και συμμετοχές σε συνέδρια ανά τον κόσμο, συνεργάζεται με τον φιλόλογο και δημοσιογράφο Σπύρο Αραβανή δημιουργώντας ένα blog, ισχυρό πυρήνα λόγου και τέχνης. Έναν πυρήνα που καταφέρνει και συγκεντρώνει αφενός ανθρώπους με έντονη παρουσία στον χώρο του βιβλίου και των τεχνών, αφετέρου όσους επέλεξαν την ανεξάρτητη οδό του διαδικτύου. Με τα σχόλια ανοικτά κι ευπρόσδεκτα σε κάθε δημοσίευση, επιτυγχάνεται ο δημόσιος διάλογος που στερείται εδώ και χρόνια η ελληνική πραγματικότητα της λογοτεχνίας: επιχειρήματα, απόψεις, παραπομπές και επικλήσεις σε καταξιωμένους ποιητές διαφόρων εποχών τρέχουν παράλληλα σε ένα τεραίν φτιαγμένο από την ίδια την τέχνη. Γνωστοί bloggers της ποίησης όπως ο Γιώργος Μίχος, ο Σωκράτης Ξένος, ο Θεοδόσης Βολκώφ και ο Γιάννης Κυριαζής, συμμετέχουν ως σχολιαστές, συζητούν, παρατηρούν, διαφωνούν και αναλύουν από την δική τους οπτική γωνία πρωτοεμφανιζόμενους, καθιερωμένους, νέες λογοτεχνικές κυκλοφορίες αλλά και αναλύσεις σε ήδη δημοφιλή και πολυδιαβασμένα έργα. Καθημερινά παρόν στα λογοτεχνικά δρώμενα, το Ποιείν, αποτελεί εδώ και καιρό ένα από τα βασικότερα εργαλεία ενημέρωσης στον χώρο της λογοτεχνίας. Ενίοτε αιχμηρό, διακριτικά επαναστατικό αλλά πάντοτε με σεβασμό απέναντι στη διαφορετικότητα και τις ανάγκες αυτής της ιδιόρρυθμης εποχής για την ποίηση και τη λογοτεχνία, ξέρει να στηρίζει ό,τι αξίζει, να προσπερνά τις μικρότητες των ανθρώπων και να τακτοποιεί τις αλαζονικές συμπεριφορές της διαδικτυακής ανωνυμίας εκεί που τους αρμόζουν.
Με όπλο τον ανεξάρτητο χαρακτήρα του, μακριά από εκδοτικούς οίκους και εταιρίες και με βασικά προτέρημα την καθημερινή του ανανέωση, το Ποιείν καταφέρνει και συγκεντρώνει ένα ευρύ φάσμα λογοτεχνικών σχολών, εποχών και χαρακτηριστικών, που πολλές φορές είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Όπως σε κάθε blog, ανάλογα με την δομή που επιθυμεί ο συντάκτης, κάθε δημοσίευση τακτοποιείται σχετικά με την προέλευση ή το περιεχόμενό της σε συγκεκριμένες κατηγορίες, καθώς επίσης και ημερολογιακά. Έτσι, στις δεκατέσσερις μόνιμες στήλες του Ποιείν, συναντάμε ποιητές από όλο τον κόσμο, νέους- πρωτοεμφανιζόμενους, παρουσιάσεις βιβλίων, underground ποιητές, κείμενα για την αγορά του βιβλίου, μικρά δοκίμια ποιητικής, αναγνώσεις- κριτικές κ.α καθώς και την ιδιαίτερη στήλη με τίτλο «Spontaneous Anthology», στην οποία παρουσιάζεται μοντέρνα ελληνική και ξένη ποίηση, επιλεγμένη και σχολιασμένη από φίλους- αναγνώστες του Ποιείν κι όπου προτείνονται ποιήματα (όχι ονόματα), σε μια προσπάθεια απόσταξης των άξιων δημιουργιών, μακριά από τη δημοσιότητα και τον μύθο των ίδιων των δημιουργών τους.
Όλες αυτές οι κατηγορίες, μαζί με τις συμμετοχές των ίδιων των αναγνωστών και τη συνδρομή όσων ξεδιψάνε χρόνια απ’ την πηγή της λογοτεχνίας, συνθέτουν αρμονικά μια στιβαρή και ενημερωμένη επιθεώρηση τέχνης που, όχι μόνο δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα ομότεχνα έντυπα που κυκλοφορούν, αλλά πολλές φορές είναι σε θέση να διδάξει. Η γνώση, η πολυφωνία, η ελευθερία του λόγου, η άμεση ανταπόκριση στα ερεθίσματα της καθημερινότητας και η προσφορά βήματος σε νέες φωνές με βάση την ουσία, είναι όσα χρειάζεται η εποχή μας για να μπορέσει να θρέψει τα παιδιά της και να παράξει έναν υγιή πολιτισμό.
