Ποτέ δεν μου άρεσαν οι φιλολογίες με τα δίπολα να τρώγονται με τον εαυτό τους για να βγάλουν ένα θριαμβευτικό αποτέλεσμα. Ούτε φυσικά οι δύο κλασικές διαμάχες στο ελληνικό τραγούδι, δηλαδή Χατζιδάκις- Θεοδωράκης και Μπιθικότσης- Καζαντζίδης. Για μένα η πραγματικότητα δεν είναι μία, αλλά αλλάζει ανάλογα την περίπτωση εκείνου που την εξετάζει. Δεν μπορώ να αμφισβητήσω σε καμία περίπτωση την αξία κανενός, πόσω μάλλον όταν πρόκειται για τα γνωστά μας μεγαθήρια. Όσον αφορά τους δύο συνθέτες, αναγνωρίζω πως ο Χατζιδάκις έχει γράψει πολύ περισσότερα συγκλονιστικά και καθοριστικά για την τέχνη του τραγούδια, όμως από τον Θεοδωράκη έχω ανθολογήσει 15-20 με τα οποία κλαίω. Κι όταν λέμε κλαίω, εννοούμε πως το ρεύμα της συγκίνησης με διαπερνά υπό όλες τις πιθανές συνθήκες. Κι επίσης έχει στο ενεργητικό του το Άξιον Εστί το οποίο είναι ένα έργο που εν μέρει με έχει καθορίσει από τα λυκειακά κιόλας χρόνια.
Από τη μεριά των ερμηνευτών τώρα, ο Μπιθικίοτσης έδωσε με τη φωνή του στο λαό μια τεάστια ποσότητα πολιτισμού την οποία πολλές φορές και ο ίδιος ο λαός δεν μπόρεσε να την εκτιμήσει σωστά. Για παράδειγμα, όταν ο Μπιθικότσης ερμήνευε τον «Επιτάφιο» και τα «Επιφάνεια», δυσκολεύομαι να πιστέψω πως ο απλός μεροκαματιάρης αναγνώριζε την αξία του έργου, πέρα από τις ενστικτώδεις αντιδράσεις που μπορούσε να του προσφέρει η ευφυής μελωδία και κάποιες φράσεις στα τραγούδια που τον τράνταζαν ολόψυχα. Κι αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, εφόσον το έργο (όπως και άλλα) βρήκε την αναγνώριση που του άξιζε μέσα από τους ανθρώπους που είχαν τον κατάλληλο οπλισμό για να το κρίνουν και να το χαρακτηρίσουν, αλλά και γιατί προσέφερε πολλά σε άλλους ανθρώπου του πολιτισμού υπό τη μορφή πολιτισμικής καταβολής.
Στον αντίποδα, ο Στέλιος Καζαντζίδης ήταν ολόκληρος η φωνή του λαού. Σε σχέση με τον Μπιθικότση είχε ένα πολύ πιο μέτριο ρεπερτόριο με θεματολογία αρκετά περιορισμένη, όμως επίσης φέρει στο ενεργητικό του πολύ δυνατές στιγμές που καθόρισαν τη ζωή πολλών, εξ’ ου και η λατρεία που του είχαν τα λαϊκά στρώματα, εγχώρια και μεταναστευτικά. Ίσως να μην τραγούδησε την ποίηση που τραγούδησε ο Μπιθικότσης όμως κατάφερε να αγγίξει τις βαθύτερες χορδές ενός λαού που έφερε πολύ μεγαλύτερες προσωπικές πληγές και βάρη από εκείνα που εξέφραζε (αυτό στην εποχή του, γιατί τώρα η μεμψιμοιρία αποτελεί βασικό γνώρισμα όσων προσπαθούν να πείσουν για την εξ’ επιλογής πληκτική ζωή τους). Ο Καζαντζίδης ήταν απλός σε όλα του κι αυτό τον καθιστούσε ως περσόνα πολύ κοντύτερα στους όμοιούς του. Παρά το γεγονός ότι εγκατέλειψε τις νυχτερινές εμφανίσεις τη στιγμή που βρισκόταν στο απόγειό του (1965), το όνομα και τα τραγούδια του δεν σταμάτησαν ποτέ να βρίσκονται στην ψυχή και το στόμα του λαού. Κάποτε ένας παππούς φουλ καζαντζιδκικός, μου είχε πει μια ιστορία η οποία δεν ξέρω αν αληθεύει, ωστόσο δεν παύει να είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Λίγα χρόνια -λέει- μετά την παύση του από τα νυχτερινά κέντρα, βρέθηκαν κάποιοι επιχειρηματίες οι οποίοι προσπάθησαν να τον πείσουν να επιστρέψει, έστω και για περιορισμένο αριθμό εμφανίσεων. Έτσι, μια μέρα στο σπίτι του, τού ακούμπησαν στο τραπέζι μια υπογεγραμμένη από αυτούς επιταγή, χωρίς να αναγράφεται ποσό στο ανάλογο πεδίο, με την προτροπή να βάλει μόνος του τα χρήματα που θέλει και να πάει να τα εισπράξει. Φυσικά ο Καζαντζίδης (σύμφωνα πάντα με την αφήγηση του παππού) ούτε διανοήθηκε να το συζητήσει περεταίρω κι έτσι τους έδιωξε με τις κλοτσιές.
Για μένα ο Στέλιος Καζανζτίδης είναι η μεγαλύτερη φωνή που έχει περάσει από τη χώρα μας. Κι αυτό παρακαλώ να μην εκληφθεί ούτε ως συμπέρασμα κάποιας δήθεν μελέτης, ούτε ως τεκμήριο για κάτι παραπάνω. Αποτελεί απλώς μια μικρή διάκριση στο δικό μου πάνθεον και τίποτα παραπάνω. Δηλαδή ακριβώς αυτό που συνέβη και με τον κάθε ένα ξεχωριστά, για να αποκτήσει ο Καζαντζίδης τον μύθο που του αναλογεί και θα του αναλογεί όσο υπάρχει βαθιά ελληνικό, λαϊκό τραγούδι. Σήμερα ο θάνατός του μετράει 8 χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου