Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα *Ως3. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα *Ως3. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

11 Ιανουαρίου 2010

Συνέντευξη με τη Μελίνα Τανάγρη








Μετά από επτά χρόνια απουσίας, η Μελίνα Τανάγρη επιστρέφει στην ενεργό δισκογραφία με ένα πολύ ενδιαφέρον πείραμα. Παρέα με το συγκρότημα «Δίδυμο» κυκλοφορούν το «Διπλό κλικ», έναν δίσκο έκπληξη όπου οι μελωδίες της τραγουδοποιού περιπλέκονται με στοιχεία χιπ- χοπ και οι στίχοι της με πρόζες βγαλμένες από μια νεότητα που αρνείται να συμβιβαστεί. Όταν το κασετοφωνάκι άναψε, η συζήτηση είχε ήδη προχωρήσει…


Μ.Τ: Διανύουμε μια καινούργια εποχή. Βέβαια, ο καλλιτέχνης δεν θα σταματήσει να «παράγει» την τέχνη του επειδή είναι δύσκολες οι συνθήκες για το πώς θα προωθήσει το έργο του. Αν χρειαστεί θα βγει να το τραγουδήσει ακόμα στο δρόμο.

Χ.Μ: Σκέφτομαι μήπως όλο αυτό ίσως αποθαρρύνει τελικά τους νέους καλλιτέχνες να βγουν, μιας κι έχουν από νωρίς επίγνωση των δυσκολιών.

Εγώ δεν το δέχομαι αυτό. Αν ένας νέος δεν γράψει τα στιχάκια που νιώθει γιατί αισθάνεται ότι είναι δύσκολα τα πράγματα, τότε δεν χάνει ούτε αυτός, ούτε το τραγούδι. Η αντοχή κάθε καλλιτέχνη πάντα δοκιμάζεται. Αλλά υπάρχουν κάποιες δοκιμασίες που φέρνει η ζωή για να σε τεστάρει. Αν δηλαδή υπάρξει κόπωση ψυχική, καλύτερα αυτός ο νέος να ασχοληθεί με κάτι άλλο.

Κόπωση ίσως όχι, αλλά αφού ξεκινήσει με στοιχεία που τον εκφράζουν στ’ αλήθεια, μπορεί τελικά να στραφεί σε άλλα είδη που να μην συμμερίζεται ψυχικά ακόμα και ο ίδιος.

Αυτό ίσως ναι. Όμως κάτι τέτοιο δεν θα αποτρέψει σε καμία περίπτωση κάποιον νέο που μόλις ξεκινάει. Δέχομαι ότι στην πορεία ενός καλλιτέχνη, ο οποίος μπορεί έχει δώσει σπουδαία δείγματα, να υπάρξει έντονη ανάγκη για χρήματα- ανεξάρτητα από τον λόγο- και γι’ αυτό να στραφεί σε δρόμους καλλιτεχνικά κατώτερους αλλά με περισσότερα οικονομικά οφέλη.

Ας μιλήσουμε λοιπόν για τους νέους καλλιτέχνες που διαθέτουν στοιχεία τα οποία θα αγγίξουν το κοινό. Τι πιστεύετε πως είναι εκείνο που τους σπρώχνει να ακολουθήσουν τον δύσκολο δρόμο και δεν τους ωθεί να συμμετάσχουν σε ένα τηλεοπτικό ριάλιτι;

Μια πιο απαιτητική φιλοδοξία, καλλιτεχνική και υπαρξιακή. Δεν δέχονται να βάλουν τον εαυτό τους μέσα σε αυτή την αγοραία κατάσταση. Αυτό δείχνει κάτι για την ουσία των συγκεκριμένων των παιδιών, χωρίς να με ενοχλούν καθόλου εκείνα που προτιμούν τη συμμετοχή σε ένα τηλεπαιχνίδι. Ίσως το θεωρούν και ως πρώτο βήμα, το αναγκαστικό. Πάντα όμως θα πιστεύω ότι έχουν μια άλλη γοητεία όλοι εκείνοι που επιλέγουν να σκάψουν μόνοι τους το δρόμο που θα πατήσουν. Ο καιρός θα δείξει ποιος θα καταφέρει και τι.

Ίσως ο καιρός εν τέλει να δείξει αν και εμείς, σαν κοινό, θα μπορέσουμε να στηρίξουμε εκείνο που αξίζει. 

Δεν νομίζω ότι το κοινό έχει ευθύνη, με την έννοια ότι δεν μπορεί κανείς να φορτωθεί ένα άκουσμα το οποίο δεν τον παρασύρει, δεν του μιλάει, μόνο και μόνο επειδή χαρακτηρίζεται ως ποιοτικό. Και εν πάσει περιπτώσει πιστεύω πως σήμερα, οποίος έχει κάτι να πει, βρίσκει τρόπο.

Λόγω της τεχνολογίας;

Βέβαια, η τεχνολογία είναι μια μεγάλη δύναμη. Σου δίνει βήμα σε πολύ μεγαλύτερο κοινό. Αλλά πρέπει και ο καλλιτέχνης να βρει τον τρόπο μέσω της τεχνολογίας να επικοινωνήσει με το κοινό. Φυσικά είναι πιο εύκολο για εκείνους που έχουν ήδη μια παρουσία στο χώρο. Από την άλλη, τα νέα παιδιά είναι πιο σκληραγωγημένα στην τεχνολογία, έχουν ήδη ωριμάσει με αυτήν. Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις την εξέλιξη των πραγμάτων, αλλά όπως και να το κάνουμε είναι ωραίο να κινούνται τα νερά.

Σε μια πρόσφατη συνέντευξή σας είπατε «Ό,τι χρειάζεται να ακούσω, έρχεται και χώνεται στο ακουστικό μου πεδίο». Μοιάζει μοιρολατρικό.

Δεν πιστεύω στη μοίρα με την έννοια του Κισμέτ. Πιστεύω όμως οπωσδήποτε ότι όλα τα πράγματα που έρχονται στην πορεία μας, είτε είναι άνθρωποι, είτε εμπειρίες, είτε ακούσματα, δεν είναι τυχαία. Τραβάμε τα πράγματα για τα οποία είμαστε έτοιμοι. Πρώτα βρίσκουμε πράγματα μέσα μας και μετά τα συναντάμε στον έξω κόσμο. Είναι τόσα πολλά αυτά που έχω να λάβω, να πληροφορηθώ, να θαυμάσω, που αν προσπαθήσω να τα αφομοιώσω όλα, δεν θα μπορέσω να ευχαριστηθώ τίποτα. Άρα, σκεπτόμενη προς τα πίσω, δέχομαι ότι αυτά που ήρθαν ήταν αυτά που έπρεπε να έρθουν και να μείνουν, αυτά που τελικά μας αφορούσαν, ανεξάρτητα αν ήταν καλά ή κακά.

Θεωρείτε ότι η πορεία σας στο τραγούδι ήταν μοιραία ή πήγατε κόντρα σε κάποιο πεπρωμένο;

Νομίζω ότι περιείχα από μικρή κάποια στοιχεία ανησυχίας. Δεν θεωρώ ότι είναι τυχαίο που επέμεινα σε ορισμένα πράγματα ή που μου δόθηκαν οι ευκαιρίες. Κάτι μέσα μου ζητούσε μια επικοινωνία, την οποία βρήκα στο τραγούδι. Όταν έκανα τους πρώτους μου δίσκους και είχαν κάποια απήχηση, αισθάνθηκα μια μεγάλη χαρά σαν να έκανα κάτι που ήταν απαραίτητο· μια ανακούφιση. Μετά όμως σκέφτηκα ότι μια τέτοια χαρά ίσως με οδηγήσει στην απληστία και ότι συνεχίζοντας μετά μανίας να αναζητώ την αναγνώριση, θα έμπαινα σε έναν κόσμο κολασμένο, όπως πολλοί άλλοι καλλιτέχνες. Είχα την τύχη να πω στον εαυτό μου ότι αυτό που έλαβα, το ήθελα από πολύ μικρή. Θα το ευχαριστηθώ μέχρι τέλους… και βλέπουμε. Ο φαταουλισμός είναι ανθρώπινος και οι καλλιτέχνες τον βιώνουν περισσότερο από τους άλλους. Εκεί εγώ ένιωσα ότι τα πράγματα τα ήθελα αλλιώς.

Όσο ζούσατε στο Παρίσι, περάσατε μια περίοδο έντονης απελευθέρωσης και πειραματισμού. Η εποχή μας έχει τις προϋποθέσεις ώστε οι σημερινοί νέοι να βιώσουν κάτι αντίστοιχο; 

Την προσφέρει από πολύ νωρίτερα. Η κοινωνία είναι σαφώς πιο απελευθερωμένη από ότι στην εποχή μου. Το θέμα είναι πώς οι σημερινοί νέοι θα καταφέρουν να την διαχειριστούν ώστε να πετύχουν τους στόχους τους. Αυτό που πιστεύω όμως είναι πως υπάρχει μεγαλύτερη ωριμότητα στις μικρές ηλικίες. Για παράδειγμα, ο Ιάσων Γρηγορίου, το ένα από τα δύο μέλη του συγκροτήματος «Δίδυμο», έχει μια ωριμότητα στα 25 του χρόνια που με άφησε άναυδη. Έχει μια ανησυχία, μια δίψα που τον οδηγεί στη γνώση. Και φυσικά εκείνη που ακολούθησε ήταν η δημιουργία. Για παράδειγμα, μαζί με τον «Θανατηφόρο Πυρετό», διασκεύασε το «Έρημος βαρύς και μόνος» του Αττίκ και μου το έφερε παρέα με τον Γιάννη Πετειναρά ως πρόταση. Με την διασκευή αυτή θέλησε να βάλει σε έναν διάλογο την ερημιά της γενιάς του, με την αντίστοιχη ερημιά της γενιάς του Αττίκ όπου οι συνθήκες και οι άνθρωποι φυσικά απείχαν πολύ.

Πώς βλέπετε τους νέους με τις επιλογές τους;

Οι νέοι πάντα κάτι ζητάνε. Άλλοι βολεύονται  και άλλοι προσπαθούν να αλλάξουν ένα κομμάτι των πραγμάτων. Πιστεύω ότι μέσα στα νέα παιδιά υπάρχει πολύ καλό υλικό. Έχω επαφή με νέους και χαίρομαι την παρέα τους σαν να μη μας χωρίζει τίποτα. Δεν μιλάω βέβαια μόνο για νέους δημιουργούς. Αλλά και από τη μεριά των δημιουργών καθαρά, βλέπω ότι κάτι σαλεύει, κάτι γίνεται έντονο. Δεν έχω πολύ καλή σχέση με το διαδίκτυο, αλλά από όσα μου έχουν δείξει, εκεί μέσα τα πράγματα πάνε πολύ καλά.

Πριν λίγα χρόνια μελοποιήσατε το ποίημα «Εν ανθός» του Παλαμά για χάρη μιας εκδήλωσης. Ποια η ιστορία αυτού του τραγουδιού.

Είχα διαλέξει το συγκεκριμένο ποίημα και το μελοποίησα πολύ εύκολα, σχεδόν αμέσως. Όμως η ταχύτητα και η ευκολία με την οποία βγήκε η μουσική μου φάνηκε ύποπτη κι έτσι το άφησα στην άκρη. Καμιά φορά όταν γίνεται κάτι πολύ εύκολα, ακόμα και αν σου αρέσει πολύ, δεν το εμπιστεύεσαι τόσο όσο κάτι που σε παίδεψε. Έπειτα έπιασα ένα άλλο ποίημα το οποίο με παίδεψε πάρα πολύ. Όταν λοιπόν το πήγα στον υπεύθυνο, μου είπε ότι δυστυχώς ήδη είχε μελοποιηθεί από κάποιον καλλιτέχνη και δεν μπορούσε να συμπεριληφθεί. Έτσι επέστρεψα στην αρχική ιδέα και θα έλεγα ότι ήταν μάλλον η καλύτερη.

Σας εκφράζει;

Απολύτως. Παρόλο που μου αρέσει πολύ ο κόσμος, η αγορά, η επικοινωνία. Όλα αυτά φέρουν τη βασική προϋπόθεση να μπορώ να αποσύρομαι μακριά απ’ το πλήθος κι απ’ τη ζάλη κι απ’ τη βοή, να είμαι μια πέτρα κάπου ριγμένη. Κι αν θες, αυτό ακριβώς θα έλεγα ότι γεννά την ανάγκη για επικοινωνία.

Το timing του καινούριου σας δίσκου με τίτλο "Διπλό  κλικ" θεωρώ ότι είναι ένα από τα δυνατά του σημεία. Είναι μέσα στο κλίμα της εποχής.

Συμφωνώ και χαίρομαι πολύ που το λέτε. Κάποια στιγμή υπήρξε το δίλημμα για το πότε έπρεπε να βγει ο δίσκος, αν δηλαδή θα ήταν προτιμότερο να βγει το φθινόπωρο. Είπα λοιπόν πως ο φυσικός του χρόνος ήταν τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και δεν θα ωφελούσε σε τίποτα να τον καθυστερήσουμε.

Η φωτογράφιση που κάνατε για το δίσκο ήταν εκπληκτική. Το όνομα του φωτογράφου δεν αναφέρεται ωστόσο πουθενά.

Το ρόλο του φωτογράφου τον έπαιξε ένας φίλος ο οποίος δεν είναι καν επαγγελματίας στο χώρο. Θέλησε να κρατήσει την ανωνυμία του.

Ο ερασιτεχνισμός λοιπόν αποτελεί το ατού αυτής της φωτογράφισης.

Ακριβώς.

Το Δίδυμο γράφει στο εσώφυλλο του δίσκου αναφερόμενο σε εσάς «Είναι δύσκολο σε περίοδο κρίσης να σου εμπιστεύονται κεφάλαια».

Δεν μπορείς να συνεργαστείς με κάποιον αν δεν τον τιμήσεις. Κάπως έτσι λειτούργησαν και τα παιδιά όταν ήρθαν σε εμένα. Εγώ είχα τη δυναμική και το Δίδυμο παιδιά έβαλαν την ουσία τους και τη δουλειά τους και είπαμε να κάνουμε αυτό το πείραμα. Κάπως έτσι θεωρώ ότι λειτούργησε.

Ποια υπήρξαν τα μεγαλύτερα κεφάλαια για εσάς;

Ο Σαββόπουλος και ο Χατζιδάκις. Ήταν οι πιο καθοριστικές συναντήσεις στη δική μου περίπτωση. Ο Σαββόπουλος, παίρνοντας την ιδέα από τον Μπομπ Ντύλαν, μας έμαθε ότι δεν χρειάζεται να είσαι σπουδαγμένος μουσικός για να εκφραστείς λυρικά. Μπορείς να το πεις και απλά, μόνο με μια κιθάρα. Έκανε τομή σε αυτό το πράγμα. Με τον Χατζιδάκι συγγενεύω πολύ λιγότερο, επειδή δεν είμαι καθαρόαιμη μουσικός, αλλά υπήρξε πολύ καθοριστικός για εμένα. Έχω πολλές επιρροές, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο ό,τι μας αρέσει και μας αγγίζει είναι συγγενικό.

Σχέδια κάνετε;

Πολύ βραχυπρόθεσμα, μέχρι εκεί που βλέπει το μάτι. Θα ήμουν ακατάλληλη για πόστα που απαιτούν μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς, όπως σε μια πολυεθνική εταιρία. Έτσι το μόνο που μπορώ να σας πω είναι πως ετοιμάζουμε παρέα με το Δίδυμο κάποιες ζωντανές εμφανίσεις, οι οποίες ακόμα δεν έχουν δρομολογηθεί.


*Πρώτη δημοσίευση περιοδικό Ως3, 
Σεπτέμβριος 2009


5 Ιανουαρίου 2010

Rimeimprovvisate





Ονομάζεται Αντώνης. Ένας άντρας που παλεύει με τον εαυτό του. Ένα σάουντρακ που κινείται κάπου ανάμεσα μελωδίες του Μάνου Χατζιδάκι και στις ηλεκτρονικές εναλλαγές του Μιχάλη Δέλτα, καλύπτοντας με τη γραφή όλη την απόσταση που μοιραία σχηματίζεται. Ένα έργο που ξεκίνησε καχύποπτα θέτοντας προβληματισμούς για το αίμα που μας διαπερνά και μια αγάπη που εξ αρχής την βάφτισαν Αντιγόνη. Ένα τραίνο στοιχειωμένο από έρωτες, εμμονές και λαβυρίνθους για να καταλήξει να μας απασχολεί συχνά- πυκνά από τις ζεστές ημέρες του 2006 ως ένα αδιάκοπο ποίημα στα κλαριά του διαδικτύου… «Ξεκινάω να γράφω. Δειλά. Δεν θέλω να πω πολλά, τελευταία θέλω να λέω όσα λιγότερο γίνεται, δε με νοιάζει πια, ούτε εγώ δεν τα πολυκαταλαβαίνω, ίσως και να συνήθισα, δεν ξέρω, μπορεί, δε θέλω να περιγράφω το δωμάτιο που βρίσκομαι, μόνο θα πω πέφτει στ’ αριστερά λίγο φως, τη βρίσκω κάπως (από δειλία κάργα, μετριάζω με επιρρήματα τη λέξη) ασφυκτικά, πόσο συνοπτικά πρέπει να γράψω, να μιλήσω, να πω και τι τρόπος είναι αυτός που πέφτει πάνω μου απόψε στα ξαφνικά ετούτο το φως».

Ο Αντώνης είναι ηθοποιός, όχι όμως από εκείνους που θα συναντήσουμε στο zapping της τηλεόρασης. Στο δρόμο δεν θα τον αναγνωρίσει ο φωτογράφος που κυνηγάει θέματα· ο δρόμος όμως τον γνωρίζει. Στο κεφάλι μέσα βρίσκεται χωνεμένη όλη αυτή η τέχνη που χρειάζεται για να είναι κανείς ηθοποιός. Η τέχνη της ζωής που ξεκινά από την εξωστρεφή καθημερινότητα και καταλήγει στις πιο κρυφές μας σκέψεις, κάνοντας μας να πιστέψουμε πότε πως φτιαχτήκαμε ξέχωρα από τους άλλους και πότε πως η κοινοτυπία που μας κυριεύει είναι η ίδια μας η κατάρα. Ωστόσο τα ερωτήματα ποτέ δεν στερεύουν. Τα προσωπικά οράματα (μεγάλα- μικρά- μικρότερα) που θελήσαμε να υπηρετήσουμε όταν ήμασταν ακόμα μικρά παιδιά μοιάζουν τώρα καμωμένα από λάσπη. Και δεν είναι μόνο αυτό που φωτίζει, είναι κι εκείνο που σκιάζει, εκείνο που διαλέξαμε ανάμεσα στα άλλα· εκείνο που βάλαμε πάνω από το κεφάλι μας για να μας προστατέψει από τον ήλιο δίχως να καταλάβουμε πως είχαμε ανάγκη ένα φως δυνατό γιατί τελικά πρόλαβε να σκοτεινιάσει. «Αγαπημένε θεατρίνε μου, σου μιλώ με αυτή την προσφώνηση γιατί σέβομαι τη λάμψη που ποιείς και όχι το ήθος. Η φιλοκαλλία δεν μου αρέσει και φιλοσοφώ μετά μαλακίας μεγίστης παιδιόθεν παλιατσεύοντας από ανάγκη με τις λέξεις. Τα γνωμικά ανήκουνε σε γραφικούς αρχαιολάτρες και αρέσκομαι να τα διασκευάζω. Μπούχτισα από ηθικές και μεγάλες ιδέες. Σε ονομάζω θεατρίνο γιατί ετυμολογώ τη λέξη σου από τον παλιάτσο τον μικρούλη, τον πρώτο που παιδάκι ακόμα με εντυπωσίασε και ζήλεψα τα καμώματά του να παίζω. Έκτοτε ψάχνω να δω κατάματα σ’ έναν καθρέπτη».

Η γραφή του μοιάζει να ξενυχτά μαζί με εκείνους που πιστεύουν σε όλη τους τη ζωή πως με το σκοτάδι ξυπνούν τα ήμερα αυτού του κόσμου, σε αντιδιαστολή με εκείνους που ψάχνουν την ημέρα για διαμάντια. Τα διαμάντια είναι εδώ. «Εκεί κατά τις πέντε και τριαντα τέσσερα το πρωί συνέβη και σήμερα όπως χιλιάδες επί χιλιάδων επαναλαμβανόμενα πρωινά μες τα χαμένα δευτερόλεπτα μια ευγενική στον ορίζοντα παραχώρηση. Τώρα η νύχτα υποχωρεί, η ημέρα επιμένει θα σας γελάσω και σκέφτομαι ότι δεν έχει τόση σημασία. Θεωρητικά η νύχτα πισωπατεί αλλά και πάλι θα ζητήσει τα δανεικά της στη δύση».

Βουτηγμένος μέσα σε έναν κόσμο που δείχνει να μην χαμπαριάζει από επιχειρήματα κι επικλήσεις, ο Αντώνης ανεβάζει το έργο του την ίδια στιγμή ψηλότερα από τα δικά μας κεφάλια αλλά και χαμηλότερα από τα ίδια μας τα βλέμματα. Έτσι, μέσα από τα κείμενά του ανακαλύπτει μια ισορροπία φτιαγμένη για εκείνους που τροφοδοτούνται αδιάκοπα από τις μνήμες τους που στάζουν.

*Πρώτη δημοσίευση Ως3,
Δεκέμβριος 2009.


1 Δεκεμβρίου 2009

Salvador







Salvador.
Ηλικία: 31.
Φύλο: Άντρας.
Ζώδιο: Ζυγός.
Ζωδιακό Έτος: Άλογο.
Κλάδος: Τουρισμός.
Απασχόληση: paramithatziz...


Έτσι ξεκινά κανείς να κρέμεται από τα γραμμένα του Salvador, συνοπτικά κι αινιγματικά. Επικαλούμενος όλους εκείνους που ξοδεύουν τη μισή ζωή τους φιλτράροντας τα ωροσκόπια, αναρωτιέμαι πώς μπορεί ένας Ζυγός στο έτος του αλόγου (κινέζικη αστρολογία) να αποτυπώνεται κατ' αυτό τον τρόπο στα ίδια του τα κείμενα. Έπειτα κοιτώ τη ζυγαριά και μπλέκομαι ακόμα περισσότερο, είναι το μοναδικό ζώδιο που δεν συμβολίζεται με έμψυχο ων, παρά με ένα αντικείμενο απαράμιλλης αντικειμενικότητας.

Γυρνώντας πίσω και ξαναδιαβάζοντας τη λέξη «κρέμεται», το μάτι πέφτει σχεδόν αυτόματα στο πάνω-δεξί μέρος αυτού του σκοτεινού σκηνικού. Μια κούκλα, alter ego θαρρώ όλων εκείνων που επισκέπτονται σε καθημερινή βάση το blog του Salvador, κρεμασμένη με κλωστές που ξεκινούν κάπου από τον ουρανό. Πώς αλλιώς άλλωστε; Με μια κλεφτή ματιά στον παρελθόντα χρόνο διαβάζω «Στο δωμάτιο Παρασκευή κοιτώ τον καθρέφτη. Βλέπω ένα φάντασμα όπως ένα φάντασμα βλέπει από εμένα. Ακούω την φωνή του, πονάω και προσπαθώ να ακούω. Βλέπω όπως καταβροχθίζω αχόρταγος αυτό που ορίζει την ορθή απεικόνιση. Βλέπω τον θάνατο μου στις κινήσεις μου. Βλέπω τον θάνατο μου στον καθρέφτη όπως βλέπω τον θάνατο μου στις κινήσεις μου. Ακινησία όπως μια νύχτα που δεν κινούνται τα μάτια. Σπασμούς ονειρεύομαι μέσα από σπασμούς οδύνης, καύλας, εσπερινής μάτωσης. Πιστός όπως πιστός ο τετράποδος σκύλος που δεν του επιτρέπω να μιλήσει. άνθρωπος όπως τετράγωνος ο άνθρωπος της λογικής που επιπλέει στα ποτάμια». Ένας θάνατος που περιφέρεται από κείμενο σε κείμενο, μια αμφισβήτηση των αλγορίθμων που μας έθρεψαν από παιδιά και θα μας καθορίζουν μέχρι τέλους. Μια διαφορετικότητα που αν εφαρμόζονταν ατόφιοι οι ορισμοί θα θεωρούταν δεδομένη «Είμαστε μια μικρή κοινωνία ποντικών που τρεφόμαστε με τυρί. Μα μερικοί από εμάς μοιάζουμε με άνθρωπο. Σήμερα στην δουλειά αργοπορημένος σαν κατέφθασα τους είδα όλους στο γραφείο μαζεμένους πάνω απ' το τυρί», ενώ ένα μήνα πριν έχει ήδη προσδιορίσει το πλαίσιο στο οποίο δρα και κινείται ο παράξενός για τον κόσμο εαυτός του «εκεί που ζω δεν είμαστε οι νόμοι» για να μπορέσει να τεκμηριώσει ότι «Η ζωή είναι ένα χοιροστάσιο. Υπάρχει ένα κτίριο που δεν γνωρίζει κανείς την σημασία του. Όλοι εκεί θέλουμε να φτάσουμε. Γεννάμε παιδιά για να κοιτάμε μέσα απ' τα μάτια τους. Η όραση κάποτε θα μας προδώσει. Αυτό είναι φόβος».
Ανάμεσα στο καλό και στο κακό, φέροντας περίτρανα τη σκοτεινιά της εποχής για εκείνους που δεν έζησαν το Πολυτεχνείο ούτε μέσα από την τηλεόραση, αλλά το διάβασαν στα πρόσωπα των γονιών τους σαν μυθολογία, ο Salvador δεν αποτελεί την εξαίρεση των σημερινών τριαντάρηδων. Δεν είναι ο άνθρωπος που θα πλέξει ένα νήμα για να το αρπάξει η εποχή και να διαβεί την έξοδό της (ή την είσοδο, ανάλογα με την οπτική γωνιά που αντιλαμβάνεσαι την εξέλιξη). Είναι εκείνος που πιάνει το νήμα παρέα με άλλους, δίχως να έχει ιδέα που θα τον οδηγήσει «Μέσα στο καλό φωλιάζει το κακό και αντιστρόφως. Είναι καλό να βρίσκομαι σε έναν κήπο με μαραμένα άνθη και να κρατάω ένα νεροπίστολο, μα είναι κακό λίγο πριν αν το έκλεψα από ένα παιδάκι».
Μέσα σε έναν σύμπαν που σφύζει από μια ξένοιαστη μετριότητα, ο Salvador επιδεικνύει το «είναι» του μέσα από κωδικοποιημένες εμπειρίες και σκέψεις για μια καθημερινότητα που δεν γνωρίζει επιστροφή και υπακούει τυφλά σε ένα σύστημα για ξένα βλέμματα. Η ασφυξία του πλέκει τον καμβά και η περιγραφική του δεινότητα ξύνει τα μολύβια. Η ανάσα είναι η ίδια του η τέχνη. Έτσι, η ζυγαριά μπορεί να περιμένει.



*Πρώτη δημοσίευση
περιοδικό πολιτισμού Ως3,
Νοέμβριος 2009.



18 Νοεμβρίου 2009

Άσματα και μιάσματα






Βολτάροντας συστηματικά στο διαδίκτυο, σίγουρα θα συναντήσεις πολλές, εκ διαμέτρου αντίθετες, καταστάσεις, καλές, κακές ή αδιάφορες. Πόσο, μάλλον, όταν πρόκειται για τον κόσμο της μπλογκόσφαιρας, που ο καθένας μπορεί να αποκτήσει βήμα και δημόσιο λόγο γρήγορα, απλά και δωρεάν. Από νεοσύστατα και «ρηχά», μέχρι πολυετή (πλέον) blogs, με τεράστιο αρχείο στις πλάτες τους. Από προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία έγιναν για ίδιο όφελος του «άγνωστου διαδικτυακού χρήστη», μέχρι επωνύμων που εκθέτουν τη δουλειά και τις απόψεις τους, επικοινωνώντας σε πρώτο πρόσωπο με το κοινό που τους παρακολουθεί. Η περίπτωση ενός blog το οποίο επιδίδεται με μεγάλη δεξιότητα σε θεματικά σλάλομ, αγγίζει την καθημερινότητα, την τέχνη, τον πολιτισμό και τις προσωπικές σχέσεις του γράφοντος, με ανθρώπους κάποιας σημαντικότητας στον χώρο που κινούνται, δεν είναι παρά η περίπτωση ενός blog που αξίζει μνεία. Τουλάχιστον, για όσους από εμάς αναζητούν κάποιες μικρές λύσεις μέσω της συγκεκριμένης μορφής ελευθερίας του λόγου.

Με το πρώτο κλικ, μπορείς να διαβάσεις μια καλή και τίμια δισκοκριτική, στην οποία σπανίως θα εντοπίσεις κενά στην επιχειρηματολογία, παρά την υποκειμενική φύση του εγχειρήματος. Με το δεύτερο κλικ, εντυπώσεις από συναυλίες, παραστάσεις και πολιτιστικά γεγονότα, μέσω της έμπειρης και λεπτομερούς ματιάς, ενός αρθρογράφου που συμμετέχει ενεργά στο πληρέστερο ελληνικό μουσικό περιοδικό που υπήρξε ποτέ. Στη συνέχεια, μετά από μια σειρά φιλοπερίεργα κλικ, θα ανακαλύψεις πληθώρα μοναδικών στιγμιότυπων, τραβηγμένων από τις συναντήσεις και τις συζητήσεις του με περισσότερο ή λιγότερο γνωστούς καλλιτέχνες (ερμηνευτές, συνθέτες, σολίστες, λογοτέχνες) σε χώρους συναυλιών, στα στούντιο ραδιοφωνικών σταθμών, ακόμα και στο σπίτι τους. Παράλληλα, φωτογραφίες από ταξίδια και οδοιπορικά, λεζάντες σαν παρμένες από ημερολόγιο, το κέντρο της Αθήνας, όπως το ξέρουμε και όπως δεν το έχουμε ξαναδεί. Μουσική, θέατρο, σινεμά, ραδιόφωνο, λογοτεχνία, εικαστικές αναφορές και παραπομπές, σκέψεις επί προσωπικού, θέση στα πολιτιστικά (και όχι μόνο) δρώμενα. «Σήμερα, έχω όρεξη να μιλήσουμε για το πώς πρέπει να είναι η τέχνη. Για την τέχνη της πραγματικής τραγουδοποιίας και όταν αυτή γίνεται για να εκφράσει πρωτίστως όλες τις εκφάνσεις των εγκεφαλικών διεργασιών του, ο ίδιος ο δημιουργός. Μετά, έρχονται όλα τα άλλα...το κατά πόσο άρεσε το έργο, κατά πόσο έγινε αντιληπτό, κατανοητό κλπ. Λες κι ένα οποιοδήποτε έργο τέχνης, γίνεται για να αρέσει απλά στους άλλους, βάσει συνταγών, μεθοδεύσεων και μοδάτων ρευμάτων. Λες κι ο καλλιτέχνης, ο οποίος καταθέτει ολόκληρα κομμάτια της ύπαρξης του, δεν υπάρχει.»
Τελικά, τι ακριβώς είναι το blog του Bosko; Η δυσκολία που θα συναντήσει κανείς, προσπαθώντας να βγάλει τη σωστή συνισταμένη (παρά το γεγονός ότι οι συνιστώσες βγάζουν μάτι) και να το κατατάξει στις ήδη υπάρχουσες κατηγορίες, αντισταθμίζεται επαρκώς με την απλή και καθημερινή επίσκεψη. Η διάθεση του blogger για γραφή και η συνεχής ενημέρωση της σελίδας με αναρτήσεις, που τίποτα δεν έχουν να ζηλέψουν από τις στήλες εφημερίδων και περιοδικών, προσφέρουν απλόχερα το κίνητρο. Είναι από εκείνες τις (ελάχιστες) περιπτώσεις που ωθείσαι, αφενός να συμμετάσχεις κι εσύ- με όποιον τρόπο κατέχεις- ενεργά στον πολιτισμό, αφετέρου σου αποκαλύπτεται το ανθρώπινό του πρόσωπο. Μακριά από κοινωνικές αποστάσεις και καλλιτεχνικές υπεροψίες. «Άσματα και μιάσματα», λοιπόν, όπως μας λέει και ο ίδιος, είναι το blog που αγαπά τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, τη φωνή της Φλέρυς Νταντωνάκη, τις ταινίες του Maya Deren, τη γενιά του Woodstock, την εποχή του Υδροχόου και τους αντιρρησίες κοινών συνειδήσεων.

*Πρώτη δημοσίευση
περιοδικό πολιτισμού Ως3,
Σεπτέμβριος 2008.

22 Οκτωβρίου 2009

Χνούδι






Στον θαυμαστό κόσμο της μπλογκόσφαιρας υπάρχουν δύο ειδών «διάσημα» blogs. Το ένα έχει τις βάσεις του στην παλαιότητα: όσο παλαιότερο τόσο πιο δημοφιλές. Το άλλο έχει να κάνει με την αλήθεια. Ένα blog για να διαβαστεί πολύ και να συνεχίσει να διαβάζεται πολύ, πρέπει να κουβαλά στις τσέπες του όση αλήθεια κουβαλά και ο συγγραφέας ζώντας την καθημερινότητά του. Κάπου ανάμεσα ξεπετάγεται ο γόνος των δύο, συνδυασμός που όποτε επιτεύχθηκε πήρε δυνατά το δρόμο του για την ιστορία αυτού του τρόπου έκφρασης που λέγεται blogging.
  
Το Χνούδι μετρά ήδη τρία χρόνια κι επτά μήνες πτήσης. Το ξεκίνημα  έγινε μία Τετάρτη του 2005 κάπως έτσι: «Θα γεννηθώ λίγο πριν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Στο δημοτικό θα χαράζω θρανία με μπλε στυλό και κόκκινες σκέψεις ενός ευτυχισμένου παιδιού…». Το blog της κεντημένο πάνω σε μαύρο φόντο αποτελεί ίσως το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα δημοφιλούς blog, με πάμπολλους αναγνώστες να ταυτίζονται  πότε με τη νεράιδα στην επικεφαλίδα και πότε με το κύμα που ακούγεται απ’ το βάθος. Πηγή αυτού δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο παρά η αλήθεια που κουβαλά ανελλιπώς αυτή η ιστολόγος, ό,τι κι αν συμβεί κάθε που βουτά ο ήλιος στα σκεπάσματά και κάθε που ξυπνάει το πρωί. Άλλοτε η έκφρασή της θυμίζει την ωμότητα και τη σκληράδα με την οποία μια έφηβη θα σκάλιζε τον κόσμο στο υγρό τσιμέντο ενός πεζοδρομίου «Η όραση φθίνει στα ποτάδικα των Εξαρχείων. Σαββατόβραδο που μου στενεύει τα πόδια. Σβήνω κάφτρες στο φόρεμα της Μάρλεν Ντήτριχ και φοβάμαι…». Άλλοτε θυμίζει την τρυφερότητα που βγάζει ένα κοριτσάκι μουρμουρώντας τη δική του αλήθεια, κοιτώντας σε μελαγχολικά στα μάτια και τυλίγοντας τα χεράκια του γύρω απ’το λαιμό σου. «Άνοιξε μου την πόρτα αν θες. Ξέχασα τα κλειδιά μου. Σ' αγαπώ μαμά. Θες το ένα; Χτες μου χαρίσανε δύο μωβ γάντια...». Γιατί το Χνούδι, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα κορίτσι που βούτηξε απότομα στα παγωμένα νερά της καθημερινότητας, κολύμπησε, ξύλιασε και πλέον αναζητά παραλία να αράξει και καθαρό ουρανό να ονειρευτεί.
  
Με τα κείμενά της οι περισσότεροι ξεθάψαμε κρυφές πτυχές του εαυτού μας. Πολλές φορές νιώθω το Χνούδι σαν καθρέφτη που ανακάλυψα μετά από χρόνια στην αποθήκη. Να με κοιτάω μέσα του και να μην πιστεύω. «Οι μονομάχοι κατεβαίνουν στην αρένα σε ζευγάρια, σκοτώνονται όμως μόνοι τους». Ποτέ μεγάλα, χωρίς συντακτικούς καθωσπρεπισμούς, όλα όμως τα κείμενα μοιάζουν με κομμάτια της ζωής ξεκολλημένα, καθαρισμένα κι εκτεθειμένα σε βιτρίνα δίχως τζάμι. Όποιος θέλει απλώνει το χέρι και παίρνει. «Η χειρότερη ώρα ενδέχεται να είναι εκείνη που συνειδητοποιείς ότι οι άνθρωποι που φυλάς μέσα σου, δε διαφέρουν σε τίποτα από αυτούς που σε περιβάλλουν».
  
Τις περισσότερες φορές παρούσα δηλώνει η μουσική. Είτε με τη μορφή link κάτω από τα κείμενα, είτε με όχημα κάποιο βίντεο, οι μελωδίες λειτουργούν συμπληρώνοντας κομμάτια από το παζλ των νοημάτων. Εξάλλου, μεγαλωμένη ανάλογα, η ιστολόγος αποκρίνεται πως κάτω από το δέρμα της στάζει μουσική. Υπάρχουν όμως «…κάτι μουσικές που δεν σηκώνουν λόγια και θυμίζουν εκείνο το “σώπα τώρα” που μας έλεγε η μάνα μας κάθε φορά που μας έπαιρνε το παράπονο».
  
Δεν χρειάζεται τους επαίνους μας. Δεν χρειάζεται καν τα σχόλιά μας. Χρειάζεται μόνο την αλήθεια μας, όπως εμείς (όσοι) χρειαζόμαστε την δική της. Με το ταλέντο της να προκαλεί από γαλήνιες στιγμές μέχρι έντονες ψυχικές διακυμάνσεις, το Χνούδι, αποτελεί μία από τις συμπαθέστερες μορφές της μπλογκόσφαιρας. Με μοναδικό στοιχείο τη φωτογραφία στο προφίλ της και τα γραπτά της παραμάσχαλα, μπορεί κανείς να την φανταστεί σαν μια νεράιδα με χρυσοκέντητα μαλλιά, σαν πικραμένο συγγραφέα, σαν μαυροντυμένη φοιτήτρια με ένα βιβλίο στο χέρι, σαν την γυναίκα της διπλανής πόρτας που ξενυχτάει στο μπαλκόνι καπνίζοντας ακατάπαυστα.

*Πρώτη δημοσίευση
περιοδικό πολιτισμού Ως3,
Μάρτιος 2008.


9 Οκτωβρίου 2009

Νέες απολύσεις στα ΜΜΕ (έκτακτη τοποθέτηση)...





«Πουλήθηκε»…ο  Alpha 989
Mε την αλλαγή της κυβέρνησης άρχισαν ήδη οι εκκαθαρίσεις που ενοχλούν…


Παρασκευή 9-10-2009 και κατά τη διάρκεια της καθημερινής ημίωρης (12.00-12.30μ.μ.) εκπομπής του με τίτλο «ΜΙΖΑ ΡΕ ….ΣΕ ΛΕΩ» στο ραδιόφωνο του ALPHA 9,89 ανακοινώθηκε στο Διογένη Δασκάλου, μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού «Ως3», η διακοπή της συνεργασίας του με το σταθμό λόγω αλλαγής διοίκησης. Η εκπομπή του Διογένη ήταν από τις σπάνιες ελεύθερες καταθέσεις άποψης, της πραγματικότητας και της πολιτικής σάτιρας! Αλλά όπου αλήθεια… και η μοίρα της;

Και μόλις που άρχισαν να «ασκούν εξουσία»!!!

Την παραίτησή του από τη διεύθυνση του Alpha 989 υπέβαλε ο Γιώργος Κακούσης, παραιτήθηκε επειδή του ζητήθηκε να προχωρήσει σε ένα εξαιρετικά εκτεταμένο πρόγραμμα περικοπών, που θα περιλάμβανε και πολλές απολύσεις. Σύμφωνα με πληροφορίες, η ιδιοκτησία θέλει να απομακρύνει περίπου τους μισούς από όσους εργάζονται με μισθολόγιο στο σταθμό, ενόψει της μετονομασίας του σε «Θέμα 989». Ο σταθμός αγοράστηκε πρόσφατα από το Δημήτρη Κοντομηνά ο οποίος ήρθε σε συμφωνία με τον όμιλο Μπόμπολα και το Θέμο Αναστασιάδη για να γίνει ο Alpha Radio το ραδιόφωνο της εφημερίδας «Πρώτο Θέμα», στο μοντέλο ΔΟΛ-City 99.5.

Το ποσό των 1,5 εκατ. ευρώ κατέβαλε, σύμφωνα με πληροφορίες, ο Πήγασος για την αγορά του 50% της Alpha Ραδιοφωνική (Alpha 989) στο Δ. Κοντομηνά. Ο τελευταίος απέκτησε το 66,66%  του Alpha 989 από το RTL πληρώνοντας ένα ποσό της τάξης του 1,3-1,4 εκατ. ευρώ. Τα συμπεράσματα δικά σας όπως και τα σχόλιά σας…


Από τη συντακτική ομάδα του Ως3

27 Σεπτεμβρίου 2009

Άνεργοι δημοσιογράφοι





Σκαλίζοντας τις σημειώσεις μου μέσα στο καλοκαίρι, ανακάλυψα χειρόγραφη μια φράση την οποία συνάντησα τυχαία πριν καιρό σε κάποια αναζήτησή στο διαδίκτυο. Σύμφωνα λοιπόν με ένα άλλο blog, το «Κουρδιστό Πορτοκάλι», ειπώθηκε από τον Ερρίκο Μπερό και λέει πως η δημοσιογραφία είναι ένα επάγγελμα στο οποίο περνάει κανείς τη μισή ζωή του μιλώντας για κάτι που δεν γνωρίζει και την άλλη μισή σωπαίνοντας γι' αυτό που ξέρει. Έστω. Στην Ελλάδα του 2009 και ύστερα από μια σειρά πρόσφατων γεγονότων, θα μπορούσαμε με άνεση να επεκτείνουμε τη ρήση, καρφιτσώνοντας μια παράμετρο αβεβαιότητας που θα αποτυπωνόταν στη φράση «αν βρει ποτέ δουλειά»...

Η ανεργία είναι γνωστό πως δεν κάνει διακρίσεις. Δεν χτυπάει μονάχα τα κλασικά επαγγέλματα μα δεν θα έλεγα πως αυτό αποτελεί συνείδηση του μέσου πολίτη. Η έλλειψη θέσεων εργασίας στον τομέα των ΜΜΕ, αλλά και οι συνθήκες πρόσληψης είναι μερικά από εκείνα που οι ίδιοι οι μεγαλοδημοσιογράφοι ως μοναδικοί υπεύθυνοι αποφεύγουν συστηματικά να προβάλλουν, την ώρα που χιλιάδες συνάδελφοί τους είναι αναγκασμένοι να εργάζονται σε δουλειές του ποδαριού για να εξασφαλίσουν τα ελάχιστα για την επιβίωση. Έτσι κατέστη ανάγκη από κάποιους η δημιουργία ενός blog για να καταγράφονται και να δημοσιεύονται τα όλα προβλήματα και η αγωνία εκείνων των δημοσιογράφων που πέρασαν την πόρτα της ανεργίας χωρίς να φέρουν μερίδια ευθύνης.

Σύμφωνα με τους συντάκτες: «Η δημιουργία του blog προέκυψε από την ανάγκη να αποκτήσουμε φωνή όλοι εμείς που μετά από λίγα ή πολλά χρόνια εργασίας βρεθήκαμε χωρίς δουλειά. Αφορμή αποτέλεσε η έναρξη των σεμιναρίων του ΟΑΕΔ για την κατάρτιση μας στην Πληροφορική. Εκεί διαπιστώσαμε ότι χρόνο με το χρόνο αυξάνεται ο αριθμός των ανέργων δημοσιογράφων. Έτσι λοιπόν, αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε τούτο εδώ το blog για να μπορούμε να καταγράφουμε τα προβλήματα μας αφού η ΕΣΗΕΑ δεν νοιάζεται να εκλέξει εκπρόσωπο των ανέργων στο Μικτό Συμβούλιο».


Το blog δεν καταπιάνεται με το θέμα χρησιμοποιώντας τακτικές γκρίνιας. Από τις 3 Δεκεμβρίου του 2008, οπότε συναντάμε την πρώτη ανάρτηση, αναρτώνται διαδοχικά κείμενα τα οποία προσφέρουν καλή ενημέρωση για τα τεκταινόμενα του εργασιακού περιβάλλοντος της δημοσιογραφίας, αλλά και συστηματική παρακολούθηση των γεγονότων και των ανακοινώσεων από το σύνολο σχεδόν του Τύπου. Κι όλα αυτά δοσμένα με έναν τρόπο που δεν χαρίζεται, δεν κάνει εκπτώσεις και δεν χαϊδεύει τα αυτιά κανενός, φυσικά χωρίς εμπάθειες και μικροπρέπειες. Ένας αγώνας ανθρώπινος με όπλο την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και πληροφοριών και με πυρομαχικά την ίδια τη δημοσιογραφία.
Σταθερά σκληροί απέναντι στο τωρινό προεδρικό καθεστώς της ΕΣΗΕΑ και με άρωμα έντονου συνδικαλισμού, επισήμως μη προσκείμενοι σε κομματικές παρατάξεις, οι Άνεργοι Δημοσιογράφοι καταγγέλλουν την απάθεια του σωματείου όταν γίνεται αντιληπτό πως τα εργασιακά τους δικαιώματα βρίσκονται μετέωρα. Ιδιαίτερα συχνά δηλαδή. Από το στόχαστρο δεν λείπουν και όσοι δημοσιογράφοι καταλαμβάνουν μια σειρά από υπεραμοιβόμενα πόστα σε διαφορετικά μέσα, στερώντας έτσι από τους νεότερους το δικαίωμα της εργασίας και της συμμετοχής στον χώρο (τηρουμένων των αναλογιών και της άτυπης επετηρίδας που ισχύει σε κάθε επάγγελμα), αλλά και μεγαλοδημοσιογράφοι που εκτελούν χρέη εργοδότη μη σεβόμενοι την αξιοπρέπεια και τις ανάγκες των υπόλοιπων συναδέλφων τους.

Αντίβαρο στα καταγγελτικά τους κείμενα αποτελεί η στήριξη όλων εκείνων των μαχόμενων της δημοσιογραφίας που χαρακτηρίζονται από εντιμότητα και αξιοπρέπεια, μην επιτρέποντας στον εαυτό τους να σκύψουν το κεφάλι εν ίδει βολέματος. Ακόμα και όταν παρατηρήθηκε προσπάθεια φίμωσης κάποιων ελεύθερων δημοσιογραφικών blogs, όπως το NoNews, οι Άνεργοι Δημοσιογράφοι στήριξαν τον αγώνα και την προσπάθειά τους, φιλοξενώντας μια σειρά αναρτήσεων με την υπογραφή των παθόντων, χωρίς ίχνος από αισθήματα ανταγωνισμού. Γράφτηκε χαρακτηριστικά «Οι bloggers είναι οι μόνοι που γράφουν στα παπάρια τους τις θεωρίες των σκοτεινών κέντρων συνωμοσίας... απλά δεν φοβούνται και η τεχνολογία βοηθά σε αυτό....».


Η αγορά εργασίας, όσο δύσκολη και σκληρή κι αν πραγματικά είναι στις μέρες μας, όταν συναντά την ευγενή άμυλα και τον ανθρωπισμό, αποτινάσσει από επάνω της την ασυδοσία, την απληστία και τη λογική του «ο θάνατός σου η ζωή μου». Οι μύτες που κληρονόμησε η γενιά των επτακοσίων ευρώ με τη μορφή «συστήματος», δεν ανοίγουν διά της πλαγίας οδού με όρκους και με τάματα, αλλά επιστρατεύοντας συλλογικά κάθε δυνατό μέσο που εξασφαλίζει την ελευθερία του λόγου και την ανάπτυξη επιχειρημάτων. Παλεύω για το σύνολο σημαίνει παλεύω για τον εαυτό μου. Έστω και εν ανεργία.


*Πρώτη δημοσίευση
περιοδικό πολιτισμού Ως3,
Σεπτέμβριος 2009.

