Ονομάζεται Αντώνης. Ένας άντρας που
παλεύει με τον εαυτό του. Ένα σάουντρακ που κινείται κάπου ανάμεσα μελωδίες του
Μάνου Χατζιδάκι και στις ηλεκτρονικές εναλλαγές του Μιχάλη Δέλτα, καλύπτοντας
με τη γραφή όλη την απόσταση που μοιραία σχηματίζεται. Ένα έργο που ξεκίνησε
καχύποπτα θέτοντας προβληματισμούς για το αίμα που μας διαπερνά και μια αγάπη
που εξ αρχής την βάφτισαν Αντιγόνη. Ένα τραίνο στοιχειωμένο από έρωτες, εμμονές
και λαβυρίνθους για να καταλήξει να μας απασχολεί συχνά- πυκνά από τις ζεστές
ημέρες του 2006 ως ένα αδιάκοπο ποίημα στα κλαριά του διαδικτύου… «Ξεκινάω να γράφω. Δειλά. Δεν θέλω να πω
πολλά, τελευταία θέλω να λέω όσα λιγότερο γίνεται, δε με νοιάζει πια, ούτε εγώ
δεν τα πολυκαταλαβαίνω, ίσως και να συνήθισα, δεν ξέρω, μπορεί, δε θέλω να
περιγράφω το δωμάτιο που βρίσκομαι, μόνο θα πω πέφτει στ’ αριστερά λίγο φως, τη
βρίσκω κάπως (από δειλία κάργα, μετριάζω με επιρρήματα τη λέξη) ασφυκτικά, πόσο
συνοπτικά πρέπει να γράψω, να μιλήσω, να πω και τι τρόπος είναι αυτός που
πέφτει πάνω μου απόψε στα ξαφνικά ετούτο το φως».
Ο Αντώνης είναι ηθοποιός, όχι
όμως από εκείνους που θα συναντήσουμε στο zapping της τηλεόρασης. Στο δρόμο δεν θα τον αναγνωρίσει ο
φωτογράφος που κυνηγάει θέματα· ο δρόμος όμως τον γνωρίζει. Στο κεφάλι μέσα βρίσκεται
χωνεμένη όλη αυτή η τέχνη που χρειάζεται για να είναι κανείς ηθοποιός. Η τέχνη
της ζωής που ξεκινά από την εξωστρεφή καθημερινότητα και καταλήγει στις πιο
κρυφές μας σκέψεις, κάνοντας μας να πιστέψουμε πότε πως φτιαχτήκαμε ξέχωρα από
τους άλλους και πότε πως η κοινοτυπία που μας κυριεύει είναι η ίδια μας η
κατάρα. Ωστόσο τα ερωτήματα ποτέ δεν στερεύουν. Τα προσωπικά οράματα (μεγάλα-
μικρά- μικρότερα) που θελήσαμε να υπηρετήσουμε όταν ήμασταν ακόμα μικρά παιδιά
μοιάζουν τώρα καμωμένα από λάσπη. Και δεν είναι μόνο αυτό που φωτίζει, είναι κι
εκείνο που σκιάζει, εκείνο που διαλέξαμε ανάμεσα στα άλλα· εκείνο που βάλαμε
πάνω από το κεφάλι μας για να μας προστατέψει από τον ήλιο δίχως να καταλάβουμε
πως είχαμε ανάγκη ένα φως δυνατό γιατί τελικά πρόλαβε να σκοτεινιάσει. «Αγαπημένε θεατρίνε μου, σου μιλώ με αυτή την
προσφώνηση γιατί σέβομαι τη λάμψη που ποιείς και όχι το ήθος. Η φιλοκαλλία δεν
μου αρέσει και φιλοσοφώ μετά μαλακίας μεγίστης παιδιόθεν παλιατσεύοντας από
ανάγκη με τις λέξεις. Τα γνωμικά ανήκουνε σε γραφικούς αρχαιολάτρες και
αρέσκομαι να τα διασκευάζω. Μπούχτισα από ηθικές και μεγάλες ιδέες. Σε ονομάζω
θεατρίνο γιατί ετυμολογώ τη λέξη σου από τον παλιάτσο τον μικρούλη, τον πρώτο
που παιδάκι ακόμα με εντυπωσίασε και ζήλεψα τα καμώματά του να παίζω. Έκτοτε
ψάχνω να δω κατάματα σ’ έναν καθρέπτη».
Η γραφή του μοιάζει να ξενυχτά
μαζί με εκείνους που πιστεύουν σε όλη τους τη ζωή πως με το σκοτάδι ξυπνούν τα
ήμερα αυτού του κόσμου, σε αντιδιαστολή με εκείνους που ψάχνουν την ημέρα για
διαμάντια. Τα διαμάντια είναι εδώ. «Εκεί
κατά τις πέντε και τριαντα τέσσερα το πρωί συνέβη και σήμερα όπως χιλιάδες επί
χιλιάδων επαναλαμβανόμενα πρωινά μες τα χαμένα δευτερόλεπτα μια ευγενική στον
ορίζοντα παραχώρηση. Τώρα η νύχτα υποχωρεί, η ημέρα επιμένει θα σας γελάσω και
σκέφτομαι ότι δεν έχει τόση σημασία. Θεωρητικά η νύχτα πισωπατεί αλλά και πάλι
θα ζητήσει τα δανεικά της στη δύση».
Βουτηγμένος μέσα σε έναν κόσμο
που δείχνει να μην χαμπαριάζει από επιχειρήματα κι επικλήσεις, ο Αντώνης
ανεβάζει το έργο του την ίδια στιγμή ψηλότερα από τα δικά μας κεφάλια αλλά και
χαμηλότερα από τα ίδια μας τα βλέμματα. Έτσι, μέσα από τα κείμενά του
ανακαλύπτει μια ισορροπία φτιαγμένη για εκείνους που τροφοδοτούνται αδιάκοπα
από τις μνήμες τους που στάζουν.
*Πρώτη δημοσίευση Ως3,
Δεκέμβριος 2009.
Δεκέμβριος 2009.
1 σχόλιο:
Αρκετά ενδιαφέρον ... αν είναι έτσι... σαφώς και θα σηκώσουμε το βλέμμα...
Δημοσίευση σχολίου