περιοδικό πολιτισμού Ως3,
Ιούνιος 2008.
15 Απριλίου 2009
Μουσικά Προάστια

Κοινωνικός, προσωπικός, εκπαιδευτικός, δημοσιογραφικός, πολιτικός, λογοτεχνικός…όποιος κι αν ήταν ο χαρακτήρας, κάθε blog που καταφέρνει να ακόμα και δύο περίπου χρόνια μετά το μεγάλο «μπαμ» να διατηρεί ένα έρμα στη θεματολογία και τη συνέπειά του, μάλλον αποδεικνύει πως έχει λόγο ύπαρξης. Ένα τέτοιο, ζωντανό παράδειγμα είναι και τα Μουσικά Προάστια. Όπως αναφέρεται και στη σελίδα του προφίλ, πρόκειται για μια διαδικτυακή, μουσική εφημερίδα τοίχου η οποία, εκδιδομένη με τη μορφή blog, επιβλέπεται από μια επιτροπή τεσσάρων- πέντε ατόμων. Με τον γνωστό δημοσιογράφο Ηρακλή Οικονόμου στο τιμόνι, τα Μουσικά κάνουν μία «μη κερδοσκοπική προσπάθεια αφιερωμένη στην έρευνα και κριτική ανάλυση της ελληνικής μουσικής, της αισθητικής και της ιδεολογίας της. Κύριος στόχος είναι η τεκμηρίωση της διαχρονικότητάς του ελληνικού τραγουδιού και η διαφύλαξη της ιστορικής του μνήμης, ως αντίδραση σε όσα τροφοδοτούν την σημερινή του παρακμή. Τα Μουσικά Προάστια παράγουν τις δικές τους καταγραφές, αλλά και αναδημοσιεύουν το λόγο δημιουργών και μελετητών. Βασιζόμαστε στη συλλογικότητα και περιμένουν τη δική μας συνεισφορά…»
Συνεντεύξεις δημιουργών, καλλιτεχνών, ερμηνευτών, ανθρώπων της μουσικής και του πολιτισμού, αναδημοσιευμένες στην πλειοψηφία τους από μεγάλα έντυπα σε έναν παρελθοντικό ορίζοντα τουλάχιστον εικοσιπενταετίας (!) αποτελούν ένα μεγάλο κομμάτι του αρχείου των Μουσικών Προαστίων. Από τη μία, οι συνεργάτες του blog, δημοσιογράφοι στην πλειοψηφία τους, φροντίζουν να μας θυμίζουν όσα ειπώθηκαν πριν πολύ καιρό και υπό άλλες συνθήκες, να αναζωπυρώνουν τις μνήμες και την αγάπη όλων εκείνων που νοιάζονται το ελληνικό τραγούδι και αναζητούν τη γνώση του σε βάθος. Από την άλλη, στήλες απόψεων όπως η «Ογδόντα και σήμερα», αφιερωμένη στη μουσική δεκαετία του ’80 καθώς και η στήλη «Μαρτυρίες» όπου καλλιτέχνες και δημοσιογράφοι μιλούν μέσα από βιώματα για προσωπικότητες του τραγουδιού, όπως τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Μάνο Ελευθερίου, τη Μαρία Δημητριάδη και άλλους προσεγγίζουν τις διάφορες προσωπικότητες μέσα από το πρίσμα εκείνων που τις έζησαν από κοντά. «Γιατί θα της οφείλω μέχρι τέλους της Μαίρης (Μαίρη την λέγαμε); Διότι μαζί φτιάξαμε τον τρόπο μας· αυτή τον τρόπο να τραγουδάει κι εγώ τον τρόπο να συνθέτω. Είναι περίεργο πράγμα. Αν δείτε πώς εκφέρει τις συλλαβές, πώς γεμίζει αυτό το στόμα με μία συλλαβή... κι αυτό δεν βγήκε κατόπιν διδασκαλιας, βγήκε κατόπιν μίας πολύ κοντινής επαφής. […]Μάθαμε μαζί να συλλαβίζουμε τους τρόπους μας, αυτή τον τρόπο του να ερμηνεύει, κι εγώ τον τρόπο του να γράφω εκείνες τις συλλαβές που αυτή θα ερμήνευε.» αναφέρει μεταξύ άλλων ο Θάνος Μικρούτσικος για τη Μαρία Δημητριάδη στις «Μαρτυρίες» στις 9/2/2009.
