Translate

21 Αυγούστου 2011

Έφυγε από τη ζωή ο Νίκος Θέμελης




Ήταν από τους πιο πολυδιαβασμένους σύγχρονους συγγραφείς της τελευταίας δεκαετίας. Μπήκε στα γράμματα με μια αναζήτηση. Είχε κάμποσες αναλαμπές αλλά δεν έχω ιδέα αν προσπάθησε κάποια ανατροπή. Πιθανόν να μην έχει καμιά σημασία, μιας και δεν πέτυχε κάτι τέτοιο. Έζησε μέσα σε μια ζωή, δυο ζωές: τη λογοτεχνική και την πολιτική από διάφορα πόστα. Άλλοι είπαν ότι βοηθούσε όπου μπορούσε ακούραστα, δημιουργικά και εμπνευσμένα. Άλλοι ότι έτρεχε πίσω από τις θέσεις. Τι ισχύει δεν ξέρω και δεν μπορεί να με νοιάζει. Εξάλλου όταν κάποιος δημόσιος άνθρωπος εγκαταλείπει τη ζωή όλοι βρίσκουν από απαστράπτουσα λυπητερή ανακοίνωση να δημοσιεύσουν. Για πάρα πολύ κόσμο, ήταν όντως μια συντροφιά ανάμεσά μας, σχεδόν φερμένη από το παρελθόν με την ικανότητα του στέρεου αφηγητή κάποιων εποχών που αξιώθηκα να ζήσω μόνο μέσα από ξενύχτια με τη μυρωδιά των βιβλίων (αν και δεν είμαι σίγουρος ότι θα ήθελα εν τέλει να τις ζήσω ολοκληρωτικά- σκληρές καταστάσεις). Πιο πολύ είναι οι αλήθειες των άλλων που κλείνουν το μάτι στην ιδιωτική μας αλήθεια και κουνούν το δάχτυλο καλώντας μας προς το μέρος τους για κάποια πιθανή συναλλαγή. Ο Νίκος Θέμελης υπήρξε από τους αξιότερους σύγχρονους αγωγούς αυτών των συναλλαγών. Ήταν μόνο 64 ετών. Θα τον θυμόμαστε. Και θα συνεχίσουμε να τον διαβάζουμε.


Απόσπασμα από το βιβλίο "Η αναζήτηση":

Σύρθηκα λίγο λίγο μέχρι το χώρισμα, έκανα άλλα δύο βήματα και βρέθηκα στο γυναικωνίτη χωρίς να παραξενέψω καμιά γειτόνισσα κι η μάνα μου ούτε που μ' είδε. Στάθηκα τουλάχιστον για λίγο εκεί, μην παραξενευτούν, με τα χέρια πλεγμένα, έτσι όπως επιβάλλει η στάση μες στην εκκλησία, ακούγοντας τη βυζαντινή ικεσία, αδυνατώντας να πιάσω τα νοήματά της. Και τότε είδα κατά πρόσωπο πρώτη φορά, τι ήτανε ζωγραφισμένο στις μπροστινές ποδιές του τοίχου και στις γύρω τοιχογραφίες. Ήτανε άνθρωποι γυμνοί, όχι όπως συνήθως ξέραμε τον Αδάμ με την Εύα, αλλά ξαπλωμένοι αγκαλιά και με τον ίδιο τρόπο άνθρωποι με ζώα, δαίμονες με κορίτσια νεαρά, όλοι μπλεγμένοι ή καρφωμένοι ο ένας μέσα στον άλλον. Ήτανε σκηνές βίας και πόνου, ήτανε σκηνές αδικημάτων και τιμωρίας, ήτανε εικόνες ανείπωτης αμαρτίας και ζωγραφιές ανθρώπινης ασχήμιας. Ασχήμιας της ψυχής, πού μείωναν τον άνθρωπο και τον εξευτελίζαν. Ήταν ο κόσμος της ακολασίας ζωγραφισμένος μέσα στο γυναικωνίτη. Είπα μέσα μου "Ετούτος πρέπει να'ναι". Και τότε σαν ξυραφιά απότομη θυμήθηκα την κουβέντα που μου 'χαν πει για τον πατέρα μου: "τον ακόλαστο ο Θεός θα κρίνει". Εκεί λοιπόν, σ' αυτόν τον κόσμο που 'δα άξαφνα να ξετυλίγεται μπροστά μου, είχανε βάλει οι χωριανοί μας τον πατέρα μου; Δεν άντεξα άλλο, έκανα μεταβολή και έφυγα από την πίσω πόρτα.

Απ' το μικρό φανάρι στον αυλόγυρο της εκκλησιάς και το λιγοστό φως που έβγαινε από τα γύρω σπίτια είδα τα σύννεφα να κατεβαίνουνε από παντού, να τυλίγουνε τον μικρό μας κόσμο. Είδα άλλα σύννεφα ακίνητα στην μπροστινή πλατεία κι άλλα μπηγμένα βαθιά στα γύρω ελάτια. Είδα άλλα να σέρνονται σιγά σιγά στα καλντερίμια κι άλλα να στέκονται και να κοιτάν απ' τα παράθυρα μέσα στα σπίτια. Είδα σύννεφα να παίρνουν σχήματα, άλλα να προσπαθούν να πάρουνε μορφή. άλλα να έρχονται επάνω μου κι άλλα να φεύγουνε στον άλλο κόσμο. Είδα σύννεφα που μοιάζανε με τη φυγή που βύζαινε σιγά σιγά η καρδιά μου. Ικι εγώ να φέρνω στο μυαλό και να μετράω τα ερημωμένα σπίτια του χωριού, αυτών που φύγαν, να ψάχνω γι' άλλους πιθανούς ακόλαστους, ν' αρνιέμαι πως ο πατέρας ήτανε ακόλαστος, να μην μπορώ να αρνηθώ πως είχε φύγει οριστικά από κοντά μας.

Ο κόσμος άρχισε να βγαίνει, οι πιο πολλές γυναίκες. Ξεχώρισα τη μάνα μου, την έπιασα. Δεν είχε αντιληφθεί την απουσία μου και με αδιόρατη χαρά άνοιξε το βιβλίο της λέγοντας: "Πάμε γρήγορα, η γιαγιά θα περιμένει. Μέχρι να φτάσουμε, η παγωνιά μας είχε περονιάσει. Κείνο το βράδυ δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Σαν ξάπλωσα ήρθε ολοζώντανη, κάτω απ' τα κλειστά μου μάτια, η εικόνα του γυμνού άνδρα με τη γυμνή γυναίκα και τους δύο ξαπλωτούς και αγκαλιασμένους. Με βασάνιζε η εικόνα, με βασάνιζε η πράξη, με βασάνιζε η τοποθέτησή της σ' έναν κόσμο ακολασίας. Με βασάνιζε πως τούτος ο κόσμος γύρω μου ήθελε τον πατέρα μου ακόλαστο και την ωραία πράξη αμαρτία. Χούφτιασα το ρολόι του πατέρα μου κι αποκοιμήθηκα ακούγοντας τους χτύπους της καρδιάς του. Το πρωί δήλωσα άρρωστος και έμεινα στο κρεβάτι. Σηκώθηκα προχωρημένο μεσημέρι, όταν ήταν πια σίγουρο πως δεν υπήρχε περιθώριο να πάω σχολείο. Η γιαγιά, σαν να'χε καταλάβει κάτι, μου είπε: "Μια και δεν είχες σήμερα γράμματα, σύρε να κόψεις και κανένα ξύλο". Κατέβηκα για το υπόστεγο κι έφυγα κατευθείαν για την εκκλησία. Μπήκα ξανά μες στο γυναικωνίτη κι άρχισα να περιεργάζομαι σιγά σιγάμε επιμονή και υπομονή τις εικόνες μία μια, σαν να 'θελα να κάνω αποστήθιση εκείνο που 'νιωθα, μα δεν μπορούσα να το καταλάβω. Έφυγα από την εκκλησία ανάστατος, εκεί που άλλοι φεύγουνε γαληνεμένοι.

Κυριακή πρωί σημάναν οι καμπάνες. Προνόμιο παραχωρημένο από τους Τούρκους, ένα καμπαναριό καμάρι. Κάθε Κυριακή με ξυπνούσαν οι καμπάνες. Όμως τούτη τη φορά σήμαιναν τόσα πράγματα μαζί, ανάκατα και μπερδεμένα. Ένιωσα πως τούτο το σπίτι δε με χωρούσε πια, ο τόπος όλος δε με χωρούσε άλλο. Στήθηκα στο παράθυρο κι είδα τις τρεις μ ου αδερφές να φεύγουν για την εκκλησία. Τις ένιωσα τόσο μακριά μου. Η Ελεονόρα κοπέλα παντρειάς.