8 Σεπτεμβρίου 2009

Βιβλία και ξερό ψωμί


Με την είσοδο του καλοκαιριού αυξάνεται, ραγδαία θαρρώ, το αίσθημα της ενοχής, όσων από εμάς δυσκολευόμαστε να βρούμε λίγο χρόνο στην κάθε ημέρα μας για την ανάγνωση ενός βιβλίου. Το κοινό χαρακτηριστικό των τεμπέληδων της λογοτεχνίας είναι η διασκέδαση και όχι η ψυχαγωγία. Όσοι ξέρουν να ψυχαγωγούνται δεν απέχουν για πολύ από τη μυρωδιά του βιβλίου. Όσοι απλά διασκεδάζουν, προσπαθούν απλώς να ξεχάσουν. Έτσι, με την είσοδο και την εδραίωση του καλοκαιριού στην καθημερινότητα, συναντάμε όλο και περισσότερο κόσμο να έχει ανοιχτό ένα βιβλίο στο τραίνο, στα πάρκα, στις παραλίες. Κι επειδή κατά την κινέζικη παροιμία, «σε έναν πεινασμένο καλύτερα να του μάθεις να ψαρεύει παρά να τον κεράσεις ένα ψάρι», εμείς για το καλοκαίρι προτείνουμε ένα blog για βιβλιοφάγους.

Η Άννα Βαρνά είναι δασκάλα Αγγλικών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και ζει μόνιμα στη Λάρισα. Όπως μας λέει και η ίδια, σε αυτό το blog γράφει καταρχήν για τα βιβλία που διαβάζει και τη ζωή της παρέα με αυτά. Βιβλία από την παγκόσμια και την ελληνική λογοτεχνία, την ποίηση, τον περιοδικό τύπο αλλά και πολλά δρώμενα που αφορούν στο βιβλίο, όπως το ευρύτατα διαδεδομένο bookcrossing. Κάθε βιβλίο κρίνεται από το βλέμμα μιας επαγγελματία αναγνώστριας και σερβίρονται στο κοινό φιλτραρισμένα και έτοιμα προς αφομοίωση. Σχετικά με το βιβλίο The naming of dead του Ian Rankin για παράδειγμα, γράφει «Πώς μπορείς και διαβάζεις ένα αστυνομικό βιβλίο τη στιγμή που τόσα απίστευτα γίνονται στην αστυνομία στη χώρα σου; Νομίζεις άραγε ότι οι αστυνομικοί είναι καλύτεροι σε άλλες χώρες; Πιο εξευγενισμένοι, λιγότερο ρατσιστές; [.] Άλλωστε η αστυνομία είναι παντού ίδια (same shit) και μερικές φορές οι λέξεις που χρησιμοποιούνται είναι αποκαλυπτικές: Law Enforcement Force - Σώμα Επιβολής του Νόμου. Αλλά έλα που δεν επιβάλλουν το νόμο αλλά κάτι άλλο δικό τους, το νόμο της ζούγκλας ίσως;[.] Το βιβλίο μιλάει για περίπου 250.000 ανθρώπους που πάνε σε πορείες κατασκηνώνουν και διαμαρτύρονται χωρίς να ανοίξει ρουθούνι αλλά η τηλεόραση δείχνει ως συνήθως τα επεισόδια που προκαλούν καμιά εικοσαριά εγκάθετοι».

Στην ουσία όμως δεν πρόκειται για στυγνή βιβλιοκριτική με τη μορφή που την έχουμε συνηθίσει στα διάφορα έντυπα, όπου ο χώρος είναι πολύτιμος και οι ποσότητες των βιβλίων που προορίζονται για κριτική τεράστιες. Μέσα από τα κείμενά της αναπτύσσει σταυροειδείς αναφορές στις πλοκές των βιβλίων που διαβάζει, τους χαρακτήρες και τις τοποθεσίες, αλλά και παραλληλισμούς με τη δική της καθημερινότητα, τους ανθρώπους, τα απλά γεγονότα της ζωής της που λίγο απέχουν από τα δικά μας. Ένας αδιάκοπο πλέγμα λογοτεχνίας και ζωής. «Καταλαβαίνω ότι ένα βιβλίο έχει μπει πραγματικά μέσα μου όταν εκεί που καθαρίζω ψάρια, στο νεροχύτη μου στη Λάρισα, στο δεύτερο όροφο της πολυκατοικίας, σκέφτομαι ότι σίγουρα αυτή είναι μια πανάρχαια συνήθεια των ανθρώπων, ότι κάπως έτσι θα καθάριζαν τα ψάρια και οι γυναίκες των νησιών της Γαιοθάλασσας. [.] Η Ούρσουλα Λε Γκεν έχει αυτό το χάρισμα λοιπόν, με το γράψιμο της να μπαίνει στη σκέψη σου και να καρφώνεται εκεί. Να δημιουργεί ένα καινούριο κόσμο, που δεν είχες φανταστεί ποτέ. Ένα κόσμο με μάγους και σκιές, με υπεράνθρωπες δυνάμεις και σκοτεινές αδυναμίες».

Μέσα από τα κείμενά μαθαίνουμε ακόμα για πτυχές της ζωής της που συνδέονται έμμεσα ή άμεσα με τη λογοτεχνία. Έτσι, με λίγη προσοχή και συνεχή παρακολούθηση μπορεί κανείς να σκιαγραφήσει ένα αρκετά αντιπροσωπευτικό πορτρέτο της. Εξάλλου, η ίδια γράφει επώνυμα, αναλαμβάνοντας κάθε πιθανή ευθύνη για καλές και κακές κριτικές σε αντίθεση με την πλειοψηφία του χώρου η οποία καλύπτεται από την ανωνυμία των ψευδωνύμων «Τα ονόματα είναι μαγικά. Τα παιδιά το ξέρουν αυτό από την αρχή, γι' αυτό όταν τα ρωτάς 'πως σε λένε' δεν απαντάνε αμέσως, περιμένουν λίγο μέχρι να σε εμπιστευτούν και να μπορέσουν να σου πουν το όνομα τους. Στη μυθολογία της Ursula Le Guin τα ονόματα, τα αληθινά ονόματα των πραγμάτων είναι και η δύναμη τους. Δεν τα λες έτσι για ψύλλου πήδημα».

Χωρίς να πλατειάζει και να φλυαρεί, η Άννα δεν τσιγκουνεύεται τη γραφή, σε αντίθεση με άλλους bloggers, οι οποίοι αποφεύγουν συστηματικά τα «σεντόνια» (μεγάλα κείμενα). Είτε αυτό συμβαίνει από πλήξη είτε από αδυναμία στην ανάπτυξη, είτε από έλλειψη εκείνου του μικροβίου που σε κάνει να δωρίζεις όλο σου το «είναι» και το κουράγιο στη γραφή. Η Άννα Βρανά δείχνει να απολαμβάνει αυτή την προσφορά γνώσης και πείρας (αν μπορεί να εννοηθεί η έννοια πείρα στο χώρο της βιβλιοφιλίας) χωρίς φυσικά να περιμένει οποιουδήποτε είδους ανταπόδοση, παρά μόνο την ικανοποίηση πως η λογοτεχνία αποτελεί όλο και περισσότερο κομμάτι της καθημερινότητάς μας.


(Στα ακουστικά το «Πες μου κάτι» του Θανάση Παπακωνσταντίνου).

Get this widget | Track details | eSnips Social DNA


*Πρώτη δημοσίευση
περιοδικό πολιτισμού Ως3,
Αύγουστος 2009.

25 Ιουνίου 2009

Candy Blue

Δεν είναι ένα το χρώμα της πόλης. Δεν την μονοπωλεί ένα πρόσωπο, μία μυρωδιά ή ένας ήχος. Δεν είναι κάτι ενιαίο, δεν μαθαίνεται σε μια διαδρομή. Είναι συνισταμένη από χιλιάδες συνιστώσες. Η πόλη έχει εικόνες άλλων πόλεων, έχει συνδεδεμένα «πακέτα» από ζωές που ήρθαν και συνεχίζουν να έρχονται, απλώνοντας τις δικές τους αποχρώσεις καθιστώντας την καθημερινότητά μας ένα συνεχές αλισβερίσι. Η πόλη θυμίζει κολάζ. Έργο τέχνης από κείνα που σου παίρνει μήνες ή και χρόνια να τα γνωρίσεις κι άλλο τόσο πως τα έκανες δικό σου. Κι όμως την ώρα που βαστάς τα ινία της σιγουριάς, που έχεις κάνει τις μετρήσεις έχοντας κρίνει και συγκρίνει όλα τα μεγέθη, το μάτι σου ανακαλύπτει μια γωνιά που μέχρι τότε σχεδόν δεν υπήρχε. Ένα σημείο βαφτισμένο στη διακριτικότητα, εξίσου σημαντικό με εκείνα που κυριαρχούν από το σύνολο. Ένα σημείο που μπορεί να στρέψει τη γνώμη σου σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση.

Σαν άνθρωπος μιας πόλης που αναζητά καθημερινά τις πολλαπλές της ταυτότητες, η Candyblue μας παίρνει από το χέρι και μας τριγυρνά στα στενάκια εκείνης της καθημερινότητας που βιώνουν χιλιάδες ανάμεσά μας. Η φιλία, η μοναξιά, ο έρωτας, η μουσική αποτελούν τα πρωτογενή συστατικά αυτού του blog. Ακόμα και η φυγή έχει τη θέση της. Το αποτέλεσμα που εισπράττει ο αναγνώστης έχει φύση διττή. Από τη μία, η γραφή με χαρακτήρα ημερολογιακό. Ανατρέχεις στα γραμμένα του παρελθόντος με την αίσθηση πως κάποια φίλη σού εξιστορεί τα δικά της. Κείμενα τα οποία πέρα από τα άυλα των προσωπικών της στιγμών ανασαίνουν στον παλμό ενός αστικού περιβάλλοντος που χωράει σχεδόν τα πάντα, ωστόσο ακολουθεί την τέχνη ως τη γενετήσια δύναμη. «Το να είσαι νοήμων και λογικός άνθρωπος σε περιθωριοποιεί πια σε μειονότητα που αρχίζει και ενοχλεί την πλειονότητα. Η αλήθεια όμως υπάρχει μέσα στον καθένα. Δεν θα αργήσει να βγει. Σαν τα φτερά που σκίζουν το σώμα της πεταλούδας. Δεν θα αργήσει. Και αυτό δεν είναι ποίηση. Είναι η αλήθεια και α-λήθεια σημαίνει κάτι που δεν μπορεί να ξεχαστεί» Διακριτικά μια νοσταλγία περιφέρεται πότε- πότε χαιρετώντας σαν μοναχικός περιπατητής που πλήττει αφάνταστα στη σιωπή του «Και ο χειμώνας καθαρίζει τα τζάμια των γυαλιών του και ανάβει τσιγάρο φτιάχνοντας χοντρά γκρι σύννεφα. Ξεφυλλίζω παλιά ημερολόγια και μυρίζω παλιές φωτογραφίες. Ψαχουλεύω τα συρτάρια της εφηβείας μου και κρυφοκοιτάζω το παρελθόν που με πέταξε ως εδώ τρικλίζοντας. Πως μου το είπες αυτό; «Σύννεφα σαν αφράτοι κουραμπιέδες που κάποιος τους πάτησε και τα κομματάκια τους διαλύθηκαν». Από την άλλη η ίδια η τέχνη με τη μορφή κολάζ. Κάθε κείμενο και πίνακας, κάθε πίνακας μια γειτονιά της πόλης, άλλοτε ήρεμη και νηφάλια κι άλλοτε φορτισμένη με αισθήματα τρικυμίας. Φυσικά δεν λείπουν και οι ταξιδιωτικές αναφορές με φωτογραφίες να κολλιούνται σε ρόλους που επιβεβαιώνουν το σουρεαλισμό του όλου εγχειρήματος, οι εποχές του χρόνου φιλτραρισμένες σε ασυνήθιστο «καμβά», οι κοινωνικές αναταραχές που υποβόσκουν συνεχώς και η νύχτα που ό,τι κι αν συμβεί είναι πιστή στο ραντεβού της.

Καθένα ξεχωριστά, καθένα κι ένας ρόλος για το σύνολο. Εξάλλου, ως σκηνοθέτης τηλεοπτικών τρέιλερ στην πραγματικότητα, η Candyblue, γνωρίζει καλά την τέχνη τού να μιλάς ενώνοντας κομμάτια από διαφορετικά puzzle. Να καταθέτεις απόψεις, πυκνώνοντας τα νοήματα και ανακατεύοντας τις ιστορίες διαφορετικών τόπων και ηρώων. Κι όλα αυτά να συγκροτούν την πορεία προς μια αναζήτηση εαυτού μέσα στην πόλη. Με ό,τι καλό και ό,τι άσχημο έχει εκείνη να προσφέρει. Έτσι η Candyblue οικειοποιείται τις διακυμάνσεις και προχωρά κάνοντας τέχνη.

(Στα ακουστικά «Ένα κλεμμένο ποδήλατο» από τους Stereo Nova)

Get this widget | Track details | eSnips Social DNA

ΥΓ: Ο πίνακας που κοσμεί το άρθρο είναι έργο της Candyblue.


*Πρώτη δημοσίευση
περιοδικό πολιτισμού Ως3,
Ιανουάριος 2009.

24 Μαΐου 2009

Old Boy




Στέκομαι σχεδόν αμήχανα μπροστά στην πρόκληση να γράψω πέντε πράγματα για το συγκεκριμένο blog. Αν και το ζήτημα της επιλογής κάθε μήνα αποθέτεται στην πλήρη ελευθερία του γράφοντος, στην πραγματικότητα το blog του Old Boy θα μπορούσε να καλύψει από μόνο του και χωρίς άλλες προσθήκες το συγκεκριμένο κείμενο. Παρά μόνο κόβοντας και ράβοντας λίγες από τις εκατοντάδες φράσεις κλειδιά που διατυπώθηκαν σε μια πορεία τεσσάρων -αισίως- ετών από την ημέρα που πρωτοδιαβάσαμε το εναρκτήριο post: Καλησπέρα, καλώς σας βρήκα. Αν, δηλαδή, σας βρήκα κι αν με βρείτε [...]. Αν τυχόν όμως βρεθούμε, και φτάσουμε κάποτε στο σημείο να ψιθυρίσουμε κάτι ο ένας στον άλλο, τότε ο υπολογιστής μας θα μοιάζει τόσο με το αυτί της Σκάρλετ Γιόχανσον, όσο και οι λέξεις που πατάμε στα πληκτρολόγια με τις λέξεις του Μπιλ Μάρρευ. Ίσως τότε, δια της συναισθήσεως, αποκρυπτογραφήσουμε και τι της είπε.

«Άποψη»...λέξη που συνοψίζει τη δραστηριότητα του Old Boy καθώς και κείμενα γραμμένα υπό διάφορες συνθήκες και με αφορμές παρμένες από μια ευρεία γκάμα ενδιαφερόντων σχηματίζουν μια γεύση για το πώς αντιλαμβάνεται ο ίδιος την καθημερινότητα και πολύ περισσότερο πώς την αντιμετωπίζει. «Άλλο το "όλα είναι δρόμος" κι άλλο το "εδώ είναι το σπίτι μου"». Μια από τις μεγαλύτερες αγάπες του Old Boy είναι ο κινηματογράφος. Αγάπη που δεν σταματάει εκεί, αλλά επεκτείνεται για να αντλήσει παραδείγματα και αφορμές για απίστευτους παραλληλισμούς με την ίδια τη ζωή. Δεκάδες posts που πιάνονται από την άκρη ενός φιλμ, εντοπίζουν με το μικροσκόπιο σκηνές που για τους περισσότερους σημαίνουν από ελάχιστα έως τίποτα και βάζουν αντικριστά ανάλογες στιγμές της ζωής και της καθημερινότητας. Έπειτα ανακατεύουν επιδέξια και μας προσφέρουν ολοκληρωμένες παραβολές, με έξυπνες ατάκες και μια παραγωγή συμπερασμάτων που θα ζήλευε ο κάθε χρονογράφος διάσημων εφημερίδων. Κάπως έτσι συμβαίνει και με την πολιτική και τα μέσα μαζική ενημέρωσης «Αν το κάθε σκάνδαλο της ημερησίας διάταξης κρίνεται σε τηλεοπτικό και όχι σε δικαστικό χρόνο, λογικό είναι τηλεοπτικής φύσεως να είναι και τα αποδεικτικά μέσα. Έτσι, στο δημόσιο βίο της χώρας η στιγμή της αλήθειας του καθενός αποτυπώνεται πλέον αυθεντικά στα μεν τηλεπαιχνίδια μέσω ανιχνευτή ψεύδους, στις δε ειδήσεις και τις εν γένει ενημερωτικές εκπομπές μέσω ηχογραφημένης ή βιντεοσκοπημένης καταγραφής συνομιλιών και πράξεων.» Έτσι και με τα αθλητικά θέματα και γεγονότα (οπαδός του Παναθηναϊκού ο ίδιος): «Ψάχνω να βρω το "τότε" και δεν βρίσκω ένα εύκαιρο, οπότε αφού ο λόγος περί ανταγωνιστικότητας, εκείνο που μπορώ να πω λίγες ώρες πριν τον ημιτελικό του φάιναλ φορ, είναι ότι από ένα επίπεδο επιτυχίας και πάνω μια ομάδα λογοδοτεί μόνο στον εαυτό της, την δική της ιστορία, τα δικά της ρεκόρ, τον δικό της μύθο».

Η ελληνική κοινωνική πραγματικότητα βρίσκει πολλά πράγματα να εκφράζονται μέσω του Old Boy. Παρελθόν και παρόν σε μια συνάρτηση με τη χαρακτηριστική λατρεία του μέλλοντος, δένονται κόμπο προκειμένου να αναδειχθούν (ακόμα και χιουμοριστικά, μα με μια πλήρη επίγνωση αλήθειας) τα στοιχεία που χαράζουν για χρόνια την ταυτότητά μας, ως κάθε σύνολο μέσα στα σύνολα. «Ακόμη και στην μέρα της μαρμότας μπορεί κανείς να βρίσκει τελικά ισορροπία, σκοπό και νόημα, αν ακόμη και όταν τα έξω γεγονότα συμβαίνουν κάθε μέρα με τον ίδιο ολόιδιο τρόπο εσύ μπορείς να βγάζεις άκρη στηριζόμενος στα μέσα γεγονότα σου, στον τρόπο που φιλτράρεις, επεξεργάζεσαι και διαδράς με τον έξω κόσμο, τότε εξ αντιδιαστολής πρέπει να δεχτούμε ότι στις μέρες της μη μαρμότας, στις μέρες δηλαδή που εξωτερικά τίποτα δεν είναι μοιραίο να συμβεί με τον ίδιο ολόιδιο τρόπο, αν εσύ εξακολουθείς και ζεις ίδια ολόιδια είναι επειδή την μαρμότα την κουβαλάς μέσα σου».

Μιας και ο Old Boy είναι πολίτης της Ελλάδας και δη της Αθήνας, με όλη τη σημασία της λέξεως και τουλάχιστον όπως δηλώνει η τετράχρονη πορεία του στο χώρο των blogs, ας μου επιτραπεί να σφραγίσουμε το τέλος του κειμένου με ένα ακόμη απόσπασμα που αφορά στην ουσία της διαχείρισης των πόρων και των δυνατοτήτων αυτής της πόλης, όσο χιουμοριστικό κι αν δείχνει με την πρώτη ανάγνωση. «Ο Νικήτας Κακλαμάνης τραγουδούσε σε τσακίρ κέφι το αγαπημένο του τραγούδι: 'Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο, τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο'. Αναρωτήθηκε για πολλοστή φορά πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκουν αυτά τα λόγια μελαγχολικά κι ονειρεύτηκε για ένα νανοσεκόντ μια υψικάμινο Κύπρου και Πατησίων γωνία. Ήταν πραγματιστής όμως και ήξερε ότι στη χώρα της οικολογικής τρομοκρατίας και του ΣτΕ κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο».



(Στα ακουστικά «Για την Ελλάδα» του Σωκράτη Μάλαμα).


Get this widget | Track details | eSnips Social DNA



*Πρώτη δημοσίευση
περιοδικό πολιτισμού Ως3,
Μάιος 2009.

11 Μαΐου 2009

Ποιείν

Την ώρα που ένα μεγάλο μέρος κριτικού και αναγνωστικού κοινού μοιάζει να αμφιβάλει για το μέλλον του βιβλίου με τη μορφή που έχει σήμερα, στον κόσμο των blogs γεννιέται ένας διαφορετικής υφής πολιτισμός: πεζογράφοι, ποιητές, δοκιμιογράφοι και κριτικοί καταθέτουν τη δουλειά τους δημόσια, αδιαφορώντας για πωλήσεις, διαφημίσεις σε ένθετα εφημερίδων και προθήκες βιβλιοπωλείων. Κι ενώ η έντυπη λογοτεχνία συγκεντρώνει τον κόσμο της κατά κύριο λόγο σε τεύχη ασταθούς περιοδικότητας και περιορισμένης διάθεσης, η ελληνική μπλογκόσφαιρα διαθέτει απλά το Ποιείν.

«Η Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης «poiein.gr» είναι μια ιστοσελίδα για ποιήματα, ποιητές και ποίηση (ίσως…) από όλο τον κόσμο. Από τον Δεκέμβριο 2006 λειτουργεί ως διαδικτυακό λογοτεχνικό περιοδικό με καθημερινή ανανέωση το οποίο περιέχει 14 μόνιμες στήλες. Παραπέμπει σε επιλεγμένους συνδέσμους για την ποίηση και όχι μόνο (προσωπικά
blogs, διαδικτυακά περιοδικά, μουσικά sites κ.α). Ο ιδρυτής του Ποιείν, ψυχίατρος στο επάγγελμα, Σωτήρης Παστάκας, μάχιμος της ποίησης στην Ελλάδα εδώ και 27 συναπτά έτη, με έξι ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό του, μεταφράσεις, δοκίμια και συμμετοχές σε συνέδρια ανά τον κόσμο, συνεργάζεται με τον φιλόλογο και δημοσιογράφο Σπύρο Αραβανή δημιουργώντας ένα blog, ισχυρό πυρήνα λόγου και τέχνης. Έναν πυρήνα που καταφέρνει και συγκεντρώνει αφενός ανθρώπους με έντονη παρουσία στον χώρο του βιβλίου και των τεχνών, αφετέρου όσους επέλεξαν την ανεξάρτητη οδό του διαδικτύου. Με τα σχόλια ανοικτά κι ευπρόσδεκτα σε κάθε δημοσίευση, επιτυγχάνεται ο δημόσιος διάλογος που στερείται εδώ και χρόνια η ελληνική πραγματικότητα της λογοτεχνίας: επιχειρήματα, απόψεις, παραπομπές και επικλήσεις σε καταξιωμένους ποιητές διαφόρων εποχών τρέχουν παράλληλα σε ένα τεραίν φτιαγμένο από την ίδια την τέχνη. Γνωστοί bloggers της ποίησης όπως ο Γιώργος Μίχος, ο Σωκράτης Ξένος, ο Θεοδόσης Βολκώφ και ο Γιάννης Κυριαζής, συμμετέχουν ως σχολιαστές, συζητούν, παρατηρούν, διαφωνούν και αναλύουν από την δική τους οπτική γωνία πρωτοεμφανιζόμενους, καθιερωμένους, νέες λογοτεχνικές κυκλοφορίες αλλά και αναλύσεις σε ήδη δημοφιλή και πολυδιαβασμένα έργα. Καθημερινά παρόν στα λογοτεχνικά δρώμενα, το Ποιείν, αποτελεί εδώ και καιρό ένα από τα βασικότερα εργαλεία ενημέρωσης στον χώρο της λογοτεχνίας. Ενίοτε αιχμηρό, διακριτικά επαναστατικό αλλά πάντοτε με σεβασμό απέναντι στη διαφορετικότητα και τις ανάγκες αυτής της ιδιόρρυθμης εποχής για την ποίηση και τη λογοτεχνία, ξέρει να στηρίζει ό,τι αξίζει, να προσπερνά τις μικρότητες των ανθρώπων και να τακτοποιεί τις αλαζονικές συμπεριφορές της διαδικτυακής ανωνυμίας εκεί που τους αρμόζουν.

Με όπλο τον ανεξάρτητο χαρακτήρα του, μακριά από εκδοτικούς οίκους και εταιρίες και με βασικά προτέρημα την καθημερινή του ανανέωση, το Ποιείν καταφέρνει και συγκεντρώνει ένα ευρύ φάσμα λογοτεχνικών σχολών, εποχών και χαρακτηριστικών, που πολλές φορές είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Όπως σε κάθε blog, ανάλογα με την δομή που επιθυμεί ο συντάκτης, κάθε δημοσίευση τακτοποιείται σχετικά με την προέλευση ή το περιεχόμενό της σε συγκεκριμένες κατηγορίες, καθώς επίσης και ημερολογιακά. Έτσι, στις δεκατέσσερις μόνιμες στήλες του Ποιείν, συναντάμε ποιητές από όλο τον κόσμο, νέους- πρωτοεμφανιζόμενους, παρουσιάσεις βιβλίων, underground ποιητές, κείμενα για την αγορά του βιβλίου, μικρά δοκίμια ποιητικής, αναγνώσεις- κριτικές κ.α καθώς και την ιδιαίτερη στήλη με τίτλο «Spontaneous Anthology», στην οποία παρουσιάζεται μοντέρνα ελληνική και ξένη ποίηση, επιλεγμένη και σχολιασμένη από φίλους- αναγνώστες του Ποιείν κι όπου προτείνονται ποιήματα (όχι ονόματα), σε μια προσπάθεια απόσταξης των άξιων δημιουργιών, μακριά από τη δημοσιότητα και τον μύθο των ίδιων των δημιουργών τους.

Όλες αυτές οι κατηγορίες, μαζί με τις συμμετοχές των ίδιων των αναγνωστών και τη συνδρομή όσων ξεδιψάνε χρόνια απ’ την πηγή της λογοτεχνίας, συνθέτουν αρμονικά μια στιβαρή και ενημερωμένη επιθεώρηση τέχνης που, όχι μόνο δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα ομότεχνα έντυπα που κυκλοφορούν, αλλά πολλές φορές είναι σε θέση να διδάξει. Η γνώση, η πολυφωνία, η ελευθερία του λόγου, η άμεση ανταπόκριση στα ερεθίσματα της καθημερινότητας και η προσφορά βήματος σε νέες φωνές με βάση την ουσία, είναι όσα χρειάζεται η εποχή μας για να μπορέσει να θρέψει τα παιδιά της και να παράξει έναν υγιή πολιτισμό.


*Πρώτη δημοσίευση
περιοδικό πολιτισμού Ως3,
Ιούνιος 2008
.

15 Απριλίου 2009

Μουσικά Προάστια


Τον τελευταίο καιρό αρχίζει και φεύγει από μέσα μου εκείνη η ανησυχία σχετικά με το ρόλο που καλούνται να διαδραματίσουν τα blogs, ως νέα μορφή έκφρασης και επικοινωνίας. Τα πράγματα φαίνεται να ξεπέρασαν τον ενθουσιασμό αλλά και την ταραχή που τα περιέλουσαν από τη μια μέρα στην άλλη και να στηρίζονται μόνο στις γερές κολώνες. Ό,τι δεν κατάφερε να επιβιώσει ας πάει στο καλό. Ό,τι κατάφερε να μείνει ενεργό, είναι εκείνο που κοίταξε κατάματα τις πραγματικές μας ανάγκες.

Κοινωνικός, προσωπικός, εκπαιδευτικός, δημοσιογραφικός, πολιτικός, λογοτεχνικός…όποιος κι αν ήταν ο χαρακτήρας, κάθε blog που καταφέρνει να ακόμα και δύο περίπου χρόνια μετά το μεγάλο «μπαμ» να διατηρεί ένα έρμα στη θεματολογία και τη συνέπειά του, μάλλον αποδεικνύει πως έχει λόγο ύπαρξης. Ένα τέτοιο, ζωντανό παράδειγμα είναι και τα Μουσικά Προάστια. Όπως αναφέρεται και στη σελίδα του προφίλ, πρόκειται για μια διαδικτυακή, μουσική εφημερίδα τοίχου η οποία, εκδιδομένη με τη μορφή blog, επιβλέπεται από μια επιτροπή τεσσάρων- πέντε ατόμων. Με τον γνωστό δημοσιογράφο Ηρακλή Οικονόμου στο τιμόνι, τα Μουσικά κάνουν μία «μη κερδοσκοπική προσπάθεια αφιερωμένη στην έρευνα και κριτική ανάλυση της ελληνικής μουσικής, της αισθητικής και της ιδεολογίας της. Κύριος στόχος είναι η τεκμηρίωση της διαχρονικότητάς του ελληνικού τραγουδιού και η διαφύλαξη της ιστορικής του μνήμης, ως αντίδραση σε όσα τροφοδοτούν την σημερινή του παρακμή. Τα Μουσικά Προάστια παράγουν τις δικές τους καταγραφές, αλλά και αναδημοσιεύουν το λόγο δημιουργών και μελετητών. Βασιζόμαστε στη συλλογικότητα και περιμένουν τη δική μας συνεισφορά…»

Συνεντεύξεις δημιουργών, καλλιτεχνών, ερμηνευτών, ανθρώπων της μουσικής και του πολιτισμού, αναδημοσιευμένες στην πλειοψηφία τους από μεγάλα έντυπα σε έναν παρελθοντικό ορίζοντα τουλάχιστον εικοσιπενταετίας (!) αποτελούν ένα μεγάλο κομμάτι του αρχείου των Μουσικών Προαστίων. Από τη μία, οι συνεργάτες του blog, δημοσιογράφοι στην πλειοψηφία τους, φροντίζουν να μας θυμίζουν όσα ειπώθηκαν πριν πολύ καιρό και υπό άλλες συνθήκες, να αναζωπυρώνουν τις μνήμες και την αγάπη όλων εκείνων που νοιάζονται το ελληνικό τραγούδι και αναζητούν τη γνώση του σε βάθος. Από την άλλη, στήλες απόψεων όπως η «Ογδόντα και σήμερα», αφιερωμένη στη μουσική δεκαετία του ’80 καθώς και η στήλη «Μαρτυρίες» όπου καλλιτέχνες και δημοσιογράφοι μιλούν μέσα από βιώματα για προσωπικότητες του τραγουδιού, όπως τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Μάνο Ελευθερίου, τη Μαρία Δημητριάδη και άλλους προσεγγίζουν τις διάφορες προσωπικότητες μέσα από το πρίσμα εκείνων που τις έζησαν από κοντά. «Γιατί θα της οφείλω μέχρι τέλους της Μαίρης (Μαίρη την λέγαμε); Διότι μαζί φτιάξαμε τον τρόπο μας· αυτή τον τρόπο να τραγουδάει κι εγώ τον τρόπο να συνθέτω. Είναι περίεργο πράγμα. Αν δείτε πώς εκφέρει τις συλλαβές, πώς γεμίζει αυτό το στόμα με μία συλλαβή... κι αυτό δεν βγήκε κατόπιν διδασκαλιας, βγήκε κατόπιν μίας πολύ κοντινής επαφής. […]Μάθαμε μαζί να συλλαβίζουμε τους τρόπους μας, αυτή τον τρόπο του να ερμηνεύει, κι εγώ τον τρόπο του να γράφω εκείνες τις συλλαβές που αυτή θα ερμήνευε.» αναφέρει μεταξύ άλλων ο Θάνος Μικρούτσικος για τη Μαρία Δημητριάδη στις «Μαρτυρίες» στις 9/2/2009.

Πέρα από όλα αυτά, τα Μουσικά Προάστια (αφού δουν- ακούσουν- μελετήσουν) μας προτείνουν. Τόσο μέσα από τα banners που βρίσκονται στο πλάι και που κατά καιρούς αλλάζουν ανάλογα με την περίσταση, όσο και μέσα από κείμενα- αναφορές σε δίσκους, δημιουργούς, πολιτιστικές στήλες σε ένθετα και διαδικτυακά περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς…

Ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, χωρίς να ξεφεύγει ποτέ από τον βασικό του άξονα που είναι η ελληνική μουσική και οι άνθρωποί της, συγκεντρώνεται σε ένα μόνο κλικ. Το δημοσιογραφικό, κατ’ ουσία, αυτό blog, ενεργό και σε δημόσια θέα από τις 8/4/2007 αποτελεί ένα παράδειγμα πως με το πέρασμα του χρόνου τα πάντα ξεκαθαρίζονται. Εκείνα που μένουν παρόντα είναι μόνο όσα έχουν κάτι να μας δώσουν. Κάτι από αυτά που χρειαζόμαστε σαν αναγνώστες, ανήσυχοι και συνεχώς φιλομαθείς. Εν προκειμένω ποιότητα, εγκυρότητα, συνέπεια και αγάπη για τον τρόπο που εκφράζονται οι γνήσιες αγωνίες μας.

*Πρώτη δημοσίευση
περιοδικό πολιτισμού Ως3,
Μάρτιος 2009.

ΥΓ: Ευχαριστώ πολυ τον Ηρακλή Οικονόμου για την παρότρυνση.

Συνέντευξη με τη Γιώτα Νέγκα

Μια λαϊκή φωνή, μια δυναμική γυναίκα, ένας ενδιαφέρον συνομιλητής on και off the record. Μια παρουσία στο χώρο του τραγουδιού που αν και δισκογραφικά δεν μας έχει καλομάθει (μετρά μόνο 2 προσωπικούς δίσκους, ένα single και μερικές συμμετοχές σε μια ενεργό πορεία 17 ετών…) η ύπαρξή της θεωρείται σχεδόν αυτονόητη. Τουλάχιστον για εκείνους που αγαπούν το τραγούδι στο σύνολό του και δεν το θεωρούν είδος προς κατανάλωση. Κι αυτό γιατί, όπως λέει η ίδια, είναι «παιδί του live». Η Γιώτα Νέγκα είναι ένας άνθρωπος που πιστεύει ότι ο χρόνος μας φέρνει το καλύτερο από όσα μάς αξίζουν, δεν κυνηγά τίποτα και κανέναν και αναζητά συνεχώς την ουσία των πραγμάτων μέσα στην τέχνη χωρίς να την αποσπούν τα περεταίρω.

Ας πέσουμε κατευθείαν στα βαθειά. Νιώθετε «λαϊκή τραγουδίστρια» κυρία Νέγκα;

Νιώθω ότι ο πυρήνας μου είναι λαϊκός. Μεγάλωσα με το λαϊκό τραγούδι κι έτσι δεν μπορεί να λείπει από τη ζωή και τη σκέψη μου.

Βρίσκετε διαφορά στο λαϊκό τραγούδι του σήμερα σε σχέση με το παρελθόν;

Φαινομενικά υπάρχουν διαφορές, όμως θεωρώ ότι κάθε εποχή έχει τη δική της γλώσσα για τη λαϊκότητα και γι’ αυτό η σημερινή εποχή απαιτεί τη δική της για να φτιαχτεί καλό λαϊκό τραγούδι. Πρέπει να την απαιτεί. Φυσικά, εξακολουθούν να μας αγγίζουν και τα κλασικά λαϊκά τραγούδια, εκείνα που είναι χαραγμένα στα γονίδια και στο DNA μας.

Δεν είναι κάπως δύσκολο για τα καινούργια λαϊκά τραγούδια να επιβιώσουν και να καθιερωθούν στις συνειδήσεις των ανθρώπων, όταν, στις ζωντανές βραδιές των σύγχρονων λαϊκών μαγαζιών, το μεγαλύτερο μέρος του προγράμματος αποτελείται του από παλιά λαϊκά;

Αυτό είναι μια απόδειξη πως ό,τι αξίζει κερδίζει τη μάχη με το χρόνο και μένει στην ψυχή μας. Όσον αφορά τα καινούργια τραγούδια, εκείνα που έχουν λόγο ύπαρξης, εκείνα που φτιάχτηκαν από εσωτερική ανάγκη των δημιουργών, βρίσκουν τη θέση τους στην καρδιά των ανθρώπων. Εκείνα που εξυπηρετούν άλλους σκοπούς κρατούν ένα φεγγάρι και πολύ τους είναι. Ο χρόνος πάντα δείχνει τι αξίζει.

Είστε πολλά χρόνια στο χώρο του τραγουδιού. Μετράτε ωστόσο, δισκογραφικά, μόνο ένα
cd single, δύο δίσκους και μερικές συμμετοχές σε δουλειές άλλων. Να υποθέσω ότι είναι επιλογή σας;

Δεν είναι επιλογή βάσει χρονοδιαγράμματος ή στρατηγικής. Τα πράγματα έρχονται όταν είναι να έρθουν. Το «Με τα μάτια κλειστά» ήρθε και με βρήκε. Το «θέλω άνθρωπο» επίσης, τα τραγούδια είχαν ήδη γραφτεί. Ο δίσκος με τον Βαγγέλη Κορακάκη έγινε από ένα συντονισμένο «θέλω» και των δυο. Ό,τι συνέβη μέχρι τώρα δεν το κυνήγησα. Αφενός γιατί δεν ήξερα πώς να το κάνω, αφετέρου γιατί έχει άλλη γλύκα κι άλλη αίγλη να σε βρίσκει κάποιος ξαφνικά και να σου προτείνει συνεργασία. Ως ένα βαθμό μπορείς να οργανώσεις τη ζωή σου, να βάλεις στόχους επίσης. Από κει και πέρα δεν μπορείς να τα κάνεις να έρθουν όπως τα θέλεις την ώρα που τα θέλεις. Μπορεί να έχει περάσει πολύς χρόνος, όμως νιώθω ότι όλα έχουν έρθει μια χαρά.

Ποιο το κίνητρό για να κάνετε έναν δίσκο;

Το υλικό και η παρέα. Αυτή την περίοδο ετοιμάζω έναν δίσκο που ανταποκρίνεται και στα δύο, μαζί με τον Γιώργο Ανδρέου. Από μία άποψη αυτός ο δίσκος θα είναι πολυσυλλεκτικός, γιατί θα συμμετέχουν πολλοί φίλοι και κυρίως νέοι δημιουργοί.

Κάνατε λόγο για παρέα. Λείπουν οι παρέες και οι δημιουργικοί πυρήνες στο ελληνικό τραγούδι;

Το στοιχείο αυτό δεν επικρατεί στον βαθμό που επικρατούσε παλαιότερα. Σαν να χαθήκαμε λιγάκι μεταξύ μας. Με χαρά όμως βλέπω ότι η παρέα αναβιώνει, είναι ανάγκη. Καταλαβαίνουμε σιγά- σιγά ότι εκεί είναι η ουσία των πραγμάτων.

Παίζει όμως ρόλο και το γενικότερο κλίμα της εποχής, η οικονομική κρίση, οι κοινωνικές αναταραχές…

Όλα αυτά μας χτυπάνε καμπανάκια. Συνειδητοποιούμε τελικά ότι ενώ τρέχουμε όλη την ημέρα, στην ουσία δεν έχει συμβεί τίποτα. Σε όλα τα εύκολα επέρχεται κι εύκολος κορεσμός, αυτό το έχουμε καταλάβει. Οι νέοι σήμερα καταλαβαίνουν περισσότερα. Υπάρχει ανάγκη για παρέα, για έναν πυρήνα όπου ο ένας γνωρίζει τον άλλο, ζυμώνεται, ανακαλύπτει καινούργια πράγματα. Η τάση υπάρχει και καλά θα κάνουν μερικοί να το βάλουν στο μυαλό: δημιουργούνται νέες καταστάσεις.

Ας περάσουμε στη συνεργασία σας με τον Μίλτο Πασχαλίδη. Ξεκίνησε αν δεν κάνω λάθος το 1995, με τη συμμετοχή σας στο τραγούδι «Μάτια που δεν βλέπονται».

Ο Μίλτος είναι φίλος από τα παλιά. Εκείνη ήταν η πρώτη μου συμμετοχή στη δισκογραφία. Είχα τότε έναν μουσικό χώρο στο Μοσχάτο, το «Έμμετρο», όπου τραγουδούσα παρέα με φίλους. Αν θυμάμαι καλά, η πρώτη επαφή έγινε μέσω του τραγουδοποιού Θοδωρή Παυλάκου που εκείνη την περίοδο συνεργαζόμασταν στη σκηνή και ο οποίος επίσης συμμετείχε στον δίσκο. Από αυτή τη συμμετοχή πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να τραγουδήσω το «Τώρα που είδα τ’ όνειρό σου». Εγώ άργησα να μπω στη δισκογραφία και ο Μίλτος ανέπτυξε την περπατησιά του πολύ γρήγορα και άξια. Ήρθε όμως ο καιρός, όπως είπαμε και πριν, και ξαναβρεθήκαμε. Τώρα και με τις ζωντανές μας εμφανίσεις δίπλα στο ποτάμι.

Πιστεύετε αρκετά στη μοίρα, απ’ ότι αντιλαμβάνομαι.

Ναι, πιστεύω. Όλα για κάποιο λόγο συμβαίνουν και μου έχει αποδειχθεί περίτρανα τελευταία. Επίσης πιστεύω ότι ακόμα κι αν εσύ θέλεις κάτι πάρα πολύ, εκείνο που τελικά θα έρθει και θα σε βρει αποδεικνύεται πολύ σπουδαιότερο, γιατί έχει λόγο να έρθει.

Έτσι μένουν απωθημένα όμως.

Όχι πάντα. Απωθημένα μένουν όταν υπάρχουν εμμονές και οι εμμονές σε κάνουν να χάνεις την πραγματικότητα και την ουσία των πραγμάτων.

Οι εμμονές έχουν χαρακτηριστεί δημιουργικές από πολλούς καλλιτέχνες.

Ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος έχει πει κάτι που με βρίσκει πολύ σύμφωνη. «Όλα στη ζωή είναι και θέμα δόσης, όχι μόνο υλικού».

Πώς βλέπετε τα πράγματα με τις μουσικές σκηνές σήμερα;

Βλέπω αυτά τα μαγαζιά να πληθαίνουν και μου αρέσει.

Κάποιες από αυτές έχουν χάσει τον παλιό τους χαρακτήρα, πλησιάζοντας πιο πολύ σε αυτό που λέμε «πίστα»: από τις τιμές των τραπεζιών μέχρι τις κρατήσεις και το σέρβις.

Οι τιμές είναι ένα θέμα, ειδικά στη λεγόμενη οικονομική κρίση που ζούμε. Τα πράγματα είναι μια αλυσίδα. Αν σκεφτείς ότι παλιά, η χειμερινή σεζόν ενός καλλιτέχνη στη σκηνή διαρκούσε από τον Οκτώβριο μέχρι τον Μάιο, ενώ τώρα περιορίζεται σε είκοσι με εικοσιπέντε ημέρες, θα καταλάβεις καλύτερα πώς επηρεάζονται οι τιμές. Άλλο μεροκάματο θα ζητήσει ο μουσικός στην πρώτη περίπτωση, άλλο στη δεύτερη. Η ψυχή του ξέρει πότε θα ξαναβρεί δουλειά, πότε θα έχει να πληρώσει το νοίκι του. Αλλάζουν οι συσχετισμοί, ξέρεις. Κάποια πράγματα καλώς ή κακώς, δεν μπορούν να γίνουν αλλιώς.

Φταίει κάποιος;

Όλοι και κανείς. Είναι απόρροια της γενικότερης κατάστασης. Της αγωνίας του κόσμου, της δυσκολίας…το θέμα είναι να προσπαθήσεις να επιβιώσεις όποιος κι αν είσαι. Τις ίδιες ανησυχίες πάνω- κάτω νιώθω να έχω εγώ με το παιδί που σερβίρει.

Σχετικά με τα υπόλοιπα;

Σαφέστατα υπάρχουν και άλλα ενοχλητικά πράγματα στις μουσικές σκηνές, αλλά το ζητούμενο δεν είναι αυτό. Πρωτίστως πρέπει να εστιάζουμε σε αυτό που βρίσκεται επάνω στη σκηνή. Μας καλύπτει; Έχει καλώς.

Εσείς, είστε παιδί του
live, όπως λέτε. Τι σας δίνει δύναμη επάνω στη σκηνή;

Η διαδικασία που κοιτώ τον κόσμο και με κοιτά στα μάτια, που υπάρχει μια επικοινωνία, δεν συγκρίνεται με κανέναν δίσκο. Αυτή ήταν πάντα η ουσία των πραγμάτων. Παλιά, οι μεγάλοι μας συνθέτες, πρώτα δοκίμαζαν τα τραγούδια στο πάλκο και μετά τα δισκογραφούσαν. Επίσης πιστεύω πως εκεί κρίνεται ο τραγουδιστής και όχι από τους καλούς δίσκους. Επί τη ευκαιρία, θα ήθελα να ευχαριστήσω πάρα πολύ τον Θοδωρή Γκόνη και τον Κώστα Λειβαδά, που μου έδωσαν εν έτει 2007 την ευκαιρία να βιώσω κάτι τέτοιο. Στην παράσταση «Έχω άνθρωπο» φτιάξαμε τραγούδια, τα παίξαμε ζωντανά κι έπειτα θελήσαμε να τα κάνουμε δίσκο. Άσκησε επάνω μου μια τεράστια γοητεία αυτή η διαδικασία.

Σαν ακροάτρια τι αποζητάτε από μία ζωντανή μουσική παράσταση;

Να μου αγγίξει την ψυχή, τόσο απλό. Αλήθεια και ουσία. Να με κάνει να καταλάβω πως αυτό που ακούω και βλέπω πάνω στη σκηνή, έχει λόγο ύπαρξης. Αυτό θεωρώ ότι ισχύει και για όλες τις τέχνες, όχι μόνο για το τραγούδι.

Κλείνοντας, θα ήθελα να μας πείτε μας δυο λόγια για την Παλέτα, το μουσικό σχήμα που έχετε συγκροτήσει.

Είναι κάτι που ήθελα για πολλά χρόνια να κάνω. Με ρώτησες πριν αν νιώθω λαϊκή τραγουδίστρια. Έχω έναν λαϊκό πυρήνα, αλλά αγαπώ πολύ όλα τα υπόλοιπα μουσικά είδη. Πάντα ήθελα σε ένα πρόγραμμα να πω όλα αυτά που αγαπάω, γιατί νιώθω πως όλα τα είδη, από το λαϊκό και το ροκ τραγούδι μέχρι την τζάζ και την παραδοσιακή μουσική, είναι δεμένα μεταξύ τους. Συνυπάρχουν πολύ αρμονικά. Η Παλέτα λοιπόν είναι ένα ακουστικό σχήμα, χωρίς μεγάλες εντάσεις και ηλεκτρισμό, με την οποία ερμηνεύουμε ένα ευρύ φάσμα τραγουδιών. Πρόκειται για μια βεντάλια. Δραστηριοποιούμαστε κυρίως στην επαρχία, μιας και με το αθηναϊκό κοινό έχω συνομιλήσει πολλές φορές. Συνειδητοποιώ τελικά ότι το καλό τραγούδι αφορά πολύ κόσμο εκτός Αθηνών κι αυτό είναι πολύ ευχάριστο. Μπορείς να μάθεις πάρα πολλά από το κοινό της επαρχίας και πρώτα απ’ όλα να συνειδητοποιήσεις ότι η αλήθεια των ανθρώπων είναι μία και δεν έχει να κάνει με την τοποθεσία. Καταρχήν δεν μπορείς να το ξεγελάσεις και δεν σου χαρίζεται ποτέ αυτό το κοινό. Είναι αυθεντικό. Δεν υπάρχει αυτή η υπερπληροφόρηση που υπάρχει στις μεγαλουπόλεις κι έτσι δίνεται μεγαλύτερη προσοχή σε ό,τι καινούργιο συμβαίνει. Υπάρχει δίψα. Αυτή την περίοδο, βέβαια, και εν όψει των εμφανίσεων με τον Μίλτο στο «Δίπλα στο ποτάμι» θα σταματήσουμε για λίγο καιρό με την Παλέτα, όμως θα επανέλθουμε σύντομα.

*Πρώτη δημοσίευση Ως3,
Μάρτιος 2009.

Camly - A Responsive Blogger Theme, Lets Take your blog to the next level.

This is an example of a Optin Form, you could edit this to put information about yourself.


This is an example of a Optin Form, you could edit this to put information about yourself or your site so readers know where you are coming from. Find out more...


Following are the some of the Advantages of Opt-in Form :-

  • Easy to Setup and use.
  • It Can Generate more email subscribers.
  • It’s beautiful on every screen size (try resizing your browser!)
Subscribe Via Email

Subscribe to our newsletter to get the latest updates to your inbox. ;-)

Your email address is safe with us!