Πέρα από όλα αυτά, τα Μουσικά Προάστια (αφού δουν- ακούσουν- μελετήσουν) μας προτείνουν. Τόσο μέσα από τα banners που βρίσκονται στο πλάι και που κατά καιρούς αλλάζουν ανάλογα με την περίσταση, όσο και μέσα από κείμενα- αναφορές σε δίσκους, δημιουργούς, πολιτιστικές στήλες σε ένθετα και διαδικτυακά περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς…
Ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, χωρίς να ξεφεύγει ποτέ από τον βασικό του άξονα που είναι η ελληνική μουσική και οι άνθρωποί της, συγκεντρώνεται σε ένα μόνο κλικ. Το δημοσιογραφικό, κατ’ ουσία, αυτό blog, ενεργό και σε δημόσια θέα από τις 8/4/2007 αποτελεί ένα παράδειγμα πως με το πέρασμα του χρόνου τα πάντα ξεκαθαρίζονται. Εκείνα που μένουν παρόντα είναι μόνο όσα έχουν κάτι να μας δώσουν. Κάτι από αυτά που χρειαζόμαστε σαν αναγνώστες, ανήσυχοι και συνεχώς φιλομαθείς. Εν προκειμένω ποιότητα, εγκυρότητα, συνέπεια και αγάπη για τον τρόπο που εκφράζονται οι γνήσιες αγωνίες μας.
περιοδικό πολιτισμού Ως3,
Συνέντευξη με τη Γιώτα Νέγκα

Μια λαϊκή φωνή, μια δυναμική γυναίκα, ένας ενδιαφέρον συνομιλητής on και off the record. Μια παρουσία στο χώρο του τραγουδιού που αν και δισκογραφικά δεν μας έχει καλομάθει (μετρά μόνο 2 προσωπικούς δίσκους, ένα single και μερικές συμμετοχές σε μια ενεργό πορεία 17 ετών…) η ύπαρξή της θεωρείται σχεδόν αυτονόητη. Τουλάχιστον για εκείνους που αγαπούν το τραγούδι στο σύνολό του και δεν το θεωρούν είδος προς κατανάλωση. Κι αυτό γιατί, όπως λέει η ίδια, είναι «παιδί του live». Η Γιώτα Νέγκα είναι ένας άνθρωπος που πιστεύει ότι ο χρόνος μας φέρνει το καλύτερο από όσα μάς αξίζουν, δεν κυνηγά τίποτα και κανέναν και αναζητά συνεχώς την ουσία των πραγμάτων μέσα στην τέχνη χωρίς να την αποσπούν τα περεταίρω.
Νιώθω ότι ο πυρήνας μου είναι λαϊκός. Μεγάλωσα με το λαϊκό τραγούδι κι έτσι δεν μπορεί να λείπει από τη ζωή και τη σκέψη μου.
Βρίσκετε διαφορά στο λαϊκό τραγούδι του σήμερα σε σχέση με το παρελθόν;
Φαινομενικά υπάρχουν διαφορές, όμως θεωρώ ότι κάθε εποχή έχει τη δική της γλώσσα για τη λαϊκότητα και γι’ αυτό η σημερινή εποχή απαιτεί τη δική της για να φτιαχτεί καλό λαϊκό τραγούδι. Πρέπει να την απαιτεί. Φυσικά, εξακολουθούν να μας αγγίζουν και τα κλασικά λαϊκά τραγούδια, εκείνα που είναι χαραγμένα στα γονίδια και στο DNA μας.
Δεν είναι κάπως δύσκολο για τα καινούργια λαϊκά τραγούδια να επιβιώσουν και να καθιερωθούν στις συνειδήσεις των ανθρώπων, όταν, στις ζωντανές βραδιές των σύγχρονων λαϊκών μαγαζιών, το μεγαλύτερο μέρος του προγράμματος αποτελείται του από παλιά λαϊκά;
Αυτό είναι μια απόδειξη πως ό,τι αξίζει κερδίζει τη μάχη με το χρόνο και μένει στην ψυχή μας. Όσον αφορά τα καινούργια τραγούδια, εκείνα που έχουν λόγο ύπαρξης, εκείνα που φτιάχτηκαν από εσωτερική ανάγκη των δημιουργών, βρίσκουν τη θέση τους στην καρδιά των ανθρώπων. Εκείνα που εξυπηρετούν άλλους σκοπούς κρατούν ένα φεγγάρι και πολύ τους είναι. Ο χρόνος πάντα δείχνει τι αξίζει.
Είστε πολλά χρόνια στο χώρο του τραγουδιού. Μετράτε ωστόσο, δισκογραφικά, μόνο ένα cd single, δύο δίσκους και μερικές συμμετοχές σε δουλειές άλλων. Να υποθέσω ότι είναι επιλογή σας;
Δεν είναι επιλογή βάσει χρονοδιαγράμματος ή στρατηγικής. Τα πράγματα έρχονται όταν είναι να έρθουν. Το «Με τα μάτια κλειστά» ήρθε και με βρήκε. Το «θέλω άνθρωπο» επίσης, τα τραγούδια είχαν ήδη γραφτεί. Ο δίσκος με τον Βαγγέλη Κορακάκη έγινε από ένα συντονισμένο «θέλω» και των δυο. Ό,τι συνέβη μέχρι τώρα δεν το κυνήγησα. Αφενός γιατί δεν ήξερα πώς να το κάνω, αφετέρου γιατί έχει άλλη γλύκα κι άλλη αίγλη να σε βρίσκει κάποιος ξαφνικά και να σου προτείνει συνεργασία. Ως ένα βαθμό μπορείς να οργανώσεις τη ζωή σου, να βάλεις στόχους επίσης. Από κει και πέρα δεν μπορείς να τα κάνεις να έρθουν όπως τα θέλεις την ώρα που τα θέλεις. Μπορεί να έχει περάσει πολύς χρόνος, όμως νιώθω ότι όλα έχουν έρθει μια χαρά.
Ποιο το κίνητρό για να κάνετε έναν δίσκο;
Το υλικό και η παρέα. Αυτή την περίοδο ετοιμάζω έναν δίσκο που ανταποκρίνεται και στα δύο, μαζί με τον Γιώργο Ανδρέου. Από μία άποψη αυτός ο δίσκος θα είναι πολυσυλλεκτικός, γιατί θα συμμετέχουν πολλοί φίλοι και κυρίως νέοι δημιουργοί.
Κάνατε λόγο για παρέα. Λείπουν οι παρέες και οι δημιουργικοί πυρήνες στο ελληνικό τραγούδι;
Το στοιχείο αυτό δεν επικρατεί στον βαθμό που επικρατούσε παλαιότερα. Σαν να χαθήκαμε λιγάκι μεταξύ μας. Με χαρά όμως βλέπω ότι η παρέα αναβιώνει, είναι ανάγκη. Καταλαβαίνουμε σιγά- σιγά ότι εκεί είναι η ουσία των πραγμάτων.
Παίζει όμως ρόλο και το γενικότερο κλίμα της εποχής, η οικονομική κρίση, οι κοινωνικές αναταραχές…
Όλα αυτά μας χτυπάνε καμπανάκια. Συνειδητοποιούμε τελικά ότι ενώ τρέχουμε όλη την ημέρα, στην ουσία δεν έχει συμβεί τίποτα. Σε όλα τα εύκολα επέρχεται κι εύκολος κορεσμός, αυτό το έχουμε καταλάβει. Οι νέοι σήμερα καταλαβαίνουν περισσότερα. Υπάρχει ανάγκη για παρέα, για έναν πυρήνα όπου ο ένας γνωρίζει τον άλλο, ζυμώνεται, ανακαλύπτει καινούργια πράγματα. Η τάση υπάρχει και καλά θα κάνουν μερικοί να το βάλουν στο μυαλό: δημιουργούνται νέες καταστάσεις.
Ας περάσουμε στη συνεργασία σας με τον Μίλτο Πασχαλίδη. Ξεκίνησε αν δεν κάνω λάθος το 1995, με τη συμμετοχή σας στο τραγούδι «Μάτια που δεν βλέπονται».
