Με την είσοδο του καλοκαιριού αυξάνεται, ραγδαία θαρρώ, το αίσθημα της ενοχής, όσων από εμάς δυσκολευόμαστε να βρούμε λίγο χρόνο στην κάθε ημέρα μας για την ανάγνωση ενός βιβλίου. Το κοινό χαρακτηριστικό των τεμπέληδων της λογοτεχνίας είναι η διασκέδαση και όχι η ψυχαγωγία. Όσοι ξέρουν να ψυχαγωγούνται δεν απέχουν για πολύ από τη μυρωδιά του βιβλίου. Όσοι απλά διασκεδάζουν, προσπαθούν απλώς να ξεχάσουν. Έτσι, με την είσοδο και την εδραίωση του καλοκαιριού στην καθημερινότητα, συναντάμε όλο και περισσότερο κόσμο να έχει ανοιχτό ένα βιβλίο στο τραίνο, στα πάρκα, στις παραλίες. Κι επειδή κατά την κινέζικη παροιμία, «σε έναν πεινασμένο καλύτερα να του μάθεις να ψαρεύει παρά να τον κεράσεις ένα ψάρι», εμείς για το καλοκαίρι προτείνουμε ένα blog για βιβλιοφάγους.
Η Άννα Βαρνά είναι δασκάλα Αγγλικών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και ζει μόνιμα στη Λάρισα. Όπως μας λέει και η ίδια, σε αυτό το blog γράφει καταρχήν για τα βιβλία που διαβάζει και τη ζωή της παρέα με αυτά. Βιβλία από την παγκόσμια και την ελληνική λογοτεχνία, την ποίηση, τον περιοδικό τύπο αλλά και πολλά δρώμενα που αφορούν στο βιβλίο, όπως το ευρύτατα διαδεδομένο bookcrossing. Κάθε βιβλίο κρίνεται από το βλέμμα μιας επαγγελματία αναγνώστριας και σερβίρονται στο κοινό φιλτραρισμένα και έτοιμα προς αφομοίωση. Σχετικά με το βιβλίο The naming of dead του Ian Rankin για παράδειγμα, γράφει «Πώς μπορείς και διαβάζεις ένα αστυνομικό βιβλίο τη στιγμή που τόσα απίστευτα γίνονται στην αστυνομία στη χώρα σου; Νομίζεις άραγε ότι οι αστυνομικοί είναι καλύτεροι σε άλλες χώρες; Πιο εξευγενισμένοι, λιγότερο ρατσιστές; [.] Άλλωστε η αστυνομία είναι παντού ίδια (same shit) και μερικές φορές οι λέξεις που χρησιμοποιούνται είναι αποκαλυπτικές: Law Enforcement Force - Σώμα Επιβολής του Νόμου. Αλλά έλα που δεν επιβάλλουν το νόμο αλλά κάτι άλλο δικό τους, το νόμο της ζούγκλας ίσως;[.] Το βιβλίο μιλάει για περίπου 250.000 ανθρώπους που πάνε σε πορείες κατασκηνώνουν και διαμαρτύρονται χωρίς να ανοίξει ρουθούνι αλλά η τηλεόραση δείχνει ως συνήθως τα επεισόδια που προκαλούν καμιά εικοσαριά εγκάθετοι».
Στην ουσία όμως δεν πρόκειται για στυγνή βιβλιοκριτική με τη μορφή που την έχουμε συνηθίσει στα διάφορα έντυπα, όπου ο χώρος είναι πολύτιμος και οι ποσότητες των βιβλίων που προορίζονται για κριτική τεράστιες. Μέσα από τα κείμενά της αναπτύσσει σταυροειδείς αναφορές στις πλοκές των βιβλίων που διαβάζει, τους χαρακτήρες και τις τοποθεσίες, αλλά και παραλληλισμούς με τη δική της καθημερινότητα, τους ανθρώπους, τα απλά γεγονότα της ζωής της που λίγο απέχουν από τα δικά μας. Ένας αδιάκοπο πλέγμα λογοτεχνίας και ζωής. «Καταλαβαίνω ότι ένα βιβλίο έχει μπει πραγματικά μέσα μου όταν εκεί που καθαρίζω ψάρια, στο νεροχύτη μου στη Λάρισα, στο δεύτερο όροφο της πολυκατοικίας, σκέφτομαι ότι σίγουρα αυτή είναι μια πανάρχαια συνήθεια των ανθρώπων, ότι κάπως έτσι θα καθάριζαν τα ψάρια και οι γυναίκες των νησιών της Γαιοθάλασσας. [.] Η Ούρσουλα Λε Γκεν έχει αυτό το χάρισμα λοιπόν, με το γράψιμο της να μπαίνει στη σκέψη σου και να καρφώνεται εκεί. Να δημιουργεί ένα καινούριο κόσμο, που δεν είχες φανταστεί ποτέ. Ένα κόσμο με μάγους και σκιές, με υπεράνθρωπες δυνάμεις και σκοτεινές αδυναμίες».
Μέσα από τα κείμενά μαθαίνουμε ακόμα για πτυχές της ζωής της που συνδέονται έμμεσα ή άμεσα με τη λογοτεχνία. Έτσι, με λίγη προσοχή και συνεχή παρακολούθηση μπορεί κανείς να σκιαγραφήσει ένα αρκετά αντιπροσωπευτικό πορτρέτο της. Εξάλλου, η ίδια γράφει επώνυμα, αναλαμβάνοντας κάθε πιθανή ευθύνη για καλές και κακές κριτικές σε αντίθεση με την πλειοψηφία του χώρου η οποία καλύπτεται από την ανωνυμία των ψευδωνύμων «Τα ονόματα είναι μαγικά. Τα παιδιά το ξέρουν αυτό από την αρχή, γι' αυτό όταν τα ρωτάς 'πως σε λένε' δεν απαντάνε αμέσως, περιμένουν λίγο μέχρι να σε εμπιστευτούν και να μπορέσουν να σου πουν το όνομα τους. Στη μυθολογία της Ursula Le Guin τα ονόματα, τα αληθινά ονόματα των πραγμάτων είναι και η δύναμη τους. Δεν τα λες έτσι για ψύλλου πήδημα».
Χωρίς να πλατειάζει και να φλυαρεί, η Άννα δεν τσιγκουνεύεται τη γραφή, σε αντίθεση με άλλους bloggers, οι οποίοι αποφεύγουν συστηματικά τα «σεντόνια» (μεγάλα κείμενα). Είτε αυτό συμβαίνει από πλήξη είτε από αδυναμία στην ανάπτυξη, είτε από έλλειψη εκείνου του μικροβίου που σε κάνει να δωρίζεις όλο σου το «είναι» και το κουράγιο στη γραφή. Η Άννα Βρανά δείχνει να απολαμβάνει αυτή την προσφορά γνώσης και πείρας (αν μπορεί να εννοηθεί η έννοια πείρα στο χώρο της βιβλιοφιλίας) χωρίς φυσικά να περιμένει οποιουδήποτε είδους ανταπόδοση, παρά μόνο την ικανοποίηση πως η λογοτεχνία αποτελεί όλο και περισσότερο κομμάτι της καθημερινότητάς μας.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου