Translate

31 Δεκεμβρίου 2010

Επιβίωση




Η μία αίσθηση που έχω είναι ότι δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να χαρακτηρίσει επαρκώς και με μια λέξη το έτος που φεύγει. Το 2010 υπήρξε για τον καθένα από εμάς ξεχωριστό: για κάποιους ιδιαίτερα πολύπλοκο και συμπλεγματικό, για άλλους ένα σημείο καμπής, για πολλούς ένα έτος διαψεύσεων, για κάποιους άλλους πολλούς ένα έτος καταδίκης σε μια μακροχρόνια λιτότητα (όχι μόνο οικονομική, περισσότερο λιτότητα ευτυχίας θα την έλεγα). Για ελάχιστους ίσως, ένα καλό διάστημα στη ζωή τους∙ μικρομεγάλοι στόχοι που ίσως επετεύχθησαν,  πανελλαδικές εξετάσεις, πανεπιστημιακά πτυχία, μεταπτυχιακά, γεννητούρια, γάμοι, γνωριμίες και σχέσεις. 

Η άλλη αίσθηση έχει να κάνει με το 2011 που έρχεται σε λίγες ώρες (και πολύ άργησε να πω την αλήθεια). Η ελπίδα που μοιραία αποπνέει, όπως και κάθε νέος χρόνος που δίνει τη θέση του στον παλιό μαζί με τις καθιερωμένες ευχές, μοιάζει να είναι κούφια. Κι εξηγούμαι: δεν θέλω να φανώ πεσιμιστής, τουλάχιστον όχι σε αυτό το κείμενο, αλλά νιώθω πως, δεδομένων των συνθηκών και των εμπειριών, είναι ελάχιστοι εκείνοι που πιστεύουν ότι το ‘11 θα είναι καλύτερο του ’10. Κι αυτό φαίνεται στα βλέμματα μας την ώρα που επιστρέφουμε σπίτι με μια ολόκληρη μέρα στους ώμους (μια ματιά στον καθρέφτη θα μας πείσει) αλλά και σε εκείνες τις μικρές, καταληκτήριες στιγμές μας μέσα στις παρέες, όταν η βραδιά φτάνει στο τέλος. Εκεί που έχουμε τη γλυκόπικρη σιγουριά ότι δεν υπάρχει τίποτε άλλο να μοιραστούμε που να αξίζει αναφοράς και κουβέντας. Ίσως και μνείας. 

Τελικά ποιος είναι ο κόμπος που δένει το παλιό με το καινούργιο έτος μέσα μας; Η έννοια της αλλαγής; Της πίστης; Της ελπίδας; Της απώλειας; Της αμηχανίας. Για το τι θα ξημερώσει μια μέρα σαν την αυριανή, όταν τα μεθεόρτια θα μας κλείσουν το μάτι πλησιάζοντας. Για το τι άξιζε να κάνουμε διαφορετικά αυτούς τους δώδεκα μήνες που πέρασαν, τόσο διαφορετικοί και αποστασιοποιημένοι ήταν ο ένας από τον άλλο. Για το πού έπρεπε να ποντάρουμε και πού να επενδύσουμε βασισμένοι σε εκ των υστέρων προφητείες. Για το τι επιλέξαμε να μας ορίσει από εδώ και στο εξής. Χωρίς σωστούς υπολογισμούς, ούτε κατά προσέγγιση. Χωρίς ορατότητα. Χωρίς σιγουριά. Μα πάντα με την ίδια ελπίδα, χρόνια και χρόνια. Της επιβίωσης. 

27 Δεκεμβρίου 2010

Στο Δίφωνο Ιανουαρίου που κυκλοφορεί





* Άλκηστις Πρωτοψάλτη – Μάριος Φραγκούλης
Σεμνός και μετρημένος, με αναμφισβήτητο ταλέντο και ποικίλες
δεξιότητες, ο Μάριος Φραγκούλης θα βρεθεί στη σκηνή με την Άλκηστη
Πρωτοψάλτη για μια παράσταση που ευελπιστεί να πλησιάσει το
μιούζικαλ.

Ελένη Βιτάλη: «Έχω μαύρο αίμα, καταλαβαίνετε…»

Σταμάτης Κραουνάκης
Βρίσκεται εδώ, στο μικρό αυτό οικόπεδο –όπως αποκαλεί την Ελλάδα–
και παλεύει με τους δαίμονες του κράτους και της τέχνης του εδώ και 35
ολόκληρα χρόνια. Τους προσωπικούς του μοιάζει να τους έχει ξεπεράσει.

Παύλος Σιδηρόπουλος - Ένας δούρειος ίππος που κρύβει τα σκοτεινά
του δωμάτια
Στα τριάντα ένα του χρόνια δημιούργησε με το χέρι του τη διαχωριστική
γραμμή του τι πρέπει και τι δεν πρέπει να λέγεται ροκ στίχος

Social networks και καλλιτεχνική δραστηριότητα: Κάθε κλικ και
σταρ
Ένα σύμπαν που διαρκώς διαστέλλεται, παράλληλο προς την πραγματική
ζωή, όπου μικροί και μεγάλοι δικτυώνονται κοινωνικά σε μια διαδικασία
προβολής τής ζωής και της δραστηριότητάς τους, αλλά και την
παρακολούθηση των υπολοίπων.

Επίσης:
Μητέρα Φάλαινα Τυφλή, A Positive, Μωρά στη Φωτιά, Δήμος
Αναστασιάδης, Φωτεινή Δάρρα, Ευγένιος Δερμιτάσογλου, Αρλέτα,
Βασίλης Δήμας, Γιώργος Μαργαρίτης, Τάσος Χαλκιάς, Βικτώρια
Ταγκούλη, Όναρ, Κίτρινα Ποδήλατα, Γιώργος Φακανάς, Take That,
Cee Lo, Duffy, Yma Sumac, Peter Seeger

ΤΑ CD ΤΟΥ ΔΙΦΩΝΟΥ

Δίφωνο 2011

Πρόκειται για μια τριπλή συλλογή με τραγούδια που ξεχώρισαν και αγαπήθηκαν τη χρονιά που πέρασε από σημαντικούς παλαιότερους αλλά και ελπιδοφόρους καλλιτέχνες.

23 Δεκεμβρίου 2010

Εμμανουηλίδης & Παπαγεωργίου στο ΜΕΤΡΟ



Είναι η πρώτη φορά που οι δύο καλλιτέχνες ανεβαίνουν στη σκηνή ενός μαγαζιού σαν το Μετρό. Όσοι από εμάς τους είχαμε παρακολουθήσει στις μικρότερες μουσικές σκηνές όπου εμφανιζόταν τα τελευταία χρόνια είδαμε το μεγαλύτερό τους βήμα μέχρι σήμερα. Οι παραστάσεις πραγματοποιήθηκαν τις Δευτέρες 13 και 20 Δεκεμβρίου 2010 ενώ το ραντεβού μάλλον ανανεώνεται για το Φεβρουάριο. 

Από τη μία ο ήχος ήταν σχεδόν αψεγάδιαστος και καλορυθμισμένος, πράγμα που αναδείκνυε πλήρως τις φωνητικές ικανότητες της Μαρίας Παπαγεωργίου και τις χαρακτηριστικές ερμηνείες του Αλέξανδρου Εμμανουηλίδη. Από την άλλη, η αισθητική του μαγαζιού, τα φώτα αλλά και η πολύ καλή συμβολική, low budget διακόσμηση της σκηνής με χαρτόκουτα κι εφημερίδες, μοιάζει να φέρνει τους καλλιτέχνες ενώπιον της ιδιοσυγκρασίας τους. Η Μαρία Παπαγεωργίου είναι μια νέα, καταπληκτική τραγουδίστρια, η οποία ξεπέρασε το άγχος της απέναντι στον κόσμο μετά το πρώτο τραγούδι. 
Τόσο η χροιά και η έκταση τής φωνής, όσο και ο τρόπος που ερμηνεύει, μας θυμίζει ότι το καλό τραγούδι δεν θα πάψει να έχει ποτέ τους εκφραστές που τού αξίζουν, ακόμα και στις νεαρές ηλικίες.

Ο Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους τραγουδοποιούς της νέας γενιάς, έχοντας στο ενεργητικό του ως δημιουργός δύο δίσκους (Φυσάει αλλιώς εδώ ο αέρας και Όμορφοι και ηττημένοι) και μια συμμετοχή, σε στίχους τού Μάνου Ελευθερίου. Ερμηνευτικά εμφανίζεται βελτιωμένος, αποδίδοντας αυτή τη φορά, πέρα από τα δικά του, τραγούδια όπως το Χάρτινο τσίρκο (Τρύπες), η Παράγκα (Σαββόπουλος), η Αρκούδα (Θεοδωράκης) σε πολύ όμορφες εκτελέσεις, ενώ το επικοινωνιακό του χάρισμα με το κοινό δείχνει ότι πίσω από το ταλέντο ακολουθεί μια προσωπικότητα.

Στις πολύ δυνατές στιγμές του προγράμματος συμπεριλαμβάνονται καταρχήν η εκρηκτική ερμηνεία της Παπαγεωργίου στο Όμορφοι και ηττημένοι, το Στην ερημιά τού ήχου, οι πολύ πετυχημένες διασκευές στο Τι τα θέλεις τα λεφτά που ενώνει το μαγαζί σε μια παρέα και Billy Jean του Michael Jackson, αλλά και η εκτέλεση του Eleanor Rigby των Bealtles με τον Γιάννη Μπούρα και τον Αλέξανδρο Εμμανουηλίδη στα φωνητικά. Κατά δεύτερον η καθήλωση που προσφέρει το τραγούδι Θεατρίνοι του Εμμανουηλίδη σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη, το Ποτάμι μαύρο, το 700 ευρώ το μήνα, το Αν ακούς του Χρήστου Θηβαίου αλλά και η ska διασκευή στο τραγούδι του Θάνου Μικρούτσικου Οι 7 νάνοι στο s/s Cyrenia. Τέλος, τα μέλη της ορχήστρας, σταθεροί συνεργάτες των δύο καλλιτεχνών τα τελευταία χρόνια, φάνηκαν πιο δεμένοι από ποτέ, με τον (καταπληκτικό) Χρήστο Τόλη στο πιάνο, τον Γιάννη Μπούρα στις ηλεκτρικές κιθάρες, τον Θανάση Αρχανιώτη στα τύμπανα και τον Θάνο Κολοκυθά στο μπάσο. 

Επρόκειτο εν ολίγοις για ένα πρόγραμμα που αξίζει και με το παραπάνω και μάλιστα με την πρόταση των καλλιτεχνών η είσοδος να είναι 15 ευρώ με ποτό.

@Οι φωτογραφίες είναι της Ελευθερίας Άνθη. 

*Πρώτη δημοσίευση www.musicpaper.gr

17 Δεκεμβρίου 2010

Έξι έλληνες ηθοποιοί μάς μιλούν για το αγαπημένο τους soundrack


Τους συναντήσαμε σε μέρη πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, από το σπίτι και τον προσωπικό τους χώρο, μέχρι ραδιοφωνικούς σταθμούς κι αγαπημένα στέκια. Όλοι τους, ένας προς έναν, τρέφουν δύο παράλληλες αγάπες: μία μεγάλη για τον κινηματογράφο και μία τη μουσική. Όταν οι δύο αυτοί κόσμοι αποφασίζουν να μπει  ο ένας στα χωράφια τού άλλου, ένα soundtrack γεννιέται. Οι φωτογραφίες είναι της Έφης Παναγιωτοπούλου


Μέμος Μπεγνής

Το αγαπημένο μου soundtrack βγαίνει μέσα από μια ταινία που με έχει σημαδέψει. Μια ταινία γεμάτη συναίσθημα και νοσταλγία, με μουσική γραμμένη από έναν από τους μεγαλύτερους κινηματογραφικούς συνθέτες του αιώνα. Πρόκειται για το Cinema Paradiso (Σινεμά ο Παράδεισος) του Giuseppe Tornatore και ο συνθέτης είναι ο μόνιμος πια συνεργάτης του, ο Ennio Morricone. Είναι πολύ φτωχές οι λέξεις για να περιγράψω αυτά που νιώθω όταν βλέπω αυτή την ταινία σε συνδυασμό με τη μουσική. Ίσως είναι απ τις ελάχιστες φορές που η ταινία είναι η μουσική της και η μουσική της η ίδια η ταινία. Δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ άλλη επένδυση στην εικόνα του Tornatore. Ο τρόπος που έχει γραφτεί η μουσική περιέχει τα πάντα. Συναίσθημα, νοσταλγία, έρωτα, εφηβεία... έχει μυρωδιές παιδικότητας, χαμένης αθωότητας, συγκίνησης, αναπόλησης πραγμάτων που έχουν χαθεί και ποτέ δεν πρόκειται να ξαναζήσουμε... Σε ταξιδεύει, σε αγγίζει βαθειά, σε συγκινεί χωρίς όμως να γίνεται ούτε πομπώδης, ούτε μελό αλλά και χωρίς ίχνος επίδειξης δεξιοτεχνίας. Είναι από τις λίγες φορές που μια κινηματογραφική μουσική απομονωμένη από την εικόνα μπορεί να σταθεί από μόνη της και ακούγοντας την κάποιος να αισθανθεί όλα όσα θέλει να μας μεταδώσει ο σκηνοθέτης. Και όταν μια μουσική δημιουργεί εικόνες και συναισθήματα έχει πετύχει τον στόχο της. Όταν λοιπόν σκέφτομαι και αναπολώ τα παιδικά μου χρόνια και τις στιγμές που έχασα, τα χρόνια της παιδικής μου αθωότητας, τότε που ήμουν ανέμελος μην ξέροντας ότι είμαι ευτυχισμένος, το μυαλό μου πάει σ’ αυτό το πανέμορφο χωριό της Σικελίας, και μέσα από τα μάτια του Tornatore και τη μουσική τού Morricone, ταξιδεύω έχοντας την ψευδαίσθηση ότι είμαι ακόμα παιδί.


Μαρία Κωνσταντάκη

Μέσα Ιουλίου .Κηφισίας. Γυρω στις 3  το μεσημέρι. Και  δεν κουνιέται τίποτα. Ούτε φύλλο, ούτε αμάξι. Σε πιάνουν τα νεύρα σου. Γιατί δεν πήρες  η ηλίθια το μηχανάκι; Βάζεις  λιπ  γκλος. Το τρως. Τρως τα νύχια σου. Το Cique  σου του  ‘92 αγκομαχάει . Εννοείται ότι δεν έχεις air condition. Πίνεις  νερό. Είναι σχεδόν βραστό. Γαμώτο. Και το ραδιόφωνο κάνει παράσιτα. Ψάχνεις cd. Μaraveyas illegal, Μamma Μia. Romeo and Julie. Οπα! Εδώ είμαστε...μάλλον. Μήπως αυτό χρειάζεσαι; Μήπως τα περίλυπα γαλανά μάτια του Λεονάρντο όταν ανακαλύπτει ότι το αντικείμενο του ερωτά του είναι ο εχθρός; Is she a capulet? Και στο βάθος η Des’ ree να τραγουδάει. Touch me deep, pure and  true, gift to me forever cause I m kissing you…! Και τελείως μαγικά η Κηφισίας   να φεύγει απ το οπτικό σου πεδίο, ο ιδρώτας να εξατμίζεται και  ο  Romeo  του Lurman να αλλάζει πρόσωπο με το δικό σου  Romeo και συ να αλλάζεις πρόσωπο με την Clare Danes και να εύχεσαι τα πράγματα να ήταν  αλλιώς κι o Romeo να μην ήταν   τόσο μελαγχολικός  λίγο πριν μάθει τα λάθος νέα για την αγαπημένη του, την ώρα που οι Radiohead τραγουδούσαν  «You want me?» Fucking well come and find me ,I'll be waiting,  With a gun and a pack of sandwiches (Talk Show host)  και μετά βάλε να παίξει το «You and Me song»  από the Wannadies γιατί κάπου πρέπει να υπάρχει και λιγο φως  ..you and me always and forever και μετά  τους  Garbage με το «1#Crush» I would die for you… και τους Μundy  θέλω, kiss me and kiss me till I m dead (Το you I bestow)  γιατί ο έρωτας κι ο θάνατος πάνε παρέα  και μην ξεχάσεις  το «Everybody’s free (to feel good )» απ τον Quinton Tarver γιατί όλοι θα έπρεπε να είναι ελεύθεροι να νιώθουν καλά ειδικά όταν είναι κολλημένοι στην Κηφισίας και δεν βλέπουν πουθενά μία έξοδο διαφυγής. Έξοδος διαφυγής; Που είναι το «exit  music (for  a film)» των  Radiohead; Mε αυτό δεν τελείωνε η ταινία; Να πάρει ο διάολος. Δεν υπάρχει τέλειο soundtrack… Δε βαριέσαι…we hope that you choke ,that you choke….


Δημήτρης Κουρούμπαλης

Δυσκολεύτηκα πολύ να διαλέξω, μα όταν κατέληξα επιτέλους κατάλαβα πως επιλέγω σαν καλλιτέχνης περισσότερο παρά σαν ακροατής. Επικράτησε η μουσική της ταινίας Θάνατος στην Βενετία. Φιλμ του 1971, βασισμένο σε ένα διήγημα του 1912, με μουσική γραμμένη το 1901• και παλιότερα. Η μουσική στον κινηματογράφο είναι η γέφυρα που συνδέει την εικόνα με το συναίσθημα που καλλιεργείται στο θεατή. Η ταινία του Visconti φαίνεται να κυνηγάει την ομορφιά των εικόνων με πάθος• από γραφής ήδη το διήγημα παραδέχεται την μεγάλη αδυναμία στη φόρμα και την αδιαμφισβήτητη υπεροχή της ομορφιάς πάνω σε κάθε νόημα, και σ’ όποιο ατράνταχτο επιχείρημα χρησιμοποιείται για την δύναμη της τέχνης και του καλλιτέχνη ως δημιουργού, αντιπαρατίθεται η μαγευτική εικόνα του αιώνιου κάλλους. Ο σκηνοθέτης με σεβασμό στον Thomas Mann γεννά τις φιγούρες τους δράματός σαν να ήταν δικές του: ο Άσσενμπαχ, ο Τάτζιο, η αριστοκρατική βόρεια μητέρα του ενσαρκώνουν τις έννοιες που υπηρετούν χωρίς να κομπιάζουν καθόλου. Η Βενετία πεθαίνει και οι χολερικοί καπνοί της φωτιάς τραβούν την γραμμή της ύπαρξης, υπογραμμίζοντας την αθάνατη ομορφιά. Το παρόν που δεν φθείρεται. Κι η μουσική… Πόσο δυνατή είναι η μουσική όταν δεν έχει δει κανείς την ταινία. Πόσο σπουδαία κατορθώνει ο Mahler να ταξιδέψει τον ακροατή σε μια μεγαλειότητα συναισθήματος που συγκρίνεται μόνο με αυτήν που εμπνέει η φύση. Οι ήχοι του είναι τόσο απτοί από την ανθρώπινη ψυχή που θαρρείς πως γεννιούνται από μέσα της, ξεφυτρώνουν ήπια συνδεμένοι με την κίνησή της και δυσκολεύεσαι να καταλάβεις τι βλέπει το φως πρώτα, το ερέθισμα ή η έκφραση. Κι αισθάνεσαι πως περιίπτασαι. Κι αφού δεις την ταινία το συναίσθημα αυτό μεγαλύνεται και κυριαρχεί. Οι ήχοι συνδέονται άρρηκτα με τις εικόνες, το συναίσθημα ακολουθεί μια συναστρία καλλιτεχνικού οράματος: η λογοτεχνία φωτίζεται από τον κινηματογράφο, το φιλμ βρίσκει το λεξιλόγιό του στη μουσική κι ο θεατής συνειδητοποιεί πως οι αισθήσεις του πληρούνται συνολικά και με τέλειο τρόπο• το έργο τέχνης θριαμβεύει.


Ιζαμπέλα Κογεβίνα

Ένα από τα αγαπημένα μου soundtrack διαχρονικά είναι η μουσική τού Henry Mancini για την ταινία The Party. Πρόκειται για ένα film τού Blake Edwards' με πρωταγωνιστή τον Peter Sellers σε μία ερμηνεία σταθμό, τόσο για το σινεμά όσο και για τον ίδιο. Με τη μουσική τής ταινίας ενθουσιάστηκα από την πρώτη στιγμή, γιατί συνδυάζει στοιχεία τζάζ με μπόσσα νόβα. Θυμάμαι πως την είχα δει πολύ μικρή στο σινεμά, κάπου στα οκτώ μου χρόνια. Βέβαια τα σημεία που με έκαναν να γελάω τότε είναι πολύ διαφορετικά από εκείνα με τα οποία θα γελάσω σήμερα πράγμα που με κάνει να συνειδητοποιήσω ότι είναι μια ταινία που απευθύνεται σε όλες τις ηλικίες και όλα τα γούστα. Προς το τέλος υπάρχει ένα τραγούδι το οποίο δυστυχώς δεν περιέχεται μέσα στο cd, όπου τραγουδάει μια κοπέλα παίζοντας κιθάρα• το έχω ψάξει επανειλημμένα αλλά δεν έχω καταφέρει να το βρω. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχω επιλέξει να ακούσω το soundtrack χωρίς την εικόνα του. Αυτό συμβαίνει συνήθως όταν βρίσκομαι στο σπίτι και θέλω να ακούσω κάτι όχι πολύ γρήγορο, αλλά κεφάτο και ατμοσφαιρικό, καθώς και όταν βρίσκομαι σε μια διάθεση δημιουργική. Έχω την αίσθηση ότι μέσα από τις μελωδίες αυτές διευρύνεται η φαντασία μου. Είναι μια μουσική που μπορεί να σταθεί και στο σήμερα. Γενικά η τζαζ και η κλασσική μουσική, παρόλο που το μεγαλύτερο μέρος είναι γραμμένο σε άλλες εποχές και καταστάσεις, είναι αρκετά σύγχρονες. Μπορώ να φανταστώ ανθρώπους να ακούν τη μουσική του The Party πίνοντας ένα ποτήρι κρασί σε ένα ήσυχο μέρος: ένα καφέ, ένα μικρό μπαρ σαν τα πολλά που υπάρχουν στην πόλη μας όπου καταφεύγει κανείς για να συζητήσει.


Πυγμαλίων Δαδακαρίδης

Πέρα από το κείμενο, τις ερμηνείες και τη σκηνοθεσία, οδηγός για μια ταινία είναι η μουσική ή η σιωπή της. Αγαπημένα soundtrack έχω πάρα πολλά, αλλά προτιμώ κατά κύριο λόγο εκείνα που δεν έχουν πολλά λόγια, τα ορχηστρικά κι αυτό γιατί η ίδια η ταινία είναι εκείνη που καλύπτει την ανάγκη για όλα τα υπόλοιπα. Τα αγαπημένα μου soundtrack είναι δύο και δυστυχώς δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω. Το ένα είναι ο «Πόλεμος των άστρων», η πρώτη ταινία. Είναι από τα φιλμ που βλέπω συνέχεια, ένα παραμύθι που χτίστηκε στο πλαίσιο της αιώνιας πάλης του καλού και του κακού και αφορά τους πάντες, μικρούς και μεγάλους. Προσωπικά η συγκεκριμένη ταινία και κατ’ επέκταση η μουσική της, με συνδέει με την βαθειά παιδικότητά που κουβαλάω. Δεν θα έλεγα ότι τα πάω και ιδιαίτερα καλά με τον ενήλικα εαυτό μου, όταν σκέφτομαι κατ’ αυτό τον τρόπο χάνω κάπως την ισορροπία μου. Σχετικά με τη μουσική αυτή καθ’ αυτή, ακόμα και ο τρόπος που ξεκινάει, που ενώ υπάρχει ένα μαύρο πλάνο, μπαίνει απότομα η μουσική και βάζει το θεατή κατευθείαν στο νόημα κι εμένα μου ξυπνά μνήμες: ένα παλιό σινεμά, τη μάνα μου να με κρατάει από το χέρι, εμένα να κρατάω τα σύρματα κάτω από την καρέκλα με την αγωνία για την εξέλιξη του έργου. Πρωτόγνωρα συναισθήματα που ήταν πολύ αγνά, δεν ήταν αλλοιωμένα κάτω από φόβους και ανασφάλειες που έχουμε όταν μεγαλώνουμε. Μέσα μου φυλάσσεται ως «το χαμένο μου παιδί». Στον αντίποδα όλου αυτού του βιώματος βρίσκεται το soundrack της ταινίας «Νονός» το οποίο περιέχει τα πάντα. Του έχω δώσει μέσα μου τον τίτλο «τανγκοβάλς», μια δική μου επινόηση, γιατί έχει χαρακτηριστικά και από τους δύο χορούς: ακραία δυναμικό και παράλληλα ακραία ήρεμο.  Κι επειδή προέρχεται από την Ιταλία, μια χώρα πολύ γειτονική μας, νιώθω ότι εμπεριέχει μια κοινή θέση, ένα κοινό αίσθημα που μας ενώνει. Όσο παράξενο κι αν ακούγεται, μέσα μου οι δύο αυτές ταινίες συνδέονται πολύ και περιέχουν μια μεγάλη δόση γαλήνης την οποία δεν μπορώ να εξηγήσω με λόγια. 



Βαλέρια Χριστοδουλίδου

Μιλάμε για το «Η Διπλή ζωή της Βερόνικα του Zbignew Preisner». “Μια μπαλαρίνα ζει σε ένα κουτί. Θέλει να χορέψει, αλλά σπάει το πόδι της... έτσι μεταμορφώνεται σε πεταλούδα.” Αυτό το παιδικό παραμύθι είναι η κεντρική ιδέα της ταινίας και έτσι ακριβώς θα μπορούσα να περιγράψω την μουσική του Preisner. Μελωδίες λιτές, χωρίς εντυπωσιασμούς γεμάτες συναίσθημα κι αλήθεια. Οι νότες καθαρές, σαν πινελιές ενός μικρού παιδιού πάνω σε ένα πεταμένο χαρτί που βρήκε στο δρόμο, εκεί που έπαιζε κρυφτό από την φασαρία των μεγάλων... και έτσι, ό,τι νεκρό χάνει τη δύναμή του, μπροστά στην αγνή του φαντασία. Σαν μια πεταλούδα που μόλις ντύθηκε τα φτερά της, άρχισε το παιχνιδιάρικο ταξίδι της δοκιμάζοντας  διαφορετικούς ερωτικούς ρυθμούς στο πέταγμά της να εκπλήξει τον αγέρα και να αφεθεί στον μυστικό και θαυμαστό κόσμο της αποκάλυψης. Παραδομένη στις αισθήσεις από τα χρώματα, τις μυρωδιές, τις γεύσεις, εξερευνά τώρα το πιο φωτεινό και σκοτεινό πρωτόγονο υλικό της ψυχής μας, κάνοντάς την κι αυτήν να φτερουγίζει, καθώς καλωσορίζει τον απρόσμενο επισκέπτη με τα πολύχρωμα φτερά και με όλα τα μουσικά του δώρα: τον έρωτα, την μοναξιά, την απώλεια, την γέννηση, την λύπη, την χαρά, τη δύναμη, την αδυναμία, το παιχνίδι, την θάλασσα, το βουνό, την γη, τον ουρανό, την ευτυχία, την ατυχία, την αρμονία, την παραφωνία, την επικοινωνία, τα λάθη, τον πόνο, την γιατρειά, την σιωπή, την δημιουργία, την αλήθεια, την αγάπη... το ταξίδι προς την αναγέννηση.


*Πρώτη δημοσίευση Δίφωνο
Οκτώβριος 2010.