Ο Μίλτος είναι φίλος από τα παλιά. Εκείνη ήταν η πρώτη μου συμμετοχή στη δισκογραφία. Είχα τότε έναν μουσικό χώρο στο Μοσχάτο, το «Έμμετρο», όπου τραγουδούσα παρέα με φίλους. Αν θυμάμαι καλά, η πρώτη επαφή έγινε μέσω του τραγουδοποιού Θοδωρή Παυλάκου που εκείνη την περίοδο συνεργαζόμασταν στη σκηνή και ο οποίος επίσης συμμετείχε στον δίσκο. Από αυτή τη συμμετοχή πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να τραγουδήσω το «Τώρα που είδα τ’ όνειρό σου». Εγώ άργησα να μπω στη δισκογραφία και ο Μίλτος ανέπτυξε την περπατησιά του πολύ γρήγορα και άξια. Ήρθε όμως ο καιρός, όπως είπαμε και πριν, και ξαναβρεθήκαμε. Τώρα και με τις ζωντανές μας εμφανίσεις δίπλα στο ποτάμι.
Πιστεύετε αρκετά στη μοίρα, απ’ ότι αντιλαμβάνομαι.
Ναι, πιστεύω. Όλα για κάποιο λόγο συμβαίνουν και μου έχει αποδειχθεί περίτρανα τελευταία. Επίσης πιστεύω ότι ακόμα κι αν εσύ θέλεις κάτι πάρα πολύ, εκείνο που τελικά θα έρθει και θα σε βρει αποδεικνύεται πολύ σπουδαιότερο, γιατί έχει λόγο να έρθει.
Έτσι μένουν απωθημένα όμως.
Όχι πάντα. Απωθημένα μένουν όταν υπάρχουν εμμονές και οι εμμονές σε κάνουν να χάνεις την πραγματικότητα και την ουσία των πραγμάτων.
Οι εμμονές έχουν χαρακτηριστεί δημιουργικές από πολλούς καλλιτέχνες.
Ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος έχει πει κάτι που με βρίσκει πολύ σύμφωνη. «Όλα στη ζωή είναι και θέμα δόσης, όχι μόνο υλικού».
Πώς βλέπετε τα πράγματα με τις μουσικές σκηνές σήμερα;
Βλέπω αυτά τα μαγαζιά να πληθαίνουν και μου αρέσει.
Κάποιες από αυτές έχουν χάσει τον παλιό τους χαρακτήρα, πλησιάζοντας πιο πολύ σε αυτό που λέμε «πίστα»: από τις τιμές των τραπεζιών μέχρι τις κρατήσεις και το σέρβις.
Οι τιμές είναι ένα θέμα, ειδικά στη λεγόμενη οικονομική κρίση που ζούμε. Τα πράγματα είναι μια αλυσίδα. Αν σκεφτείς ότι παλιά, η χειμερινή σεζόν ενός καλλιτέχνη στη σκηνή διαρκούσε από τον Οκτώβριο μέχρι τον Μάιο, ενώ τώρα περιορίζεται σε είκοσι με εικοσιπέντε ημέρες, θα καταλάβεις καλύτερα πώς επηρεάζονται οι τιμές. Άλλο μεροκάματο θα ζητήσει ο μουσικός στην πρώτη περίπτωση, άλλο στη δεύτερη. Η ψυχή του ξέρει πότε θα ξαναβρεί δουλειά, πότε θα έχει να πληρώσει το νοίκι του. Αλλάζουν οι συσχετισμοί, ξέρεις. Κάποια πράγματα καλώς ή κακώς, δεν μπορούν να γίνουν αλλιώς.
Φταίει κάποιος;
Όλοι και κανείς. Είναι απόρροια της γενικότερης κατάστασης. Της αγωνίας του κόσμου, της δυσκολίας…το θέμα είναι να προσπαθήσεις να επιβιώσεις όποιος κι αν είσαι. Τις ίδιες ανησυχίες πάνω- κάτω νιώθω να έχω εγώ με το παιδί που σερβίρει.
Σχετικά με τα υπόλοιπα;
Σαφέστατα υπάρχουν και άλλα ενοχλητικά πράγματα στις μουσικές σκηνές, αλλά το ζητούμενο δεν είναι αυτό. Πρωτίστως πρέπει να εστιάζουμε σε αυτό που βρίσκεται επάνω στη σκηνή. Μας καλύπτει; Έχει καλώς.
Εσείς, είστε παιδί του live, όπως λέτε. Τι σας δίνει δύναμη επάνω στη σκηνή;
Η διαδικασία που κοιτώ τον κόσμο και με κοιτά στα μάτια, που υπάρχει μια επικοινωνία, δεν συγκρίνεται με κανέναν δίσκο. Αυτή ήταν πάντα η ουσία των πραγμάτων. Παλιά, οι μεγάλοι μας συνθέτες, πρώτα δοκίμαζαν τα τραγούδια στο πάλκο και μετά τα δισκογραφούσαν. Επίσης πιστεύω πως εκεί κρίνεται ο τραγουδιστής και όχι από τους καλούς δίσκους. Επί τη ευκαιρία, θα ήθελα να ευχαριστήσω πάρα πολύ τον Θοδωρή Γκόνη και τον Κώστα Λειβαδά, που μου έδωσαν εν έτει 2007 την ευκαιρία να βιώσω κάτι τέτοιο. Στην παράσταση «Έχω άνθρωπο» φτιάξαμε τραγούδια, τα παίξαμε ζωντανά κι έπειτα θελήσαμε να τα κάνουμε δίσκο. Άσκησε επάνω μου μια τεράστια γοητεία αυτή η διαδικασία.
Σαν ακροάτρια τι αποζητάτε από μία ζωντανή μουσική παράσταση;
Να μου αγγίξει την ψυχή, τόσο απλό. Αλήθεια και ουσία. Να με κάνει να καταλάβω πως αυτό που ακούω και βλέπω πάνω στη σκηνή, έχει λόγο ύπαρξης. Αυτό θεωρώ ότι ισχύει και για όλες τις τέχνες, όχι μόνο για το τραγούδι.
Κλείνοντας, θα ήθελα να μας πείτε μας δυο λόγια για την Παλέτα, το μουσικό σχήμα που έχετε συγκροτήσει.
Είναι κάτι που ήθελα για πολλά χρόνια να κάνω. Με ρώτησες πριν αν νιώθω λαϊκή τραγουδίστρια. Έχω έναν λαϊκό πυρήνα, αλλά αγαπώ πολύ όλα τα υπόλοιπα μουσικά είδη. Πάντα ήθελα σε ένα πρόγραμμα να πω όλα αυτά που αγαπάω, γιατί νιώθω πως όλα τα είδη, από το λαϊκό και το ροκ τραγούδι μέχρι την τζάζ και την παραδοσιακή μουσική, είναι δεμένα μεταξύ τους. Συνυπάρχουν πολύ αρμονικά. Η Παλέτα λοιπόν είναι ένα ακουστικό σχήμα, χωρίς μεγάλες εντάσεις και ηλεκτρισμό, με την οποία ερμηνεύουμε ένα ευρύ φάσμα τραγουδιών. Πρόκειται για μια βεντάλια. Δραστηριοποιούμαστε κυρίως στην επαρχία, μιας και με το αθηναϊκό κοινό έχω συνομιλήσει πολλές φορές. Συνειδητοποιώ τελικά ότι το καλό τραγούδι αφορά πολύ κόσμο εκτός Αθηνών κι αυτό είναι πολύ ευχάριστο. Μπορείς να μάθεις πάρα πολλά από το κοινό της επαρχίας και πρώτα απ’ όλα να συνειδητοποιήσεις ότι η αλήθεια των ανθρώπων είναι μία και δεν έχει να κάνει με την τοποθεσία. Καταρχήν δεν μπορείς να το ξεγελάσεις και δεν σου χαρίζεται ποτέ αυτό το κοινό. Είναι αυθεντικό. Δεν υπάρχει αυτή η υπερπληροφόρηση που υπάρχει στις μεγαλουπόλεις κι έτσι δίνεται μεγαλύτερη προσοχή σε ό,τι καινούργιο συμβαίνει. Υπάρχει δίψα. Αυτή την περίοδο, βέβαια, και εν όψει των εμφανίσεων με τον Μίλτο στο «Δίπλα στο ποτάμι» θα σταματήσουμε για λίγο καιρό με την Παλέτα, όμως θα επανέλθουμε σύντομα.
*Πρώτη δημοσίευση Ως3,
Μάρτιος 2009.
Camly - A Responsive Blogger Theme, Lets Take your blog to the next level.
This is an example of a Optin Form, you could edit this to put information about yourself.
This is an example of a Optin Form, you could edit this to put information about yourself or your site so readers know where you are coming from. Find out more...
Following are the some of the Advantages of Opt-in Form :-
- Easy to Setup and use.
- It Can Generate more email subscribers.
- It’s beautiful on every screen size (try resizing your browser!)
Sign Up for Email Updates
Subscribe to our newsletter to get the latest updates to your inbox. ;-)
Your email address is safe with us!