Γρήγορα συνειδητοποίησα ότι και τα πράγματα με τα οικονομικά μας δεν ήταν όπως πριν. Ούτε τα κτήματα μπορούσαν να μας εξασφαλίσουν τη ζωή που είχαμε μάθει, ούτε οι οικονομίες και τα αποθέματα ήτανε ανεξάντλητα. Κι ο Ρώμος σίγουρα δε θα μπορούσε για πολύ ακόμα να τα βγάλει πέρα. Πηγή της δύναμης και της ευημερίας μας ήτανε τ' όνομα του πατέρα και το εμπόριό του πέρα από τα βουνά που κλείναν τα Ζαγόρια. Δεν υπήρχε πια ούτε το ένα ούτε το άλλο.

Η σκέψη της δικής μου αναχώρησης άρχισε να ριζώνει μέσα μου, να δυναμώνει. Της αναχώρησης και όχι της φυγής. Σαν κάτι αυτονόητο και όχι σαν κάτι αναπόφευκτο. Σαν κάτι που το όριζα εγώ και όχι που το επέβαλλαν οι άλλοι. Η μοίρα μου με ήθελε εκεί και έτσι, εγώ με ήθελα αλλού κι αλλιώς. Η σκέψη έγινε απόφαση κι όταν κατάλαβα πως τίποτα και κανείς δεν μπορούσε πια να μου την αλλάξει, την είπα πρώτα στον δάσκαλο και μετά στους δικούς μου. Τους ξάφνιασε, τους αναστάτωσε, μα κανείς τους δεν την επολέμησε. Η μεγάλη απόφαση δεν ήταν στην πραγματικότητα μεγάλη. Ήταν η πρώτη δική μου απόφαση από τη μαγιά που μου είχαν αφήσει ο δάσκαλός μου και ο πατέρας μου.
Κρατώντας στη χούφτα μου το ρολόι του σφιχτά μέσα στην τσέπη κι έχοντας δώσει στη μητέρα το δισάκι με τις λίρες που μου είχε παραδώσει ο κυρ Βαγγέλης, βρέθηκα του Ευαγγελισμού στη Θεσσαλονίκη. Με την υπόσχεση πως κάποτε θα επιστρέψω, με την ευθύνη γι' αυτούς που άφηνα πίσω μου, με την ελπίδα να ξανάβρω τον πατέρα μου, με την απόφαση να μάθω περισσότερα, να φτιάξω, να δημιουργήσω. Και κάπου βαθύτερα να με τρώει σαν σαράκι ποιο ήταν το "γιατί των γιατί" του πατέρα μου, ποιο είναι το δικό μου. Ποια είναι η δικιά μου αλήθεια ή μήπως θα 'πρεπε να τη φτιάξω μοναχός μου.

Έτσι τελείωνε η αφήγηση του Νίκου - του Νικόλα - για τον πατέρα του, για τα εφηβικά του χρόνια στην Ήπειρο και στα Ζαγόρια, την αναχώρηση του ενός μετά τον άλλο. Σχεδόν απότομα μ' ένα άλμα από το Ζαγόρι στη Θεσσαλονίκη. Αλλού με λεπτομέρειες κι αλλού με άνισα κενά. Μίλαγε συχνά για κείνη την περίοδο, μα ποτέ δεν αναφέρθηκε ο ίδιος, ούτε στα περιστατικά της αναχώρησης, μήτε στα όσα ακολούθησαν. Κάποιες άλλες αποσπασματικές αφηγήσεις του, για άλλα ζητήματα, ήρθαν και δέσανε μετά, φώτισαν άλλες ιστορίες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Camly - A Responsive Blogger Theme, Lets Take your blog to the next level.

This is an example of a Optin Form, you could edit this to put information about yourself.


This is an example of a Optin Form, you could edit this to put information about yourself or your site so readers know where you are coming from. Find out more...


Following are the some of the Advantages of Opt-in Form :-

  • Easy to Setup and use.
  • It Can Generate more email subscribers.
  • It’s beautiful on every screen size (try resizing your browser!)
Subscribe Via Email

Subscribe to our newsletter to get the latest updates to your inbox. ;-)

Your email address is safe with us!