14 Δεκεμβρίου 2010

Νίκος Τσούκας- Τα τραγούδια δε σώπασαν ποτέ



(Legend)

Μετά από πολλούς ενδοιασμούς- σύμφωνα με το δελτίο τύπου- ο Νίκος Τσιούκας μάς παρουσιάζει την πρώτη του δισκογραφική δουλειά, η οποία αποτελείται από δεκατρία τραγούδια γραμμένα από τον ίδιο συν τρία μελοποιημένα ποιήματα των Μπωντλαίρ, Πόε και Μπόρχες. Εκείνο που παρατηρείται από τα πρώτα λεπτά ακρόασης είναι η πολύ καλή παραγωγή και ενορχήστρωση τού δίσκου την οποία υπογράφει ο Θάνος Μικρούτσικος. Θεωρώ πολύ σοφή την επιλογή τού δημιουργού να μοιράσει το μεγαλύτερο μέρος των τραγουδιών σε συναδέλφους του (Γρηγόρης Κλιούμης, Χρήστος Θηβαίος, Μίλτος Πασχαλίδης) και Θάνος Μικρούτσικος, όσον αφορά την ερμηνεία, καθώς και πολύ σωστές τις επιλογές του σχετικά με το ποιος θα τραγουδήσει τι (ίσως με εξαίρεση το τραγούδι Παιδική πλάνη). Οι συνθέσεις διαμορφώνουν δυνατές σχέσεις συνάφειας μεταξύ τους, έχοντας ως βασικό άξονα το λεγόμενο έντεχνο τραγούδι, με πολλές πινελιές από ροκ ενώ στιχουργικά συναντάμε όμορφα δομημένες την τάση φυγής, τη νοσταλγία, το άγγιγμα τού χρόνου, τη ματαιότητα και φυσικά τον έρωτα.  Ξεχωρίζουν Των ονείρων μας οι μουσικές, Τα τραγούδια δεν σώπασαν ποτέ, Θα φύγω από’ δώ,  Απ’ τα δικά σου πλάνα θα χαθώ. 

*Πρώτη δημοσίευση Δίφωνο,
Νοέμβριος 2010.

13 Δεκεμβρίου 2010

Απόψε πάμε Μετρό



«Όμορφοι και Ηττημένοι» για 2 Δευτέρες 13 & 20 Δεκεμβρίου.


Ο Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης, τραγουδοποιός και τραγουδιστής, μας συστήθηκε
το 2004 στη Δεύτερη Ακρόαση της Μικρής Άρκτου με δύο τραγούδια («Ποτάμι Μαύρο»
και «Επαρχία») , ενώ το 2007 κυκλοφορεί από την Μικρή Άρκτο ο πρώτος του προσωπικός δίσκος με τίτλο «Φυσάει Αλλιώς Εδώ Ο Αέρας», με τη συμμετοχή του συγκροτήματος Υπόγεια Ρεύματα.

Υπό τον τίτλο «Όμορφοι Και Ηττημένοι», ο
Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης εμπιστεύεται το νέο του υλικό, ερμηνευτικά, στη τραγουδίστρια Μαρία Παπαγεωργίου, η οποία μετράει αρκετές
συμμετοχές σε δίσκους δημιουργών τις γενιάς της (Δανάη Παναγιωτοπούλου – «Homo Logotypus», Νίκος Χαλβατζής- «Γκόλεμ» κ.α.).

«Όμορφοι και ηττημένοι» ανασυντάσσονται, οργανώνονται και στήνουν τη νέα τους
παράσταση με τραγούδια από το άλμπουμ τους και καινούργιες διασκευές απ’ όλο το φάσμα της μουσικής. Μαζί με τους μόνιμους συνεργάτες τους υποδέχονται τα Χριστούγεννα, τραγουδώντας για την γενιά των 700 και άλλες ευπαθείς ομάδες σ’ ένα πρόγραμμα στο οποίο ο Nick Cave συνομιλεί με τον Διονύση Σαββόπουλο και η νεότερη γενιά της μουσικής με τον Παναγιώτη Τούντα και τους Beatles .


Μαζί τους :
Θανάσης Αρχανιώτης – Τύμπανα
Θάνος Κολοκυθάς – Μπάσο
Γιάννης Μπούρας – Ηλεκτρική κιθάρα, φωνητικά
Χρήστος Τόλης – Πιάνο, πλήκτρα

Δευτέρα 13 & 20 Δεκεμβρίου

ΜΕΤΡΟ ( Γκύζη & Κάλβου 83 )

Ώρα έναρξης παραστάσεων: 21:30

Τιμή εισιτηρίου: 15€ με ποτό

Τηλ. κρατήσεων: 210.64.39.089 & 210.64.61.980

10 Δεκεμβρίου 2010

Musicpaper.gr: η νέα μουσική εφημερίδα στο διαδίκτυο





Η ηλεκτρονική μουσική εφημερίδα κυκλοφορεί στο διαδίκτυο από
αυτήν τη Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου.

Το musicpaper.gr θα ανανεώνεται καθημερινά από δημοσιογράφους και ανθρώπους του ευρύτερου χώρου της μουσικής.

Ειδήσεις, Θέματα, Ρεπορτάζ, Άρθρα, Συνεντεύξεις, Μόνιμες στήλες, Βίντεο, Ντοκουμέντα, Αποκλειστικότητες, Παρουσιάσεις δίσκων, Προτάσεις και πολλά άλλα, έγκυρα και έγκαιρα.

Από 13 Δεκεμβρίου και κάθε μέρα στα ηλεκτρονικά περίπτερα.

Ταυτότητα:

Διευθυντής Σύνταξης: Μιχάλης Γελασάκης

Συντακτική Ομάδα: Κώστας Αγοραστός, Πάνος Αναφιώτης, Στέλλα Αρώνη, Αλέξης Βάκης, Στέλλα Βλαχογιάννη, Παναγιώτης Γιαννέλης, Αδάμ Γιαννίκος, Μάκης Γκαρτζόπουλος, Κωνσταντίνος Δημόπουλος, Άντυ Δημοπούλου, Γεράσιμος Ευαγγελάτος, Οδυσσέας Ιωάννου, Χρήστος Α. Μιχαήλ, Γιώργος Μονεμβασίτης, Κώστας Μπαλαχούτης, Σωτήρης Μπέκας, Αντώνης Μποσκοϊτης, Ηρακλής Οικονόμου, Χρυσούλα Παπαϊωάννου, Αφροδίτη Παπακαλού, Βάσια Τζανακάρη, Γιώργος Φλωράκης.

Γραφείο Τύπου και Επικοινωνίας: Άντυ Δημοπούλου

6 Δεκεμβρίου 2010

Συνέντευξη με τον Οδυσσέα Ιωάννου



Σημείωση: Για να διαβαστεί σωστά το παρακάτω κείμενο θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας κάποιες συγκεκριμένες  παραμέτρους. Καταρχήν, η συνέντευξη έγινε για λογαριασμό του μουσικού περιοδικού www.musicheaven.gr και υλοποιήθηκε από τρεις ανθρώπους, μέλη της εν λόγω κοινότητας: τον Φίλιππο Σμεράιδο (P), την Κατερίνα Ολυμπίδου (M) κι εμένα (A). Δεύτερον, τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Ο Οδυσσέας Ιωάννου εδώ και μερικούς μήνες δεν είναι στη διεύθυνση τού Μελωδία 99.2, δεν βρίσκεται καν στα ερτζιανά (πρόσφατα μου ορκίστηκε ότι προς το παρόν το σπορ δεν του λείπει καθόλου, παρότι η πορεία του μέτρησε 22 έτη ευθείας διαδρομής). Συνεχίζει ωστόσο να είναι παρών ως αρθρογράφος, δημοσιεύοντας χρονογραφήματα κυρίως στο περιοδικό Δίφωνο (Κέρματα) και στο www.protagon.gr, ενώ την ώρα που μιλάμε ετοιμάζει δύο νέους δίσκους, έναν με τον Μίλτο Πασχαλίδη και έναν ακόμα με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, υπογράφοντας τούς στίχους. 

Συναντήσαμε τον Οδυσσέα, ένα απόγευμα του Ιουλίου με τον υδράργυρο να αγγίζει τους 40 βαθμούς Κελσίου. Εκείνος έπαιζε εντός έδρας. Εμείς, με τους παλμούς της καρδιάς να χορεύουν ξέφρενα, μπαίναμε σε έναν χώρο στον οποίο ο καθένας μας είχε γνωρίσει διαφορετικά με τη φαντασία του. Ήμασταν όλοι λίγο πολύ αγχωμένοι. Δεν είναι εύκολο πράγμα να είσαι απέναντι σε έναν άνθρωπο ο οποίος παίρνει συνεντεύξεις σε όλη του την επαγγελματική πορεία εδώ και περίπου δύο δεκαετίες.

Α: Συμμετέχεις στα ερτζιανά σχεδόν από τη δημιουργία της ελεύθερης ραδιοφωνίας στην Ελλάδα. Τι αισθάνεσαι να έχεις αποκομίσει μέσα από όλη αυτή τη διαδρομή;
Νιώθω να έχω κερδίσει μια ζωή. Τον Γενάρη που μας έρχεται κλείνω είκοσι χρόνια καθημερινής παρουσίας στο ραδιόφωνο με οχτώ- εννιά ώρες την ημέρα μέσα σε έναν σταθμό. Βέβαια δεν μου αρέσει να λέω πως η δουλειά μου είναι η ζωή μου. Επίσης, πέρα από τους ανθρώπους μέσα από σχέσεις, φιλίες και γνωριμίες πολύ δυνατές, έχω κερδίσει το δικαίωμα να εκφράζομαι, που είναι πολύ σημαντικό. Συν τοις άλλοις δεν αισθάνομαι πως έχω αδικηθεί κι αυτό είναι ένα από τα πιο μεγάλα κέρδη της ζωής μου. Δηλαδή το γεγονός ότι από τα δεκαοχτώ μου χρόνια, που ξεκίνησα, βρεθήκανε πέντε άνθρωποι και μου είπαν «μικρέ κάνε ό,τι γουστάρεις» είτε στο περιοδικό «Μουσική» και στον «Ριζοσπάστη» όπου έγραφα, είτε στον «902 Αριστερά στα FM». Μου έδωσαν δηλαδή ένα σημαντικό άνοιγμα. Έκανα τις εκπομπές που θα μπορούσα να κάνω –καλές ή κακές, τόσο μπορούσα- κι έγραψα τα τραγούδια που θα μπορούσα να γράψω, χωρίς κάποιος να μου κλείσει την πόρτα στα μούτρα. Χωρίς να μου πει κάποιος «απαγορεύεται». Αυτά τα θεωρώ μεγάλη ευλογία. Ένα από τα χειρότερα πράγματα που θα μπορούσε να κάνει κανείς σε έναν νέο άνθρωπο είναι να του κλείνει τις πόρτες. Να τον κάνει να λέει «δεν μου ανοίξατε ένα πορτάκι να σας δείξω τι μπορώ να κάνω κι εγώ». Έτσι κι εγώ προσπαθώ, όσο μπορώ από τη μεριά μου, να το «επιστρέψω» αυτό σε κάποιους νεότερους.

 Α: Αν σε καλούσαν για μια ανταλλαγή όλων αυτών με κάτι άλλο, υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να σε ικανοποιήσει;
Δεν υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να με ικανοποιήσει. Όσο κι αν σας φαίνεται αστείο όμως, ένα απωθημένο που έχω είναι ότι για λόγους τραυματισμού όταν ήμουν μικρός δεν κατάφερα να γίνω ποδοσφαιριστής. Γενικότερα όταν το λέω δεν με πιστεύουν, όμως το εννοώ. Είναι απωθημένο. Ξεκίνησα ως εξαιρετικό ταλέντο, με πήρε ο Παναθηναϊκός στα εφηβικά, έπαιξα εκεί για λίγο καιρό παρόλο που ήμουν μικρότερος κι όταν ήμουν έτοιμος να περάσω στην ερασιτεχνική ομάδα έπαθα μια πολύ μεγάλη ζημιά στο γόνατο και εγκατέλειψα στα δεκαεφτά μου.

Α: Τι θέση έπαιζες;
Δεξί χαφ με το νούμερο έξι. Ακόμα και τώρα βλέπω μπάλα και αναστατώνομαι. Είχα κανονίσει την αναβολή της θητείας μου με βάσει τα μουντιάλ. Πήγα φαντάρος ξέροντας πως αυτά τα δύο χρόνια δεν υπάρχει μουντιάλ για να το χάσω. Θα’ θελα λοιπόν να ήξερα πώς θα ήταν η ζωή μου αν δεν είχα χτυπήσει το γόνατο κι αν τελικά γινόμουν ποδοσφαιριστής. Που λογικά θα γινόμουν, βάσει του πώς έπαιζα εκείνη την εποχή. Μάλιστα, ένας λόγος που άλλαξα τρόπο ζωής ήταν αυτός. Τότε άρχισα να ασχολούμαι με το ωδείο, συνέχισα μέχρι το πανεπιστήμιο. Μουσική βέβαια άκουγα από πολύ μικρός.

Α: Σε ένα κείμενό σου στο Δίφωνο γράφεις «Δεν καταλαβαίνω γιατί το ραδιόφωνο οφείλει να παρακολουθεί την επικαιρότητα των νέων κυκλοφοριών». Το ραδιόφωνο δεν είναι εδώ και για να προτείνει; 
Φυσικά. Αλλά όπως γράφω και στο ίδιο κείμενο, μέσω της δουλειάς αυτής δεν έχω υποχρέωση απέναντι μόνο στο ελληνικό τραγούδι, αλλά και απέναντι στο μέσο που λέγεται ραδιόφωνο. Εγώ λατρεύω το ραδιόφωνο σαν μέσο το οποίο έχει κάποιους κανόνες. Για να αντέξει λοιπόν και να παραμείνει ένα μέσο ενημέρωσης άδολο και καθαρό, όσο άδολο και καθαρό μπορεί να είναι ένα μέσο ενημέρωσης, πρέπει να τους σεβαστεί. Θα μπορούσα κάλλιστα να κάνω επί έναν ολόκληρο χρόνο εκπομπές χωρίς να παίξω κανένα τραγούδι από το 1990 και μετά. Δεν έχω μια διαφημιστική εκπομπή εταιριών, δεν έχω υποχρέωση όταν βγαίνει ένας δίσκος να τον ακούω αμέσως και την επόμενη μέρα να τον μεταδίδω για να μπορέσει να πουλήσει επειδή πλησιάζουν Χριστούγεννα. Είναι μέσα στις υποχρεώσεις μου να ακούω το νέο υλικό και να το προτείνω αλλά δεν είναι η βασική.

Μ: Θα μπορούσες να κάνεις επί έναν χρόνο εκπομπή χωρίς τραγούδια που βγήκαν μετά το 1990. Αυτό έγκειται στην άποψη ότι από εκεί και ύστερα τα τραγούδια δεν είναι αντάξια των παλαιότερων ή επειδή υπάρχει ένα ήδη πλούσιο υλικό μέχρι τότε;
Εννοώ πως θα μπορούσε να υπάρξει μια ραδιοφωνική εκπομπή που θα έπαιζε μόνο πολύ σημαντικά και παλαιότερα πράγματα. Σαφώς και πρέπει να προσαρμόζουμε το πρόγραμμα και να συμπεριλαμβάνουμε τις νέες κυκλοφορίες, είναι υποχρέωσή μας να βοηθάμε τους νέους ανθρώπους και να ενημερώνουμε το κοινό, αλλά δεν είναι η πρώτη. Η πρώτη είναι να κάνεις ραδιόφωνο. Και το να κάνεις καλό ραδιόφωνο δεν σημαίνει απαραίτητα να είσαι μες στην επικαιρότητα της μουσικής.

Α: Η εκπομπή σου έχει συγκεκριμένο στόχο ή απλά κάνεις μια καλή εκπομπή κι ό,τι βγει;
Ο στόχος πάντα είναι η επικοινωνία. Να βγάζεις τη δική σου αλήθεια κι εκείνη να συναντά κάποιες αλήθειες έξω. Να συντονίζεσαι με κάποιους ανθρώπους είτε με το λόγο σου, είτε με τη μουσική που βάζεις, είτε μέσα από την πρότασή σου, είτε ακόμα μέσα από μια γενική αίσθηση η οποία δεν τεμαχίζεται. Η ραδιοφωνικές εκπομπές γενικότερα είναι σαν τους τραγουδοποιούς: δεν τεμαχίζονται (στίχος-μουσική- ερμηνεία) εισπράττονται ολόκληροι. Αυτό βέβαια δεν το πετυχαίνεις πάντα. Σίγουρα αν κάνεις τόσα χρόνια εκπομπή σε καθημερινή βάση έχεις κάνει και «πατάτες» στον αέρα, έχεις πει και βλακείες, πολλές εκπομπές έχουν βγει εξ’ ολοκλήρου κακές γιατί εγώ δεν ήμουν σε καλή φάση.

Μ: Ετοιμάζεις τα λόγια που θα πεις στον αέρα; Αγχώνεσαι για το πώς τα εκλαμβάνουν οι ακροατές;
Εδώ και οχτώ περίπου χρόνια δεν ετοιμάζω τίποτα. Παλαιότερα ετοίμαζα κείμενα και τα διάβαζα στον αέρα. Κάποια στιγμή αντιλήφθηκα πως ο γραπτός λόγος είναι πολύ σύνθετος. Όταν κάθομαι να γράψω σε ένα χαρτί, συνειδητά ή όχι, βγαίνει ένας πιο σύνθετος λόγος. Θεωρώ πως το ραδιόφωνο και ειδικά το καθημερινό πρέπει να είναι μια παρέα και δεν την ακούει ο άλλος για να βγάλει τα λογοτεχνικά του μεράκια. Παρόλα αυτά κι ενώ έχω βρει πάρα πολλά κλειδιά και πάρα πολλές ευκολίες για να σε κοροϊδέψω και να σε πείσω πως ακούς μια εκπομπή προετοιμασμένη, έχω άγχος. Υπάρχουν ακόμα φορές που ένα τραγούδι θέλει 20’’ για να τελειώσει κι εγώ βρίσκομαι μπλοκαρισμένος μη έχοντας τι να πω. Και σκέφτομαι αν πρέπει να ανοίξω μικρόφωνο ή να βάλω άλλο τραγούδι. Αλλά μ’ αρέσει αυτό το παιχνίδι, αυτό το «ρίσκο». Είναι σαν να ζυγίζομαι στον αέρα και…μπορεί να πέσω, μπορεί και όχι. Μ’ αρέσει αρκεί αυτό το ρίσκο να μη γίνει έλλειψη ευθύνης. Γιατί όταν έχεις δημόσιο λόγο, φέρεις και ευθύνη.

Μ: Συνήθως καταλαβαίνουμε πώς θα κινηθεί η εκπομπή μουσικά από το πρώτο τραγούδι. Η επιλογή αυτή, του πρώτου τραγουδιού, πώς γίνεται;
Τυχαία. Παλαιότερα συνήθιζα να ξεκινάω με ένα ορχηστρικό. Όμως οτιδήποτε δημιουργεί κάτι προκάτ ή προβλέψιμο, προσπαθώ να το αποβάλω. Η μόνη εμμονή μου είναι η ημερομηνία. Ξεκινάω πάντα με την ημερομηνία, χωρίς όμως να ξέρω το γιατί.

P: Δεν είναι ένα σκαλοπάτι αυτό για την επόμενή σου ατάκα; 
Μάλλον όχι. Είναι ένας στερεότυπος τρόπος για καλησπέρα. Από κει και πέρα, όπως προείπα, έχω βρει κάποια κλειδιά, κάποιες ευκολίες που τις ρίχνω στη μάχη σε πολύ έκτακτες περιπτώσεις και που αν σε ακούει κάποιος συστηματικά το καταλαβαίνει. Σκέψου πως μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έχω κάνει εκπομπή με όλες τις δυνατές συνθήκες: τρομερά χαρούμενος, τρομερά στεναχωρημένος, με πυρετό, κουρασμένος… με όλες. Και δυστυχώς έχουν υπάρξει φορές που έχω ξεγελάσει τον κόσμο, με την έννοια ότι έχουν βγει πράγματα τα οποία είναι πάρα πολύ πρόχειρα χωρίς να το καταλαβαίνει ο ακροατής.

Μ: Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Η εκπομπή δεν φαίνεται στημένη.
Τις περισσότερες φορές δεν έχω τη δυνατότητα να κάτσω και να ετοιμάσω την εκπομπή από πριν, κυρίως λόγω της ιδιότητάς μου ως διευθυντής του σταθμού. Κάποιες φορές όταν το κάνω, είναι σαν μια παλιά ξεχασμένη διαδικασία που μου αρέσει. Αλλά γενικότερα είναι όλα της στιγμής· ό,τι προκύψει εκείνη την ώρα.

Ρ: Δεν σε πνίγει αυτό το πράγμα; Να πρέπει να βγεις στον αέρα ό,τι ψυχολογία κι αν κουβαλάς, ό,τι υποχρεώσεις κι αν έχεις εκτός στούντιο;
Υπάρχουν φορές που είσαι πάρα πολύ άσχημα για οποιονδήποτε λόγο και την τελευταία ώρα ή το τελευταίο ημίωρο το σπρώχνεις απλά για να φύγει. Άνθρωπος είσαι…

Ρ: Έχουν υπάρξει φορές που το τελευταίο ημίωρο έχεις βάλει μόνο μουσική γι’ αυτόν το λόγο;
Όχι. Αν το έχω κάνει θα ήταν γιατί δεν ήμουν στο στούντιο, επειδή είχε προκύψει ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα στο σταθμό που θα με ανάγκαζε να ήμουν εκτός στούντιο. Όταν είμαι στο στούντιο θέλω να έχω την ευθύνη του μικροφώνου. Ανεξάρτητα αν σε αυτόν που με ακούει και περιμένει κάτι από εμένα, εγώ για πολύ σοβαρό λόγο δεν μπορώ να του το δώσω. Ακόμα και αν ο Μελωδία είναι ένα μουσικό ραδιόφωνο, έχει δημόσιο λόγο.

Α: Αρκετά χρόνια τώρα αναλαμβάνεις όλες τις κύριες συνεντεύξεις του Μελωδία. Πώς καθορίζεται αυτό;
Αυτό συμβαίνει από την έναρξη του σταθμού. Επειδή όλα αυτά τα χρόνια έχω κάνει συνεντεύξεις με όλους αυτούς τους ανθρώπους και με πολλούς από αυτούς δεκάδες φορές, πλέον είναι κάτι που δεν το επιδιώκω. Τις κάνω γιατί τις περισσότερες φορές βολεύει η ώρα. Γενικότερα είναι πιο εύκολο για τον ακροατή να τον υποβάλεις σε μια διαδικασία ακρόασης ενός καινούργιου δίσκου τις απογευματινές ώρες, παρά τις πρωινές ή τις μεσημεριανές. Δευτερευόντως είναι και οι προσωπικές σχέσεις που έχω αποκτήσει με κάποιους καλλιτέχνες όπου οι ίδιοι επιθυμούν να γίνονται οι συνεντεύξεις τους στην ώρα μου. Αυτό όμως είναι κάτι που πλέον δεν επιθυμώ. Φτάνω μάλιστα στο σημείο να παροτρύνω άλλους παραγωγούς, νεότερους, οι οποίοι θεωρούν λανθασμένα πως δεν μπορούν να χειριστούν κάποια μεγάλα ονόματα, να αναλάβουν τις συνεντεύξεις. Παλαιότερα το επιδίωκα και με την έννοια ενός επαγγελματικού πρεστίζ το οποίο δεν μου λέει τίποτα πια. Το έκανα, το έζησα επί χρόνια και δεν υπάρχει λόγος πλέον να το κυνηγάω. Από τις δέκα συνεντεύξεις που κάνω πλέον, εγώ επιδιώκω μόνο τις τρεις. Οι άλλες εφτά είναι «υποχρεώσεις» του σταθμού.

Ρ: Υπάρχουν νέοι καλλιτέχνες που με σκοπό να φανούν λιγάκι παραπάνω επιθυμούν μια συνέντευξη μαζί σου χωρίς ο ίδιος να το έχεις επιδιώξει;
Με κολακεύει πολύ ένας νέος καλλιτέχνης να θέλει να κάνει συνέντευξη μαζί μου. Γιατί το να κάνω πχ την εκατοστή συνέντευξή μου με τον Νταλάρα, δεν μου λέει κάτι. Το να βγει ένας πιτσιρικάς 22 χρονών και να πει «θέλω συνέντευξη με τον Οδυσσέα» είναι το πλέον κολακευτικό για εμένα και κάτι τέτοιο δεν το αποφεύγω.

Μ: Κάποια στιγμή στο παρελθόν είχες πει πως θα ήθελες να αλλάξεις ώρα. Ισχύει ακόμα; 
Θα με γοήτευε πάρα πολύ να έκανα εκπομπή δώδεκα με δύο τη νύχτα. Θα γινόταν κάτι πιο προσωπικό την ώρα αυτή. Σαφώς θα έλεγα άλλα πράγματα και θα έπαιζα άλλα πράγματα. Δυστυχώς ή ευτυχώς στις έξι το απόγευμα, θέλοντας και μη, μπαίνεις σε κάποιους κανόνες ανταγωνισμού. Στις δώδεκα το βράδυ δεν έχεις τέτοιες δουλείες. Στην παρούσα φάση όμως δεν μπορεί να γίνει για διάφορους λόγους. Για παράδειγμα δεν είναι εύκολο να περνάω εδώ κάποιες ώρες ως διευθυντής, να φεύγω και να ξαναέρχομαι για την εκπομπή. Επίσης για την ώρα αυτή ο Μελωδία έχει έναν από τους καλύτερους ραδιοφωνικούς παραγωγούς, τον Χρήστο Παπαμιχάλη, ο οποίος είναι εξαιρετικός σε αυτό που κάνει.

Ρ: Ποιο είναι το prime time του ραδιοφώνου;
Ο κόσμος ξεκινάει να ανοίγει το ραδιόφωνό του μετά τις 07.00 το πρωί, η ακροαματικότητα κορυφώνεται το τρίωρο 10.00- 13.00, μετά πέφτει για λίγες ώρες και ξανανεβαίνει 18.00- 20.00.

Α: Έχεις συζητήσει ζωντανά στο ραδιόφωνο με ένα ευρύ φάσμα καλλιτεχνών, από διάφορους χώρους. Διαφωνείς μαζί τους ανοιχτά όταν χρειάζεται;
Έχω διαφωνήσει πολλές φορές με καλλιτέχνες στον αέρα, απλώς δεν έχω προσβάλει ποτέ κανέναν. Κι αυτό γιατί είμαι οικοδεσπότης και όχι πολιτικός συντάκτης, να φέρνω έναν κυβερνητικό παράγοντα και να τον ελέγχω. Δεν θα φέρω δηλαδή κάποιον μόνο και μόνο για να του την πέσω. Γι’ αυτό τον λόγο φροντίζω να φέρνω στο ραδιόφωνο όσους εκτιμώ και αγαπώ. Έχω ευτυχώς την πολυτέλεια να το κάνω αυτό γιατί εκτιμώ και αγαπώ την δουλειά πολλών ανθρώπων στον χώρο. Όταν όμως διαφωνώ με τις επιλογές τού καλεσμένου ή με μια άποψη που εκφράζει, φυσικά και θα το εκφράσω στον αέρα. Με τον Νταλάρα για παράδειγμα έχω διαφωνήσει πολλές φορές, μέχρι και δυστυχισμένο τον έχω πει στον αέρα. Για να λέμε όμως και τα πράγματα με το όνομά τους, με κάποιους ανθρώπους από αυτούς έχω πολύ καλές σχέσεις και εκτός ραδιοφώνου. Από τη στιγμή όμως που θα τους φέρω στο ραδιόφωνο δεν θα κρυφτώ, θα πω την άποψή μου. Πολλοί μου λένε «μα καλά αυτός είναι φίλος σου, θα εκφράσεις κακή γνώμη στον αέρα;». Αν κάποιος φίλος μου βγάλει έναν κακό δίσκο, δεν θα πω στον αέρα πως είναι κακός. Δεν  υπάρχει περίπτωση όμως να πω ότι είναι και καλός. Δηλαδή αυτό που μπορώ να δώσω στον άλλο ως αντιστάθμισμα της φιλίας μας είναι να μην πω κακή κουβέντα για τον δίσκο. Όμως δεν θα δουλέψω το κοινό λέγοντας κάτι που δεν πιστεύω. Κατ’ ιδίαν φυσικά θα του πω ξεκάθαρα τη γνώμη μου.

Ρ: Θα τολμούσες ποτέ να κάνεις κάτι διαφορετικό από αυτό που γίνεται τόσα χρόνια στο ραδιόφωνο;
Βέβαια, όχι μόνο σε επίπεδο εκπομπής αλλά και σε επίπεδο ραδιοφώνου. Σε επίπεδο εκπομπής θεωρώ ότι έχω δοκιμάσει τα πάντα, ό,τι μου κατέβαινε στο κεφάλι το έκανα. Σε επίπεδο ραδιοφώνου γενικότερα, η αλήθεια είναι πως έχω αρχίσει να θεωρώ πολύ πληκτικό το μοντέλο του «μουσικού ραδιοφώνου». Ένα ραδιόφωνο το οποίο επί 24 ώρες παίζει «τραγούδι- λογάκια- τραγούδι- λογάκια» δεν μου κάνει πια. Νοσταλγώ τις παλιές εποχές του καλού, πολυσυλλεκτικού ραδιοφώνου. Δηλαδή 902 και 984. Για έμενα αυτοί οι δύο σταθμοί είναι σταθμοί ορόσημα. Θα ήθελα δηλαδή ένα ραδιόφωνο πιο ζωντανό, πιο σπιντάτο, πιο ευαίσθητο, με περισσότερα πράγματα και ανατροπές και όχι με αυτή την κλασική ροή. Ήδη σκέφτομαι πράγματα που θα μπορούσαμε να κάνουμε στον Μελωδία στον βαθμό όμως που να μην αλλοιωθεί η φυσιογνωμία του μουσικού σταθμού, όπως κάποιες ενέσεις, κάποιες προσθήκες, ένας διαφορετικός λόγος για να σπάσει αυτή η στερεότυπη διαδοχή πρόζας και τραγουδιών. Ωστόσο δεν έχουμε καταλήξει ακόμα σε κάτι.

Μ: Καμία ιδέα που μπορείς να μας πεις;
Επί τρία χρόνια κάναμε το «5x5», δηλαδή πεντάλεπτες αναγνώσεις χρονογραφημάτων στον αέρα από τις οποίες αρκετές βγήκαν πάρα πολύ καλές. Θα ήθελα κάτι παρόμοιο και για τώρα. Επίσης έχουμε ξεκινήσει μια ημίωρη εκπομπή οικολογίας κάθε Πέμπτη σε συνεργασία με την Καθημερινή. Υπάρχει και η σκέψη να μπουν κάποια στιγμή εικοσάλεπτα θεατρικά μονόπρακτα δικής μας παραγωγής τα οποία θα είναι αυτοτελή.

Ρ: Αναγνώσεις δηλαδή;
Ναι, κανονικές αναγνώσεις με ηθοποιούς. Κάτι σαν θεατρικό αναλόγιο.

Ρ: Για σένα θα υπάρξει το ιδανικό ραδιόφωνο;
Υπάρχει τέτοια εξειδίκευση στα ραδιόφωνα πια που δεν ξέρω. Όταν ξεκίνησε το ραδιόφωνο, η πρώτη εξειδίκευση που έγινε ήταν ανάμεσα στο ενημερωτικό και στο μουσικό ραδιόφωνο. Έπειτα το μουσικό διαχωρίστηκε σε ελληνικό και ξένο. Το αμιγώς ελληνικό χωρίστηκε σε «εμπορικό» κι «έντεχνο». Φαντάσου σήμερα πού έχουμε φτάσει. Η επόμενη εξειδίκευση που απομένει είναι να φτιαχτεί ραδιόφωνο που να παίζει τραγουδιστές μόνο Ζυγούς με ωροσκόπο Λέοντα (γέλια). Και είναι τέτοια η εξειδίκευση του ραδιοφώνου παγκοσμίως που δεν ξέρω πλέον αν είναι δυνατόν να επιστρέψουμε πίσω. Ο μόνος σταθμός που έχει πετύχει ένα μοντέλο πιο διαφορετικού ραδιοφώνου είναι ο ΣΚΑΙ.

Ρ: Είναι και θέμα κεφαλής; Δηλαδή η κεφαλή του ΣΚΑΙ έχει επιλέξει να γίνουν έτσι τα πράγματα και η κεφαλή του Μελωδία αλλιώς;
Ο Μελωδία δεν έχει και πολλά περιθώρια να ελιχθεί, είναι ένας σταθμός μουσικός. Αν και υπάρχουν σκέψεις, πόσες αλλαγές μπορούν να γίνουν χωρίς να χαθεί το στίγμα; Είναι αυτό που λέγαμε για την εξειδίκευση. Εγώ νοσταλγώ το παλιό ραδιόφωνο.

Ρ: Ο Μελωδία ψάχνει για νέες φωνές;
Γενικότερα είμαστε ένας σταθμός που δεν κάνει πολλές αλλαγές στους παραγωγούς του. Γενικότερα τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει κάποιες αλλαγές στον βασικό κορμό: μπαίνουν πιο νέα παιδιά, πιο ακομπλεξάριστοι παραγωγοί που μπορούν να παίξουν κομμάτια που άλλοι δεν τα παίζουν για διάφορους λόγους. Από την άλλη έτσι όπως έχει γίνει το ραδιόφωνο μου είναι πολύ δύσκολο να επιλέξω παραγωγό γιατί δεν ξέρω τι μπορεί να κάνει. Όταν όλοι οι σταθμοί παίζουν playlist δυσκολεύεται και ο ίδιος ο παραγωγός να δείξει τις δυνατότητές του. Να διαλέξω δηλαδή ραδιοφωνικό παραγωγό μόνο για τη φωνή του; Παλαιότερα άκουγα στο ραδιόφωνο διάφορες εκπομπές κι έβρισκα άτομα που μου άρεσαν, όπως τη Σοφία Φατούρου και τον Δημήτρη Βραχνό που ήρθαν από τον Δίεση. Τώρα όλη η εκπομπή είναι προκαθορισμένη από άλλους·  από τι τραγούδια θα παίξει μέχρι πότε θα μιλήσει και τι θα πει.

Μ: Δηλαδή στον Μελωδία δεν υπάρχει playlist;
Όχι, δεν υπάρχει «πρέπει» στον Μελωδία. Υπάρχει βέβαια ένας βασικός «πολιτισμικός άξονας» ο οποίος όμως «εμπνέεται» δεν επιβάλλεται.

Μ: Με τις αποκλειστικότητες τι γίνεται; 
Όταν παίρνουμε αποκλειστικότητα έναν δίσκο τον παίρνουμε επειδή μας αρέσει, για κανέναν άλλο λόγο. Εφόσον μας αρέσει και ο καλλιτέχνης έχει εμπιστευθεί σε εμάς την πρώτη του μετάδοση, εμείς οφείλουμε να τον παίξουμε. Παλαιότερα ήταν θέμα πρεστίζ για ένα ραδιόφωνο να έχει πολλές αποκλειστικότητες. Τώρα δεν μου φαίνεται και τόσο σπουδαίο. Περισσότερο από συνήθεια το συνεχίζουμε.

Μ: Συνήθως από τις αποκλειστικότητες επιλέγετε ένα- δυο τραγούδια τα οποία βάζετε συνέχεια...
Αυτό συμβαίνει γενικώς με τις καινούργιες κυκλοφορίες κι έχει να κάνει περισσότερο με την αγορά..Στον Μελωδία όταν κουβεντιάζουμε για αποκλειστικότητα, συνήθως ακούμε όλο το δίσκο και επιλέγαμε εμείς, δύο τρία τραγούδια.. Σκέψου για έναν πρωτοεμφανιζόμενο καλλιτέχνη να παίζεις πρώτη μετάδοση οχτώ τραγούδια του. Δεν υπάρχει σήμα, δεν καταλαβαίνει κανείς τίποτα, δεν γίνεται αναγνωρίσιμος γιατί δεν είναι ούτε Αλεξίου, ούτε Νταλάρας. Όταν όμως κυκλοφορήσει ο δίσκος, ο καθένας παίζει όποιο τραγούδι του δίσκου θέλει.

Α: Κάποιοι ραδιοφωνικοί παραγωγοί, μεταξύ άλλων και από τον Μελωδία, έχουν πει ότι δεν φταίει το playlist αυτό καθεαυτό, αλλά ο τρόπος που κατέληξε να εφαρμόζεται. Δηλαδή αν εφαρμοστεί σωστά τα αποτελέσματα κάθε άλλο παρά αρνητικά θα είναι.
Πριν λίγα χρόνια είχα μια ιδέα την οποία δεν υλοποίησα περισσότερο λόγω βαρεμάρας, να φτιαχτεί δηλαδή μια μπάνκα στον υπολογιστή η οποία θα περιέχει τα 500-600 υπεράνω πάσης υποψίας σημαντικότερα ελληνικά τραγούδια που έχουν γραφτεί. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα πως ο Μελωδία είχε κάνει μια εβδομάδα πρόγραμμα χωρίς να παίξει ούτε μια φορά Μάνο Λοΐζο. Αυτό ήταν απαράδεκτο. Σκοπός δηλαδή της μπάνκας θα ήταν να μας υπενθυμίζει τα μεγάλα τραγούδια με έναν αστερίσκο, έτσι ώστε να βοηθούνται οι παραγωγοί στην επιλογή των τραγουδιών και να μην ξεχνούν τον βασικό κορμό του ελληνικού τραγουδιού. Έτσι δεν μπατάρει ούτε η εκπομπή ούτε ο σταθμός. Αυτό το είδος δηλαδή του playlist μπορεί να φανεί χρήσιμο και πολύ περισσότερο σε εμάς τους παραγωγούς.

Μ: Κατά κάποιον τρόπο κι εσύ έχεις μέσα στο μυαλό σου κάτι σαν playlist. Για παράδειγμα πάντα παίζεις Θάνο Μικρούτσικο.
Δεν έχω αρνηθεί ποτέ τις εμμονές μου. Για παράδειγμα δεν υπάρχει εκπομπή που να μην παίζω και Πορτοκάλογλου, Χαρούλα και Μάλαμα.

Ρ: Δικά σου τραγούδια γιατί δεν παίζεις;
Γιατί να παίξω; Αν αξίζει ένα τραγούδι από αυτά που έχω γράψει εγώ ας το παίξει κάποιος άλλος παραγωγός.

Α: Έτσι όμως αποκλείεται από την εκπομπή ένα σημαντικό κομμάτι του ελληνικού τραγουδιού τουλάχιστον της τελευταίας δεκαετίας.
Δεν ξέρω αν είναι σημαντικό. Αν όντως είναι, τότε δεν εξαρτάται μόνο από ένα συγκεκριμένο δίωρο το απόγευμα στον Μελωδία. Θα βρει τον δρόμο του αλλού...Αποκλείεται από ένα δίωρο, υπάρχουν άλλα τόσα που μπορούν να τα συμπεριλάβουν. Να παίξω ένα δικό μου τραγούδι και να πω τι στον ακροατή, άκου ένα δικό μου τραγούδι; Το πρόβλημα που έχω δεν είναι απέναντι στον κόσμο, είναι απέναντι στον καθρέφτη μου.

Ρ: Σε ενοχλεί που κατά κύριο λόγο τα ΜΜΕ δεν σε αναφέρουν ως δημιουργό- όπως και άλλους- αλλά περιορίζονται στον ερμηνευτή του τραγουδιού;
Η αλήθεια είναι πως αυτό συμβαίνει περισσότερο στον Μελωδία από ότι σε άλλους σταθμούς. Υπάρχει ένα μάλλον δικαιολογημένο «μάγκωμα» του παραγωγού που θα μεταδώσει ένα τραγούδι μου, λόγω της θέσης μου στον σταθμό. Να σας πω και κάτι άλλο που δεν θα το πιστέψετε. Κάθε χρόνο παίρνω ένα ποσό από την ΑΕΠΙ για τις μεταδόσεις τραγουδιών μου από τα ραδιόφωνα. Το μεγαλύτερο ποσό δεν το παίρνω από τον Μελωδία αλλά από άλλους σταθμούς! Η έκπληξή μου δεν έχει να κάνει βέβαια με το γεγονός ότι είμαι διευθυντής αυτού του σταθμού αλλά με το ότι το φυσικό σπίτι των τραγουδιών μου θεωρώ πως είναι ο Μελωδία. Κατά τα άλλα θα σου φανεί περίεργο αλλά δεν με ενοχλεί όταν κάποιος δεν ξέρει πως ένα αγαπημένο του τραγούδι είναι δικό μου. Αυτό που πραγματικά θα με πείραζε θα ήταν να κάνω κάποια τραγούδια που να τα ξέρω μόνο εγώ. Ξέρω ότι σου φαίνεται ψεύτικο αυτό που σου λέω τώρα αλλά είναι αλήθεια. Πριν από χρόνια ήμουν σε ένα πλοίο και μπροστά μου ήταν μια παρέα με μια κιθάρα. Κάποια στιγμή αρχίζουν να παίζουν ένα από τα πρώτα μου τραγούδια το «Παράπονα στη Λίνα» που έχει πει ο Παπακωνσταντίνου. Όταν τελειώνει το κομμάτι λέει ένας πιτσιρικάς 18-20 χρονών «πωπω παιδιά τι ωραίο κομμάτι, ποιανού είναι;» του απαντά κάποιος «οι στίχοι είναι του Γιαννόπουλου». Πετάγεται κι ένας τρίτος και λέει «του Ιωάννου είναι οι στίχοι». Ψηφίζουν λοιπόν μεταξύ τους και βγαίνει το πόρισμα πως το τραγούδι είναι του Γιαννόπουλου... Ήταν τόσο μεγάλη η χαρά μου που οι πιτσιρικάδες ήξεραν κάτι δικό μου, που φυσικά δεν σηκώθηκα να επέμβω. Φαντάζεσαι να ήξεραν ότι ήταν δικό μου αλλά να μην το έπαιζαν επειδή δεν θα τους άρεσε; Του Γιαννόπουλου θες λοιπόν; Του Γιαννόπουλου είναι.

Α: Έχεις νιώσει ποτέ ότι τα έχεις όλα;
Όχι, δεν υπήρξε τέτοια στιγμή. Δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι τα έχω όλα αλλά από την άλλη θα ήταν μεγάλη μιζέρια και μικροψυχία να παραπονεθώ. Κι αυτό γιατί κάνω αυτό που αγαπάω με όλα τα καλά και τα κακά του. Υπήρξαν στιγμές ευτυχίας που ένιωσα να έχω καταφέρει ωραία πράγματα αλλά μου βγήκε μια μιζέρια που αγγίζει τα όρια της ύβρεως. Εδώ θα σου απαντήσω με έναν στίχο που έχω γράψει και νομίζω πως με αντιπροσωπεύει: «με έκλεψε η λύπη». Δηλαδή σαν κάτι να με κρατάει από το να χαρώ απόλυτα. Σαν να λέω μέσα μου «ναι, τώρα σου συμβαίνει αυτό το καλό, αλλά μην ξεχνάς ότι παρακάτω παραφυλάει κάτι άλλο». Δεν ξέρω αν είναι φόβος για το αύριο αλλά μοιάζει να πρέπει να απολογούμαι όταν είμαι χαρούμενος. Κι αυτό είναι ένα βαρίδι που δεν μπορώ να το ελέγξω.

Α: Ραδιοφωνικός παραγωγός, πεζογράφος, χρονογράφος, στιχουργός, σε έχουν αποκαλέσει ακόμα και ποιητή…τι από τα παραπάνω νιώθεις να είσαι;
Ραδιοφωνικός παραγωγός πρωτίστως και δευτερευόντως στιχουργός. Ίσως και χρονογράφος, γιατί τα «Κέρματα» κοντεύουν να συμπληρώσουν δεκαεφτά χρόνια παρουσίας. Τα υπόλοιπα δεν ισχύουν. Τα δέκα διηγήματα που μπορεί κανείς να έχει γράψει δεν τον κάνουν πεζογράφο ούτε λογοτέχνη. Ποιητής δεν είμαι σε καμία περίπτωση, αυτά που γράφω είναι συγκεκριμένα λόγια για να γίνουν τραγούδια.

Α: Κατά παραγγελία;
Δουλεύω πάντα κατά παραγγελία και με dead line, δεν μπορώ να λειτουργήσω αλλιώς. Δεν θα ξυπνήσω ένα πρωί και θα πω: τώρα θα γράψω έναν στίχο. Δηλαδή στο συρτάρι μου δεν υπάρχει απολύτως τίποτα. Ό,τι έχω γράψει έχει βγει.

Μ: Κι όμως αυτά που γράφεις δείχνουν βιωματικά…
Το ότι είναι βιωματικά δεν σημαίνει πως τα γράφεις την ώρα που τα βιώνεις. Όταν κληθείς να γράψεις, γράφεις ό,τι έχεις μαζέψει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ποτέ δεν γράφω εν βρασμώ ψυχής, πάντα εν ψυχρώ.

Α: Έτσι το τραγούδι δεν χάνει κάτι από την ουσία της στιγμής;
Όχι, γιατί η ουσία της στιγμής μπορεί να σου βγει δήθεν. Είναι σαν κι αυτό που λέμε πως όταν είμαστε πολύ θυμωμένοι ή χαρούμενοι, πρέπει να σκεφτόμαστε δεύτερη φορά πριν μιλήσουμε. Έτσι είναι και με το τραγούδι. Θεωρώ χαζό το να κάτσω να γράψω όταν είμαι πολύ χαρούμενος- έστω και με τα βαρίδια που είπαμε πριν- προτιμώ να ρουφήξω τη στιγμή όσο μπορώ. Επίσης όταν είμαι στεναχωρημένος δεν μου παίρνεις κουβέντα, είμαι κομμάτια. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα, όχι να κάτσω να γράψω.

Α: Ας αλλάξουμε λίγο τις κατευθύνσεις μας. Κινείσαι στον χώρο του πολιτισμού εδώ και πολλά χρόνια κι έχεις συναναστραφεί με διάφορους ανθρώπους. Πιστεύεις πως μας λείπουν οι πνευματικοί άνθρωποι, καθώς λέγεται; 
Θα σου απαντήσω με κάτι που θα φανεί κυνικό, το οποίο μάλιστα το έχω γράψει και πρόσφατα. Με έχουν κουράσει οι φράσεις που ακούγονται όπως «αν ζούσε σήμερα ο Χατζιδάκις…» ή «αν ζούσε σήμερα ο Κάρολος Κουν». Ξεχνάμε πως όταν ζούσαν όλοι αυτοί είχαμε παράλληλα και χούντα. Προς θεού δεν λέω πως ευθύνονται αυτοί για τη χούντα, όμως τις εποχές εκείνες με τα τεράστια πνευματικά αναστήματα τα οποία μνημονεύουμε στα κείμενά μας σήμερα, υπήρχαν άλλες κοινωνικές συνθήκες και άλλες καταστάσεις. Χούντα, φτώχεια, εκτοπίσεις, διώξεις, αστυνομοκρατία...Οι πνευματικοί άνθρωποι ουδέποτε άλλαξαν το ρουν της ιστορίας, εξέφρασαν κάποιες ανάγκες και τραγούδησαν αυτούς που βγήκαν στο δρόμο. Και στο δρόμο σε βγάζουν οι ανάγκες σου. Πρώτα λοιπόν θα μας βγάλουν στο δρόμο οι ανάγκες μας και μετά κάποιοι άνθρωποι με πολύ ευαίσθητες κεραίες θα αποτυπώσουν σε τέχνη αυτό που συνέβη.

Α: Δεν ξεσήκωσαν ποτέ δηλαδή; 
Όχι, ποτέ. Αυτό είναι μύθος.

Α: Ούτε ο Θεοδωράκης;
Ο Θεοδωράκης, ο οποίος είναι ο μέγιστος όλων κατ’ εμέ, εξέφρασε μουσικά τον παλμό μιας γενιάς. Πρώτα οι ανάγκες έβγαλαν τον κόσμο έξω κι έπειτα ο Θεοδωράκης εξέφρασε με τον τελειότερο τρόπο αυτόν τον παλμό. Δεν θεωρώ ότι η τέχνη δημιουργεί επαναστάσεις. Τις ακολουθεί και τις καταγράφει. Για να επιστρέψουμε στην αρχική ερώτηση, πιστεύω ότι σε καμιά εποχή δεν λείπουν οι πνευματικοί άνθρωποι. Δηλαδή δεν υπάρχουν μαύρες τρύπες στην ιστορία όπου ξαφνικά το ταλέντο εξαφανίζεται για χρόνια, αλλάζει όμως η λειτουργία του. Παλιά, όταν έβγαινε να μιλήσει ο Θεοδωράκης, ο Τσαρούχης ή ο Κουν, υπήρχαν λίγα μέσα ενημέρωσης: δυο τηλεοπτικά κανάλια και πέντε περιοδικά. Έτσι ο λόγος τους γινόταν κοινός σε όλη την Ελλάδα. Τώρα αυτό το πράγμα διασπάται. Κανείς δεν μπορεί να μιλήσει και ο λόγος του να γίνει κοινός.

Ρ: Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ευθύνονται γι’ αυτό;
Σε πολύ μεγάλο βαθμό. Και ειδικά η τηλεόραση δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ πόσο κακό θα μπορούσε να κάνει. Από την άλλη θεωρώ πως κανείς δεν μπορεί να σου κάνει κάτι αν εσύ δεν είσαι έτοιμος να το κάνεις στον εαυτό σου. Η τηλεόραση δεν δημιούργησε τον κακό μας εαυτό. Τον έβγαλε προς τα έξω, ανέκαθεν τον είχαμε. Δηλαδή το γεγονός ότι ο νεόπλουτος νεοέλληνας από το ’74 και μετά, δηλαδή την μεγαλύτερη ειρηνική περίοδο της ιστορίας μας, αισθάνθηκε ότι μπορεί να αγοράσει τα πάντα με πλαστικό χρήμα, έβγαλε προς τα έξω τον φτηνό μας εαυτό. Έτσι λοιπόν η τηλεόραση ως μεγεθυντικός φακός, μεγέθυνε, έριξε στα μούτρα μας ότι έχουμε και φτηνές στιγμές, ότι δεν είμαστε και ο καλύτερος λαός. Φάνηκε δηλαδή ότι μόλις μας κούνησε κάποιος μια ζαχαρίτσα εμείς την δαγκώσαμε αμάσητη. Κανείς δεν περίμενε δηλαδή ότι τα αμερικάνικα σόου που τα βλέπαμε και γελούσαμε, θα έπιαναν τόσο πολύ στην Ελλάδα. Γίναμε όμως οι καλύτεροι πελάτες τους.

Ρ: Συμφωνείς με το γεγονός ότι οι Έλληνες όταν σταμάτησαν να γράφουν ιστορία, ξεκίνησαν να κάνουν τηλεόραση;
Ναι, χωρίς να σημαίνει αυτό πως θέλω να έρθει μια χούντα για να ξανακάνουμε τέχνη. Ας εξαφανιζόταν τελείως και η τέχνη και το τραγούδι προκειμένου να μην ξαναέρχονταν τέτοιες εποχές. Το πρωτεύον είναι η ζωή μας. Η τέχνη είναι πολύ σημαντική, αλλά έρχεται δεύτερη.

Α: Ακούστηκαν φράσεις όπως «μας κούνησαν λίγη ζαχαρίτσα και την δαγκώσαμε αμάσητη» ή «έχουμε και τις φτηνές μας στιγμές». Μιλάς λοιπόν και για τον εαυτό σου. Εσύ, ως ένας άνθρωπος με μικρόφωνο, με δημόσιο λόγο, που επηρεάζεις αν μη τι άλλο μια μερίδα ανθρώπων, τι ευθύνες νιώθεις να κουβαλάς; 
Νιώθω ένα αίσθημα ευθύνης, αλλά δεν θέλω να γίνω ταγός κανενός. Αυτή την επιρροή σε μια μερίδα κοινού που λες, δεν την επιδίωξα.

Α: Υπάρχει όμως.
Ναι, υπάρχει. Προσπαθώ μέσα από τους δικούς μου προβληματισμούς και τις δικές μου αγωνίες, όσο μπορώ χωρίς να κουνάω το δάχτυλο, να επικοινωνώ με τον κόσμο κάποια άλλα αισθήματα, κάποιες άλλες εικόνες, κάποιες άλλες φωλιές πολιτισμού που είναι ξεχασμένες από τα ΜΜΕ. Να υπενθυμίζω τα ξεχασμένα, χωρίς να λέω «αυτό είναι το καλό και αυτό το κακό». Γι’ αυτό και σπάνια στο μικρόφωνο έχω ειρωνευτεί κάποιον. Δεν με αφορά ο Καρβέλας, δεν με αφορά η Βίσση, δεν θα ξοδέψω τον χρόνο που μου δίνεται για πράγματα που δεν με αφορούν. Θα τον γεμίσω με αυτά που αγαπώ. Κι αν καταφέρνω να γεμίσω ένα δίωρο καθημερινά με πράγματα που αγαπώ κι εκτιμώ, αυτό είναι κέρδος κι αυτό προσπαθώ να περάσω στον κόσμο.

Α: Αν δεν κάνω λάθος συμμετείχες και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, μια διοργάνωση αμφιλεγόμενης σημασίας. 
Την πρώτη χρονιά μόνο. Συμμετείχα στην επιτροπή γιατί πίστευα πως το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης θα γινόταν ένας δημιουργικός πυρήνας για ανθρώπους που βρήκαν κλειστές πόρτες. Όμως δεν έγινε ακριβώς έτσι. Αν και μπλέχτηκαν αρκετοί άξιοι άνθρωποι του χώρου, το υλικό που λάβαμε, γύρω στα 450 τραγούδια την πρώτη χρονιά, δεν ήταν καλό. Έπρεπε να επιλεγούν δώδεκα και είχαμε βρει μόνο έξι που θα μπορούσαν να διαγωνιστούν. Τα άλλα έξι προστέθηκαν μετά από σημαντικές αισθητικές υποχωρήσεις γιατί ήταν η πρώτη χρονιά και το φεστιβάλ έπρεπε να γίνει. Ξέρεις τι γίνεται; Παρά το γεγονός ότι η δισκογραφία στις μέρες μας πνέει τα λοίσθια, υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να βγάλει ένα τραγούδι ο καλλιτέχνης, όπως το MySpace και γενικότερα το ίντερνετ. Άρα ό,τι καλό είναι να βγει θα βρει άλλον τρόπο, δεν θα περίμενε να βγει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Α: Θα μπορούσε να βγει ένας τραγουδιστής από το ίντερνετ και να πιάσει τόπο;
Φυσικά και θα μπορούσε. Βέβαια τώρα τελευταία ακούγεται ένα άλλο παραμύθι το οποίο με εκνευρίζει πάρα πολύ: ότι το νέο αίμα βράζει στο ίντερνετ. Το ίντερνετ είναι απλά ένα μέσο. Δεν δημιουργεί. Κι εκεί μέσα μπορείς να βρεις από σαχλαμάρες μέχρι καλά πράγματα, ό,τι μπορείς να βρεις και στη δισκογραφία.

Α: Όταν εμφανίστηκαν οι πρώτοι δίσκοι δεν είχαν τον ρόλο του μέσου; Η λογική δημιουργίας τους ήταν απλά να διασώσουμε αυτά που τραγουδούσαμε ζωντανά. Κατ’ αντιστοιχία το ίδιο δεν συμβαίνει σήμερα με το ίντερνετ;
Σαφώς. Το μέσο θα σου δείξει κάτι που ήδη υπάρχει, δεν θα στο φτιάξει. Δηλαδή πριν το MySpace, τα παιδιά αυτά έστελναν το υλικό τους στις δισκογραφικές και σε εμάς να τα ακούσουμε. Ξέραμε δηλαδή τι υπάρχει κι αυτό είναι που βγήκε μέσα από εκεί. Δεν πιστεύω δηλαδή ότι υπάρχει κάτι απίστευτα δυνατό που θα βγει μέσα από το ίντερνετ μόνο. Κάτι παρόμοιο ακούγαμε χρόνια με τα μπαράκια. Μου έλεγαν φίλοι «πήγαινε δυτικές συνοικίες να δεις τι ετοιμάζεται να σκάσει σε λίγο καιρό». Πού είναι; Το είδε κανείς; Δεν ζούμε σε μια εποχή που υπάρχει κάτι τόσο δυνατό το οποίο να κρύβεται στα συρτάρια πιτσιρικάδων και βγαίνει μόνο στο ίντερνετ.

Α: Όμως διευκολύνεται πάρα πολύ η διαδικασία…
Φυσικά και διευκολύνεται. Μιλάμε όμως για μια εποχή που ακόμα και με δικά του έξοδα, δίσκο μπορεί να βγάλει οποιοσδήποτε. Τα στούντιο ηχογραφήσεως έχουν φτηνύνει πάρα πολύ. Το ίντερνετ έχει ακριβώς τις ποσοστώσεις που έχει και η δισκογραφία: σε διαμάντια, σε καλά και σε αδιάφορα τραγούδια.

Α: Και αυτή η γκρίνια που υπάρχει πως οι δισκογραφικές εμποδίζουν καλλιτέχνες που αξίζουν γιατί θέλουν να πουλάνε μέσα από αναλώσιμες δημιουργίες;
Δεν νομίζω πως ισχύει έτσι ακριβώς. Απλά έχουν φοβερά οικονομικά προβλήματα γιατί έχουν πέσει πολύ οι πωλήσεις. Ειδικά οι μεγάλες εταιρίες δεν βγάζουν δίσκο αν δεν ξέρουν 1000% πως θα πουλήσει πάνω από 10.000 αντίτυπα. Επένδυση είναι από τη μεριά τους η δισκογραφία, όχι φιλανθρωπία. Βγάζουν εκείνους που βλέπουν πως μπορούν να συνεχίσουν. Γι’ αυτό και κάνουν συμβόλαια για τρεις ή για πέντε δίσκους. Και δεν βοηθά η μεταφυσική σκέψη πως αυτό που αξίζει εμποδίζεται και είναι έτοιμο να σκάσει. Καταρχήν η ιστορία έχει αποδείξει πως για να σκάσει κάτι τέτοιο πρέπει να προηγηθεί μια έκρηξη σε κοινωνικό επίπεδο, η οποία δεν φαίνεται να συμβαίνει. Καταρχήν μας καίνε καθημερινά και δεν μιλάει κανένας. Το ότι κάναμε δυο συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας έξω από τη βουλή δεν άγγιξε και κανέναν. Μέσα σε μία μέρα πουλήθηκαν όλα τα εισιτήρια για την Μαντόνα. Σε μία μέρα λοιπόν η συσπείρωση για τη Μαντόνα ήταν 70.00. Για τα δάση δεν μαζεύτηκαν τόσοι πολλοί. Πήρα κι εγώ εισιτήριο, από περιέργεια να δω τι είναι αυτό για το οποίο μιλάει όλος ο κόσμος.

Α: Ταμπέλες υπάρχουν στη μουσική; Δεν θα μπορούσαμε να μην ρωτήσουμε… 
Η αλήθεια είναι πως υπάρχει μια πολύ έντονη φιλολογία τα τελευταία χρόνια περί έντεχνου, μη έντεχνου κλπ. η οποία προσωπικά με εκνευρίζει. Αν το ένα είναι έντεχνο και το άλλο άτεχνο…όλο αυτό είναι ένα ευφυολόγημα της πλάκας. Ας συμφωνήσουμε να μην το λέμε «έντεχνο». Να το λέμε «κουτάλι». Να το λέμε όμως κάπως. Η κοινωνία πάντα πορευόταν με παράλληλους πολιτισμούς που μπορεί κάποιες φορές να μπλέκονταν, να βρίσκονταν, να είχαν κοινά σημεία, αλλά κατά κύριο λόγο ήταν παράλληλοι. Όμως δεν είναι το ίδιο ο Μάνος Ελευθερίου και ο Φοίβος. Δεν είναι, τι να κάνουμε; Γενικότερα δεν είμαι υπέρ του διχασμού. Όταν αναφέρω τον όρο «έντεχνο», δεν τον αναφέρω ενάντια σε κάποιους άλλους. Ούτε λειτουργώ ενάντια σε κάποιους άλλους, λειτουργώ υπέρ εμού. Αλλά υπάρχουν κάποιες μουσικές γραμμές, ότι κάποιοι γράφουν τραγούδι που εμπεριέχει την αγωνία, ότι οι αναφορές και οι καταβολές κρατούν από τον ελληνικό λόγο και το σημαντικό ελληνικό τραγούδι του παρελθόντος και προσπαθούν με κάθε τρόπο να το συνεχίσουν μη αναλώνοντας τον εαυτό τους σε κάτι ψεύτικο και πλαστικό. Το ότι υπάρχουν παραδείγματα όπου κάποιος «έντεχνος» βγάζει έναν δίσκο πάρα πολύ βαρετό, πάρα πολύ κουραστικό, ενώ μπορεί να βγάλει μια πολύ καλή μελωδία ο Φοίβος, σαφώς και γίνεται. Δεν μου λέει κάτι όμως επί της ουσίας, είναι μια εξαίρεση. Αυτό δεν αλλάζει το ότι υπάρχουν οι παράλληλοι πολιτισμοί. Το ότι από αλλού ορμώμενος ο καθένας γράφει μουσική, με άλλες αγωνίες και με άλλα οράματα. Και παρόλο που η λέξη «έντεχνο» είναι του Χατζιδάκι, επαναλαμβάνω ας μην χρησιμοποιούμε για το συγκεκριμένο είδος τραγουδιού επειδή αν μας ενοχλεί και μας κουράζει τόσο.  Ας το λέμε «κουτάλι».

Α:  Το «κουτάλι» πώς το βλέπεις; Καταρρέει ως λέγεται;
Καθόλου. Μπορεί να μην περνάει και την καλύτερη φάση του, αλλά μήπως περνάει το σκυλάδικο; Το σκυλάδικο έχει να βγάλει μεγάλα σουξέ πάνω από δυόμιση χρόνια. Τα μαγαζιά της παραλίας δουλεύουν πλέον δυο νύχτες την εβδομάδα και κυρίως με χορούς. Ένα δύο μαγαζιά πάνε καλά από κόσμο. Και δεν είναι θέμα μόνο οικονομικό του κόσμου, είναι περισσότερο δημιουργικό. Για μένα το τραγούδι «της πίστας» έχει πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα από το λεγόμενο «έντεχνο». Ποιος από αυτούς μπορεί να φέρει σε καλοκαιρινή συναυλία τον κόσμο που φέρνει κάθε καλοκαίρι ο Σωκράτης Μάλαμας ή ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου; Επίσης τα χειμερινά προγράμματα του «έντεχνου» ήταν όλα γεμάτα πέρσι. Υπάρχει δηλαδή κόσμος που το τραγούδι αυτό το αγαπάει και το δείχνει κυρίως στα live.

Α: Σε μια τηλεοπτική συνέντευξή της η Λίνα Νικολακοπούλου είπε «ίσως να ήρθε ο καιρός για τον Έλληνα να διαβάσει και λίγη λογοτεχνία, να δει και λίγο θέατρο. Ίσως το τραγούδι, σαν μορφή τέχνης, να μην μας αντιπροσωπεύει όσο μας αντιπροσώπευε παλιά». 
Θα συμφωνήσω απόλυτα μαζί της στο πρώτο σκέλος, χωρίς αυτό να έρχεται σε αντιδιαστολή με το τραγούδι. Το ότι ο Έλληνας πρέπει να ανακαλύψει και άλλες τέχνες και να ασχοληθεί παραπάνω με αυτές, με βρίσκει σύμφωνο. Χωρίς όμως να σημαίνει πως έχει κλείσει ο κύκλος του τραγουδιού και ότι θα πρέπει να περάσουμε μια άγονη περίοδο δεκαπέντε- είκοσι χρόνων μέχρι να σκάσει κάτι καινούργιο.  Κι όπως είπαμε προηγουμένως, αναζητάμε όλοι το καινούργιο στην τέχνη χωρίς να υπάρχει κάτι το καινούργιο στη ζωή μας. Πώς θα γίνει αυτό ρε γαμώτο;

Ρ: Ας αλλάξουμε κουβέντα. Με το ίντερνετ πώς τα πας; Ασχολείσαι;
Πολύ καλά. Μπαίνω στο ίντερνετ, σερφάρω, μου αρέσουν πολύ οι ευκολίες που παρέχει όσον αφορά τις φωτογραφίες, τα βίντεο, τη μουσική κλπ. Είμαι φαν δηλαδή. Εκεί που έχω πάθει μεγάλο σοκ είναι τα ανώνυμα σχόλια που αφήνονται στα blogs. Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ πως υπήρχε τόσο μεγάλο σύμπλεγμα στο ίντερνετ, τόση χολή που έψαχνε τρόπο να βγει.

Α: Πιστεύεις στον όρο «διαδικτυακός πολιτισμός» ο οποίος αποτελεί αντικατοπτρισμό της πραγματικής, της ζωντανής κοινωνίας;
Ναι, προφανώς πιστεύω πως το διαδίκτυο αποτελεί αντικατοπτρισμό της κοινωνίας μας. Όμως πιστεύω πως όλο αυτό είναι χτισμένο σε πήλινες βάσεις. Δεν μπορώ με τίποτα να διανοηθώ πως ένας πολιτισμός μπορεί να στηθεί πάνω σε κάτι το οποίο εξαρτάται από μία πρίζα. Αν σου κοπεί το ρεύμα ή πέσει ο provider την πάτησες. Δηλαδή το να μας ενώνει κάτι το οποίο να περνάει άμεσα από τα χέρια τρίτου το θεωρώ άκρως επικίνδυνο.

Α: Το ίδιο δεν συμβαίνει και με το ραδιόφωνο; 
Το ραδιόφωνο δουλεύει μια χαρά και με μπαταρίες. Δεν μεσολαβεί κάποιος που να σου ελέγχει τα πάντα, που ανά πάσα στιγμή μπορεί να μπει μέσα και να σου αλλοιώσει ό,τι έχει δημοσιευτεί. Το ίντερνετ στηρίζεται σε 4- 5 μεγάλες εταιρίες που αν σου κατεβάσουν τον διακόπτη απλά δεν υπάρχεις. Θεωρώ δηλαδή ότι πρέπει να βρούμε τρόπους να επικοινωνούμε χωρίς ρεύμα. Αν μας κατεβάσουν ένα ρελέ χαθήκαμε.

Α: Πρωτογενώς, παντού υπάρχει αυτό το πρόβλημα, ακόμα και στο ραδιόφωνο. Δεν μας αρέσει αλλά έτσι είναι. 
Είναι πολύ επικίνδυνο όλο αυτό. Αλλά αυτό που πιστεύω είναι πώς στον «Διαδικτυακό πολιτισμό» που αναφέραμε, μπορούμε να βρούμε ακριβώς τις ίδιες ποσοστώσεις που θα βρούμε στις εφημερίδες, στην παρέα, παντού. Το ίντερνετ είναι μέσο. Πολλές φορές η αλήθεια είναι πως το μέσο μπορεί να δημιουργήσει περιεχόμενο. Μ’ αρέσει η επικοινωνία που αναπτύσσεται, με τρομάζει όμως η ευκολία με την οποία κάποιος ανώνυμα μπορεί να βρίσει και να σπιλώσει χωρίς επιπτώσεις. Αν υπήρχε βέβαια ένα κουμπί που να απαγορεύει αυτή τη δυνατότητα φυσικά και δεν θα το πατούσα. Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να θέσουμε μόνοι μας τους κανόνες και να αυτοδιαχειριστούμε. Γενικά απαγορεύεται το «απαγορεύεται». Ακόμα και αν ανοίξω αύριο τον υπολογιστή και διαβάσω σε διακόσιες σελίδες πως ο Οδυσσέας Ιωάννου είναι ένα κωλόπαιδο που τα παίρνει από παντού.

Α: Όπως και στην πραγματική ζωή μπορούμε να «τακτοποιήσουμε» τους ανώνυμους συκοφάντες εκεί που τους αξίζει…
Αν ασχοληθεί κανείς, ναι. Εγώ για παράδειγμα δεν θα έγραφα ποτέ απαντητική επιστολή σε έναν ανώνυμο.

Ρ: Παλαιότερα είχαν γραφτεί αρνητικά σχόλια στον τύπο για το άτομό σου, κυρίως με την απομάκρυνση του Λάμπρου Λιάβα από τον Μελωδία. 
Κυρίως από τον ίδιο είχαν γραφτεί και ειπωθεί πράγματα.

Μ: Σε εκείνον δεν απάντησες όμως, παρόλο που δεν ήταν ανώνυμος.
Μονάχα μια φορά απάντησα στον ίδιο τον κο Λιάβα με μια επιστολή στην Ελευθεροτυπία κι αυτό όταν  τα λεγόμενά του αφορούσαν τον Μελωδία κι όχι εμένα προσωπικά. Είχε πει μέσες- άκρες πως αφού ο ίδιος φεύγει από τον Μελωδία, τότε ο σταθμός θα γίνει ένας σταθμός playlist και θα παραδοθεί στην πόπ και στο σκυλάδικο! Δηλαδή από όποιον σταθμό αποχωρεί ο κος Λιάβας, ο σταθμός παίρνει την κάτω βόλτα; Μάλλον θεωρεί τον εαυτό του βαρόμετρο της ποιότητας στην Ελλάδα... Όταν λοιπόν θέλησε να χτυπήσει τον Μελωδία έπρεπε να απαντήσω. Το τί έλεγε για εμένα δεν με ένοιαζε καθόλου, αλλά κάποια στιγμή αισθάνθηκα πως ήταν απαξιωτικός για όλα τα παιδιά που συνέχιζαν να δουλεύουν σε αυτόν τον σταθμό.  Και φυσικά έχουν περάσει δύο χρόνια από τότε χωρίς να δικαιωθεί σε τίποτα από όσα έλεγε.

Μ: Οι περισσότεροι παραγωγοί του Μελωδία σε στήριξαν… 
Σαφώς, γιατί ήξεραν και ξέρουν τι συμβαίνει εδώ μέσα. Πάντως βγήκε κι ένα καλό μέσα από όλη αυτή την ιστορία. Το ότι έγινε θέμα επειδή ο Μελωδία αλλάζει τρεις παραγωγούς. Θέλω να πω ότι έχει περάσει στη συνείδηση του κόσμου πως είμαστε ένα ραδιόφωνο αποτελούμενο από ανθρώπους. Όμως για να έρθει όμως κάποιος πρέπει να φύγει κάποιος άλλος, δυστυχώς δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Αρρωσταίνω κάθε φορά που πρέπει να κάνω κάτι τέτοιο αλλά αν δεν το κάνω θα μου ζητήσουν ευθύνες οι υπόλοιποι που δεν έκανα κάτι να βοηθήσω τον σταθμό. Όλοι θέλουμε έναν Μελωδία που λειτουργεί σαν ζωντανός οργανισμός. Πώς θα μπουν και νέα παιδιά στο ραδιόφωνο; Υπό την έννοια αυτή, θα φύγω κι εγώ κάποια στιγμή από τον Μελωδία. Δεν είμαι τίποτε άλλο εδώ μέσα παρά ένας καλύτερα αμειβόμενος υπάλληλος που οφείλει πού και πού να κουρδίζει το πιάνο...

Α: Ας επιστρέψουμε στο διαδίκτυο. Απ’ ότι μας είπες το MusicHeaven το επισκέπτεσαι. Πες μας δυο λόγια. 
Καταρχήν νομίζω πως έχετε πολύ χαμηλό μέσο όρο ηλικίας. Διαβάζω κατά καιρούς πράγματα που δεν μπορώ όμως να τα κακολογήσω. Όταν είσαι μικρός βλέπεις παντού θεωρίες συνομωσίας, το οποίο είναι υγειές. Όταν είσαι μεγάλος όμως καταντάει σύμπλεγμα. Δηλαδή το να αμφισβητεί ο πιτσιρικάς και να μην πιστεύει ό,τι βλέπει ψάχνοντας να βρει τι κρύβεται από πίσω, είναι σωστό. Όταν ακούω όμως από άνθρωπο πάνω από τριάντα χρονών που υποτίθεται ότι είναι ψαγμένος στα πράγματα, ότι ο Μελωδία παίζει πολύ συχνά κάποια συγκεκριμένα τραγούδια επειδή τα παίρνει από την εταιρία, τσαντίζομαι. Θα δικαιολογήσω τη φράση σε έναν δεκαπεντάρη, σε έναν τριαντάρη όχι. Και ειδικά όταν ακούει χρόνια τον σταθμό, δεν μπορεί να μην ξέρει πως ο Μελωδία δεν ρισκάρει το κύρος και το όνομά του παίρνοντας χρήματα κάτω από το τραπέζι. Εκεί λες «φίλε χαλάρωσε κι επιτέλους σκέψου λίγο σοβαρά». Το άλλο που έχω ακούσει είναι ότι «ο Ιωάννου παίζει τους τάδε καλλιτέχνες επειδή είναι φίλοι του». Θέλει πολύ μυαλό να καταλάβεις ότι επιδίωξα να γίνουν φίλοι μου και συνεργάτες μου κάποιοι επειδή εκτιμούσα τη δουλειά τους; Δεν επιδίωξα να γίνω φίλος με τον Καρβέλα, δεν με ενδιέφερε η δουλειά του. Αντιθέτως επιδίωξα να γίνω συνεργάτης και φίλος του Μάλαμα γιατί τον θεωρώ το κορυφαίο μουσικό ταλέντο των τελευταίων είκοσι χρόνων. Είναι τελείως διαφορετική η διαδικασία. Πρέπει να είσαι πολύ «πονηρός» για να κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις την διαφορά. Παρόλο που ξέρω πως κάποιες φορές δεν φαινόμαστε τίμιοι προς τα έξω –δικαιολογημένη η καχυποψία σε πρώτη ανάγνωση-  δεν θέλει και πολύ σκέψη για να καταλάβει ένας μεγαλύτερος τι πραγματικά συμβαίνει. Όμως το έχω αποδεχτεί πια πως σε αυτήν την δουλειά θα πιείς τον χυμό αλλά θα φας και τα φλούδια... Θα ήμουν αφελής αν περίμενα να γεύομαι μόνο τα καλά. Και θα ήμουν βλάσφημος αν θεωρούσα τον εαυτό μου αδικημένο, όπως σας είπα και προηγουμένως. Βλέπω όμως ότι το MusicHeaven έχει καταφέρει την πραγματική επικοινωνία των μελών με βάση την μουσική.

Ρ: Το MusicHeaven πρόσφατα έκανε μια δημοσκόπηση για τον καλύτερο τραγουδοποιό της τελευταίας εικοσαετίας. Χωρίς να σου πω τους υποψήφιους, εσύ ποιον θα έλεγες; 
Νομίζω πως στην εικοσαετία αυτή αν κι εμφανίστηκαν κάμποσοι, τρεις περιπτώσεις ξεχωρίζουν: ο Χάρης και ο Πάνος Κατσιμίχας, ο Σωκράτης Μάλαμας και ο Νίκος Πορτοκάλογλου.

Ρ: Ο Πορτοκάλογλου δεν έκανε μια κοιλιά μετά την διάλυση των Φατμέ; 
Δεν είμαι σίγουρος. Απλά έχει εμμονές που σε κάποιους ακούγονται σαν μανιέρα. Ο Νίκος κάνει κάτι το οποίο εκτιμώ πάρα πολύ, είναι ακομπλεξάριστος και γράφει πάρα πολύ απλά. Δηλαδή γράφει στίχους που αν τους έγραφα εγώ αυτόνομους και τους έδινα για μελοποίηση θα μου τους γύριζαν πίσω ως απλοϊκούς. Ο Νίκος έχει έναν τρόπο να δένει τη μουσική με έναν απλό πλην καίριο στίχο χωρίς κανένα κόμπλεξ. Και δεν θεωρώ τυχαίο το γεγονός ότι έχει βγάλει είκοσι τραγούδια πανεθνικά, ότι μπορεί να παίξει δυόμιση ώρες συναυλία και να σε κάνει να τραγουδάς ασταμάτητα.

Ρ: Εσύ έχεις γράψει τέτοιο τραγούδι, απλό; 
Από πρόθεση όχι, δεν έχω γράψει. Δεν περηφανεύομαι γι’ αυτό όμως. Είναι γιατί γράφω μόνο στίχο, αν έγραφα και μουσική ταυτόχρονα πιθανόν να έγραφα κάποια απλά τραγούδια, συνηδειτά.  Όταν γράφεις σκέτο στίχο και τον δίνεις σε έναν συνθέτη να τον μελοποιήσει, σου βγαίνει ένα γραπτό με αποτύπωμα. Η αλήθεια είναι ότι τον τελευταίο καιρό προσπαθώ να γράφω πολύ πιο απλά απ’ ότι έγραψα στο «Θάλασσα στη σκάλα». Θέλω να μπορώ να γράφω πιο απλά, να σπάσει αυτό το κόμπλεξ που έχω μέσα μου που λέει πως πρέπει το γραπτό να είναι και λίγο αυτόνομο, να μπορεί να κρατηθεί. Θα ήθελα πάρα πολύ να μπορώ να γράψω σαν τον Νίκο, παρόλο που έχω μεγαλώσει ως λάτρης του Ελευθερίου, του Τριπολίτη και του Αλκαίου…

 *Κάπου εδώ το ρολόι δείχνει 18.00 και η παρέα μεταφέρεται στο στούντιο για την εκπομπή. Η ησυχία του χώρου, τα χρώματα και το κλίμα που επικρατούσε δύσκολα μεταφέρονται με τη μορφή κειμένου…


*Πρώτη δημοσίευση MusicHeaven,
Σεπτέμβριος 2008.

5 Δεκεμβρίου 2010

Δάρνακες- Libra, το προξενιό της Αντιγόνης




(Παρουσία) 

Δεν είναι εδώ Βαλκάνια σού το’ πα, εδώ είναι παίξε γέλασε και σώπα, έγραφε σχεδόν πριν μια δεκαετία ο Άλκης Αλκαίος. Κι όμως, να που τα Βαλκάνια κάνουν αισθητή την παρουσία τους (που ούτως ή άλλως υπήρχε πάντα διακριτική) στην εγχώρια δισκογραφία, φιλτραρισμένη από το πρίσμα ενός παράξενου αλλά άκρως ενδιαφέροντος μουσικού σχήματος από τη Βόρεια Ελλάδα. «Δάρνακες» είναι μια φυλή που κατοικεί σε πέντε χωριά ανατολικά της πόλης των Σερρών και είναι από εκεί που πήρε το όνομα με το οποίο μας παρουσιάζεται σήμερα. «Κάποτε η μουσική ως τέχνη είχε άμεση συνάφεια με την γεωγραφία. Δηλαδή αν καταγόσουν από την Ήπειρο έπαιζες βαριά και αργή μουσική, αν ήσουν από την Κρήτη, ζωηρή και γρήγορη, αν ερχόσουν από τον Πόντο, άγρια κλπ. Προβάλλοντας με το όνομα μας τον τόπο καταγωγής μας θέλουμε να δείξουμε ότι στην μουσική μας παρεισφρέουν (ακούσια ή και συνειδητά) στοιχεία μιας μακράς μουσικής παράδοσης που εξελίχθηκε μέσα στα γεωγραφικά πλαίσια της Νότιας πλευράς της βαλκανικής χερσονήσου», μας λέει ο Φώτης Δούσος, μέλος του συγκροτήματος. Πέραν τούτων και με απόλυτη φυσικότητα, συνηθίζουν να τραγουδούν Ισπανικά, Ελληνικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Πορτογαλικά, Σέρβικα και Ρώσικα. Αυτοπροσδιορίζονται ως ένα σχήμα post Balkan μουσικής με gipsy punk στοιχεία, συνδυάζουν το νταούλι με την ηλεκτρική κιθάρα, χρησιμοποιούν στα Ισπανικά τραγούδια ως βασικό όργανο το στεριανό λαούτο, στα ρώσικα χάλκινα brass ή Prodigy  με εμβόλιμα μουσικά σχόλια από γκάιντα. Προσεγγίζουν τη λόγια ποίηση μέσα από την παράδοση και φωνές που μοιάζουν βγαλμένες μέσα από τα σπλάχνα της βορινής επαρχίας. Μια ατμόσφαιρα που περιπλέκει τους προαιώνιους προβληματισμούς του ανθρώπου με την ανάγκη της εποχής να πιαστεί από κάποια σταθερά σημεία αναφοράς. «Το ύφος μας θέλουμε να είναι εξωστρεφές χωρίς να γίνεται φτηνό. Συνδυάζει στοιχεία παράδοσης και νεωτερικότητας. Είναι άμεσα συνδεδεμένο με το χορό, το γλέντι, την μέθεξη, την αίσθηση κοινότητας. Έχει αρχετυπική δύναμη», συμπληρώνει ο ίδιος.  Μετά το πρωτόλειο «Virgo», το καθοριστικό cd single «Darnakes», σειρά παίρνει το τρίτο τους άλμπουμ με τίτλο «Libra, το προξενιό της Αντιγόνης». Μέσα του συναντά κανείς πέρα από τα τραγούδια των Δαρνάκων, μελοποιημένα ποιήματα του Καρυωτάκη και του Πολέμη καθώς και διασκευασμένα παραδοσιακά τραγούδια. Κι όλα αυτά κλεισμένα σε μια πολύ όμορφη και ιδιαίτερη συσκευασία η οποία πετυχαίνει την απόλυτη αρμονία με το ίδιο το υλικό. 


*Πρώτη δημοσίευση Δίφωνο,
Οκτώβριος 2010. 

3 Δεκεμβρίου 2010

Ο καθόλου αόρατος δικός μας Φοίβος


Άκουσα τα νέα τραγούδια που θα κυκλοφορήσουν σε λίγες ημέρες από την Inner Ear (!). Είναι όπως καταλαβαίνετε ο πρώτος ελληνόφωνος δίσκος της "Πατρινιάς" εταιρίας που ειδικεύεται στο αγγλόφωνο εναλλακτικό (Lolek, Tang with Lions, Marietta Fafouti). Ο Φοίβος είναι από τις πιο ιδιαίτερες περιπτώσεις στο ελληνικό τραγούδι. Και είναι χαράς και υπερηφάνειας άξιο ότι κάθε φορά που βγάζει δίσκο, στο νου μάς έρχεται ξανά και ξανά η ίδια αυτή φράση. Τουλάχιστον για εμάς τούς τραγουδολάγνους. Από την Παρέλαση σε παραγωγή Μάνου Χατζιδάκι, μέχρι τώρα. Ο Αόρατος άνθρωπος είναι ένας δίσκος εμπνευσμένος με το σωστό timing. Όπως σωστό timing είχαν όλοι οι προηγούμενοι. Χωρίς βιασύνες και χωρίς καθυστερήσεις. Ωστόσο δεν ξέρω αν έχει τις κορυφώσεις που απαιτεί η ραδιοφωνική πραγματικότητα. Πλήρως κατανοητός, απόλυτα ειλικρινής, σε μέγιστο βαθμό έντεχνος με την ουσία τού όρου, καθόλου δήθεν. Απόλυτα Δεληβοριάς. Ή τον αγαπάς και τον εντάσεις στο soundtrack τού χειμώνα (αν έρθει-λέμε τώρα) ή τον απορρίπτεις με σεβασμό- σε καμία περίπτωση δεν είναι  αδιάφορος. Συμμετέχει η Αρλέτα (μας) και η Ρένα Μόρφη. Όταν κυκλοφορήσει αγοράστε δύο και χαρίστε τον έναν. 

ΥΓ: Στο youtube υπάρχει αυτό.

Camly - A Responsive Blogger Theme, Lets Take your blog to the next level.

This is an example of a Optin Form, you could edit this to put information about yourself.


This is an example of a Optin Form, you could edit this to put information about yourself or your site so readers know where you are coming from. Find out more...


Following are the some of the Advantages of Opt-in Form :-

  • Easy to Setup and use.
  • It Can Generate more email subscribers.
  • It’s beautiful on every screen size (try resizing your browser!)
Subscribe Via Email

Subscribe to our newsletter to get the latest updates to your inbox. ;-)

Your email address is safe with us!